Είναι λυπηρό αλλά αρκετά πιθανό το σενάριο μετεξέλιξης των τρεχουσών πολιτικών εξελίξεων, ελεγχόμενων η ανεξέλεγκτων, που προοιωνίζονται το τέλος των υπαρχόντων πολιτικών κομμάτων με την αναχρονιστική και αποτυχημένη δομή λειτουργίας τους και κυρίως δραματικές ημέρες εξαθλίωσης μέσω προσαρμογής σε μια νέα πρωτόγνωρη, οικονομική πραγματικότητα.
Εάν η υπόθεση αυτή εστιαστεί στη θεωρία της δημιουργικής καταστροφής και στην πιθανολογούμενη αναγέννηση, ίσως τότε στην καλύτερη περίπτωση δικαιολογείται ένας μετριοπαθής βαθμός αισιοδοξίας για το μακρινό μέλλον.
Αν αποτιμήσουμε, από την άλλη, τις βαθμίδες ευθύνης σε μία ιστορική διαδρομή 190 ετών ζωής του νεοελληνικού κράτους με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση στα τελευταία 36 χρόνια, το βάρος πέφτει σε ένα αλλοπρόσαλλο εκλογικό σώμα, σε έναν λαό που εύκολα «παραμυθιάζεται» και ονειροβατεί, έχοντας ως βάση του σκεπτικού του την πρόσκαιρη παρορμητική του ικανοποίηση.
Βαραίνει στο συλλογικό ασυνείδητο του λαού μας η άρνηση να αλλάξει το παραμικρό, υπερθεματίζοντας ταυτόχρονα για αλλαγές που αφορούν μόνο τους άλλους. Επιπλέον, το βάρος πέφτει επίσης στο δειλό ελληνικό πολιτικό προσωπικό που από το 1981 και μετέπειτα δίχασε βαθιά τον λαό με περιττές ιδεολογικού τύπου διαιρέσεις, καλλιέργησε την κομματική εμπάθεια και έσκυψε προσκυνηματικά στα μεγάλα εγχώρια συμφέροντα που καλλιεργούσαν συντεχνιακής αντίληψης μειοψηφίες και διεφθαρμένες επιχειρηματικές ομάδες.
Το βασικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι ούτε οικονομικό ούτε στενά πολιτικό. Είναι αναμφισβήτητα κοινωνικό, που ενισχύεται λόγω της αδύναμης λειτουργίας των θεσμών και για αυτόν τον λόγο είναι και ανυπέρβλητο καθώς η θεσμική προχειρότητα και αταξία έχει εισχωρήσει στο DNA του λαού που από τη μία δεν σέβεται τους θεσμούς και από την άλλη, οι θεσμοί υπολειτουργούν και εκπροσωπούνται από μέτριες και ανέμπνευστες προσωπικότητες.
Αν οι προσωπικότητες αυτές διέθεταν ηγετικά, σπινθηροβόλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα θα υπήρχε μία πιθανότητα να συμπαρασύρουν τον λαό καθοδηγώντας τον ωφέλιμα και ευεργετικά σε ένα εκτόπισμα προόδου και ευημερίας, σε ένα όραμα που ξεφεύγει από τα μουχλιασμένα πρότυπα σκέψης.
Ως εκ τούτου μια ρεαλιστική αναψηλάφηση του πρόσφατου παρελθόντος μας οδηγεί σε μια σειρά γεγονότων, που είναι πολύ πιθανόν να συμβούν:
1. Αδυναμία κλεισίματος αξιολόγησης με μια σειρά ανεκπλήρωτων σωρευμένων προαπαιτούμενων που καθιστούν τη δημοσιονομική συμπίεση περισσότερο σκληρή. Σημειωτέον ότι και η καθυστέρηση της αξιολόγησης μέρα με τη μέρα επιβαρύνει την κατάσταση των κόκκινων δανείων ενώ επιπρόσθετα αναβάλλεται διαρκώς εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών.
2. Μη συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ που θα επέφερε διευκόλυνση ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
3. Αδυναμία πληρωμής ομολόγων που ωριμάζουν τον Ιούνιο, που θα σημάνει συναγερμό αναξιοπιστίας στις διεθνείς αγορές.
4. Δυσκολία εξόδου των συστημικών τραπεζών στις αγορές εντός του 2017, για άντληση δανειακών κεφαλαίων με ικανοποιητικό επιτόκιο που θα προωθούνταν στην πραγματική οικονομία.
Αυτό το τελευταίο συνιστά τη μεγαλύτερη απειλή καθώς η μη δυνατότητα εξόδου είναι πιθανό να οδηγήσει είτε σε ένα τέταρτο μνημονιακό ιδιαίτερα σκληρό πρόγραμμα δίχως συνοδευτική δανειακή σύμβαση είτε σε έξοδο της χώρας από τη ζώνη του ευρώ.
Εάν τα παραπάνω ισχύσουν η νέα πραγματικότητα θα απαιτεί υψηλού επιπέδου διαχείριση και αναρωτιέμαι, με τα χάλια που έχει το πολιτικό μας σύστημα, ποιος θα είναι ικανός να τη διαχειριστεί με βάση ένα συντεταγμένο και οργανωμένο σχέδιο.
Ας μην ξεχνάμε ακόμη ότι σήμερα έχουμε πολλές βόμβες έτοιμες να εκραγούν. Οι πιο επικίνδυνες: το ασφαλιστικό, που είναι πλέον μη διαχειρίσιμο και το δημόσιο χρέος, που δεν πρόκειται φυσικά ποτέ να «κουρευτεί» και εντός ολίγου θα μας πνίξει καθώς ο παρονομαστής της ανάπτυξης δεν βελτιώνεται.
Δυστυχώς, τον βίαιο μεταρρυθμιστικό αυτοματισμό που χρειάζεται η χώρα δεν φαίνεται ικανός κανείς σήμερα να υλοποιήσει.
O δρ. Αντώνης Ζαΐρης είναι αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ, μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ