«Παρά τους αυστηρούς περιορισμούς που μας επιβάλλονται, οι μεταρρυθμίσεις μας βασίζονται στα ιδανικά μας και όχι σε διαταγές από έξω» τονίζει ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος, σε συνέντευξή του στο φύλλο του Σαββατοκύριακου της αυστριακής εφημερίδας Der Standard.

Στη συνέντευξη του ο Γ.Κατρούγκαλος υποστηρίζει ότι η Ελλάδα υπήρξε η σκηνή ενός κοινωνικού πειράματος για μία ακραία μορφή νεοφιλελευθερισμού, όπως στη Χιλή επί δικτατορίας του Πινοτσέτ. Μεταξύ άλλων, κάνει λόγο για προσπάθειες που καταβάλλονται για το σπάσιμο της
συμμαχίας που υπήρχε ανάμεσα σε ολιγάρχες, πολιτικούς, τράπεζες και ΜΜΕ,
όπως επίσης τις προσπάθειες για την πάταξη της φοροδιαφυγής,

Απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς πως στην Ελλάδα οι μισθοί ήταν δυσανάλογα υψηλοί προς την παραγωγικότητα, παρατηρεί πως το ύψος του μισθού πότε δεν ήταν το πρόβλημα, ενώ είναι στατιστικά αποδεδειγμένο πως οι Έλληνες εργάζονται πολύ περισσότερο από τους κατοίκους οποιασδήποτε άλλης χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επιπλέον, σήμερα η Ελλάδα έχει την πιο μορφωμένη από ποτέ άλλοτε γενιά νέων Ελλήνων, αλλά πολλοί καταφεύγουν στο εξωτερικό. Χρειάζεται, όπως λέει, ένα νέο οικονομικό μοντέλο, καθώς το παλιό έχει καταρρεύσει, ωστόσο η λύση δεν μπορεί να είναι η παραπέρα επιβάρυνση των φτωχών και της μεσαίας τάξης.

Ο υπουργός Εργασίας επισημαίνει πως, παρά το γεγονός ότι στην κυβέρνηση επιβάλλονται αυστηροί περιορισμοί, οι μεταρρυθμίσεις της βασίζονται στα ιδανικά της και όχι σε διαταγές από έξω και το καλύτερο παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατα ψηφισθείσα συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, όπου μείωσε τις συνταξιοδοτικές δαπάνες κατά 1%, όπως είχε συμφωνηθεί με τους πιστωτές, αλλά αντί να μειώσει τις συντάξεις κατέστησε δικαιότερο το σύστημα και ενοποίησε τις ρυθμίσεις για όλους τους ασφαλισμένους.

Τα σκληρότερα μέτρα, τη φορολογική και τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, η κυβέρνηση εφάρμοσε ήδη κατά την πρώτη χρονιά της διακυβέρνησης της, αλλά οι καρποί τους δεν είναι ακόμη εμφανείς, αναφέρει.

Σημειώνει, ακόμη, ότι στο δεύτερο εξάμηνο του 2016 θα υπάρξει και πάλι ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και μετά θα υποχωρήσει η απογοήτευση των ανθρώπων, ενώ μακροπρόθεσμα πολλά θα εξαρτηθούν από τις εξελίξεις στην Ευρώπη.

Σύμφωνα με τον κ. Κατρούγκαλο, η Ελλάδα υπήρξε η σκηνή για ένα κοινωνικό πείραμα, στο πλαίσιο του οποίου επιδιώκονταν μία ακραία μορφή του νεοφιλελευθερισμού, όπως στη Χιλή του Πινοσέτ, ωστόσο το πείραμα απέτυχε και η θεραπεία ήταν πιο θανατηφόρα από την ασθένεια. Συμπληρώνει, δε, ότι τώρα η κυβέρνηση προσπαθεί ένα νέο πείραμα, που όμως είναι ένα κοινωνικό πείραμα.

Όπως σημειώνει ο ίδιος, για ένα κοινωνικό κράτος απαιτείται φυσικά μία δημοσιονομική σταθερότητα, όμως εκείνο που απειλεί σήμερα το κράτος πρόνοιας είναι η μεγάλη ανισότητα και τα «φορολογικά δώρα» στους πλούσιους. Σύμφωνα με τον κ. Κατρούγκαλο, σίγουρα σήμερα δεν παράγεται λιγότερος πλούτος από ό,τι παλιότερα, μόνον που αυτός δεν πηγαίνει στα μεσαία στρώματα και στους ανθρώπους με χαμηλά εισοδήματα.

Σε άλλο σημείο της συνέντευξή του, κάνει λόγο για το «παράδοξο», που συνιστά και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα για την κυβέρνηση, δηλαδή οι Έλληνες να αγαπούν τη χώρα τους αλλά να μισούν το κράτος, κάτι που οφείλεται κυρίως στο ότι στο παρελθόν το κράτος δε ήταν ουδέτερο, αλλά ήταν πελατειακό.

Απαντώντας σε ερώτηση ως προς τον κυβερνητικό εταίρο του ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ, ο υπουργός Εργασίας παρατηρεί πως φυσικά υπάρχουν μεγάλες κοινωνικοπολιτικές διαφορές μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα ως προς τα δικαιώματα των μεταναστών, ωστόσο το αποφασιστικό ζήτημα αυτή την εποχή είναι η οικονομική και κοινωνική κατάσταση και εκείνο που ενώνει τους δύο κυβερνητικούς εταίρους είναι η αντίθεσή τους στη νεοφιλελεύθερη πολιτική.

Τέλος, σε σχέση με τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό, ο ίδιος επισημαίνει πως αυτή δεν είναι αξιόπιστη. Επιπλέον, αναφέρει ότι σε αυτή την κρίση δεν υπάρχουν εθνικές απαντήσεις, και πως αυτή μπορεί να λυθεί μόνον με αλληλεγγύη. Επισημαίνει, δε, ότι είναι τρομακτικό πως η συμφωνηθείσα κατανομή των προσφύγων στην ΕΕ δεν μπορεί να εφαρμοστεί μόνον εξαιτίας της άρνησης ορισμένων κρατών-μελών και καταλήγει, τονίζοντας ότι δεν μπορεί κανείς να φορτώνει όλο το βάρος στις χώρες που βρίσκονται στις πύλες της Ευρώπης.