Ένα νέο μουσείο προγραμματίζεται να ανοίξει τις πύλες του τον Σεπτέμβριο στο Ιράκ. Είναι το πρώτο που δημιουργείται 13 χρόνια μετά την εισβολή αμερικανικών και βρετανικών δυνάμεων (2003) και του οποίου τα εγκαίνια θα αποτελέσουν ελπιδοφόρο μήνυμα-απάντηση στα εγκλήματα κατά της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς που διαπράττουν οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους. Πρόκειται για το Μουσείο της Βασόρας, που θα στεγαστεί στο παλάτι του Σαντάμ Χουσεΐν και το οποίο θα φιλοξενήσει αρχαιότητες από διάφορες περιόδους.

Στις αίθουσές του θα εκτεθούν περίπου 4.000 αντικείμενα, τα οποία μέχρι τώρα φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ιράκ στη Βαγδάτη. Πρόκειται για αντικείμενα που αναδεικνύουν τους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, ευρήματα από την αρχαία Βαβυλώνα, καθώς και αριστουργήματα που φωτίζουν τον πολιτισμό των Σουμερίων και των Ασσυρίων.

Το κόστος ανακατασκευής του παλατιού και της μετατροπής του σε μουσείο ανέρχεται σε 3,5 εκατ. δολάρια. Ένα μέρος του έργου χρηματοδοτήθηκε από δωρεές, 500.000 δολαρίων, πετρελαϊκών ομίλων προς τη βρετανική οργάνωση «Φίλοι του Μουσείου της Βασόρας». Τα υπόλοιπα 3 εκατ. δολάρια έχει δεσμευτεί να χορηγήσει η τοπική κυβέρνηση. Αν δεν το πράξει, τότε το μουσείο δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει.

Υπάρχει επίσης συνεργασία με το Βρετανικό Μουσείο, που διέθεσε αφιλοκερδώς επιστήμονές του για να βοηθήσουν ως επιμελητές.

«Δεν θέλαμε να είναι απλώς ένας εκθεσιακός χώρος. Θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα πολύ σύγχρονο μουσείο, που δεν θα περιορίζεται στην παρουσίαση αντικειμένων. Θέλουμε να αποτελέσει τόπο συνάντησης ανθρώπων απ’ όλους τους τομείς του πολιτισμού, να είναι χώρος μάθησης, μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αλλά και χώρος επιστημονικών συναντήσεων» δήλωσε στο National Geographic ο Κατάν αλ-Αμπίντ, επικεφαλής του τμήματος για τη Βασόρα στο κρατικό Συμβούλιο Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Ιράκ.

Οι μνήμες του Αλ-Αμπίντ από τις λεηλασίες στο Αρχαιολογικό Μουσείο στη Βαγδάτη το 2003 ακόμα είναι νωπές. Ζήτησε, λοιπόν, να τοποθετηθούν ατσάλινες πόρτες σε κάθε μία από τις αίθουσες του νέου μουσείου, έτσι ώστε εάν χρειαστεί -κάτι που απεύχεται- να μπορούν να γρήγορα να σφραγιστούν και να μην κινδυνεύσουν τα εκθέματα.

Πάντως, τίποτα από τα παραπάνω δεν θα επιτευχθεί εάν η τοπική κυβέρνηση δεν βάλει το «χέρι στην τσέπη» για να χορηγήσει τα απαιτούμενα 3 εκατ. δολάρια.

Ο στόχος του Αλ-Αμπίντ δεν περιορίζεται μόνο στη λειτουργία του νέου μουσείου. Αυτό που κυρίως επιθυμεί είναι να αναδείξει την πλούσια και πολυποίκιλη ιστορία της Βασόρας. Γνωστή ως η πατρίδα του θρυλικού Σεβάχ, η πόλη ιδρύθηκε το 636 μ.Χ. και αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά λιμάνια στον Ινδικό Ωκεανό, καθώς και σημαντικό πνευματικό κέντρο.

Η αρχική θέση της πόλης, που ονομάζεται Ζουμπάιρ, βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη σύγχρονη Βασόρα. Ο αρχαιολογικός χώρος, έκτασης περίπου 1.200 στρεμμάτων, παραμένει στο μεγαλύτερο μέρος του ανεξερεύνητος. Η πόλη ήταν σχεδόν ακατοίκητη μέχρι τη δεκαετία του ’90, όταν το καθεστώς Χουσεΐν άρχισε να χρησιμοποιεί πολλές εκτάσεις για την κατασκευή εργοστασίων.

Ο Αλ-Αμπίντ δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Προσέφυγε στη Δικαιοσύνη, προασπιζόμενος την πολιτιστική κληρονομιά της πόλης και κατάφερε να τερματιστεί η λειτουργία 17 εργοστασίων. Άλλα 20 συνεχίζουν να λειτουργούν. Οι ενέργειές του προκάλεσαν αντιδράσεις, ενώ οι απειλές που δέχθηκε για τη ζωή του τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το πατρικό του σπίτι και να μετακομίσει σε πιο ασφαλή περιοχή.

Σε κάθε ευκαιρία ο Αλ-Αμπίντ δηλώνει ότι απώτερος στόχος είναι η συνολική ανάδειξη της πόλης. «Θέλουμε να γίνει όπως η Γρανάδα στην Ισπανία, αλλά αυτό είναι ένα μακρόπνοο σχέδιο, που απαιτεί περί τα 15 με 20 χρόνια για να υλοποιηθεί» τονίζει, σημειώνοντας πως έχει ήδη ξεκινήσει τις διαδικασίες για να ενταχθεί η πόλη στον κατάλογο της UNESCO με τις προστατευόμενες περιοχές παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Το όραμα του Αλ-Αμπίντ μπορεί να μοιάζει με παραμύθι, όπως εκείνα με τον Σεβάχ, όμως ο ίδιος μιλά με αφοπλιστική αισιοδοξία. «Οι περισσότεροι άνθρωποι εδώ ήρθαν από την επαρχία και δεν γνωρίζουν το παραμικρό για τον πολιτισμό της πόλης. Πρέπει, λοιπόν, πρώτα απ’ όλα να βάλουμε τα θεμέλια. Και εγώ θέλω να βοηθήσω την πόλη μου» τονίζει.