Αγάλματα της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου, προτομές του Ιουλίου Καίσαρα, περίτεχνα σκαλισμένες σαρκοφάγοι, συνολικά 620 αριστουργήματα από μάρμαρο, ορείχαλκο και αλάβαστρο, βρίσκονται εδώ και δεκαετίες απομονωμένα, στο υπόγειο αριστοκρατικής έπαυλης στην Ιταλία.

Όλα ανήκουν στην «άγνωστη» συλλογή Τορλόνια που επί σειρά ετών οι εκάστοτε ιταλικές κυβερνήσεις πάσχιζαν να αναδείξουν. Ενδεικτική των προσπαθειών του ιταλικού κράτους να αποκτήσει τη συλλογή είναι η πρόταση που είχε κάνει στους ιδιοκτήτες της, πριν δέκα χρόνια, ο τότε πανίσχυρος Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο πρώην Καβαλιέρε είχε προσφέρει 100 εκατ. λίρες Αγγλίας για να την αγοράσει και στη συνέχεια να τη δωρίσει στο κράτος.

Ο Μπερλουσκόνι «έπεσε» σε τοίχο, όχι όμως και η κυβέρνηση Ρέντσι. Φέτος, οι επίμονες προσπάθειες απέδωσαν καρπούς -έστω και σε έναν βαθμό. Όπως ανακοίνωσε ο ιταλός υπουργός Πολιτισμού Ντάριο Φραντσεσκίνι, «έπειτα από εντατικές και αποτελεσματικές διαβουλεύσεις» το ίδρυμα που διαχειρίζεται την περιουσία της οικογένειας Τορλόνια συμφώνησε να παραχωρηθούν περί τα 90 από τα σημαντικότερα έργα της συλλογής, ώστε να εκτεθούν εν πρώτοις στην Ιταλία.

«Υπογράφουμε μία ιστορική συμφωνία, μία συμφωνία που ανοίγει το δρόμο για να αποκτήσει το κοινό πρόσβαση στην εξαιρετική συλλογή Τορλόνια» είπε ο Φραντσεσκίνι. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα έργα αρχικά θα παρουσιαστούν στη Ρώμη, πιθανότατα στο Ανάκτορο Βιντόνι Καφαρέλι, και εν συνεχεία, σε διάστημα ενός έτους, θα φιλοξενηθούν από μεγάλα ευρωπαϊκά μουσεία και μουσεία των Ηνωμένων Πολιτειών. Μόλις ολοκληρωθεί το ταξίδι τους, θα βρουν μόνιμη στέγη στην Ιταλία.

Στο πλαίσιο της συμφωνίας, το ίδρυμα Τορλόνια θα συνεργαστεί με τις ιταλικές υπηρεσίες προκειμένου τα έργα να συντηρηθούν και να εκτιμηθούν από ειδικούς. Οι περισσότεροι, πάντως, επιστήμονες συμφωνούν ότι είναι πολύ δύσκολο, ώς αδύνατον, να «κοστολογήσεις» τέτοιους τους θησαυρούς.

Η συλλογή Τορλόνια

Στα τέλη του 18ου αιώνα ο λογιστής Μάριο Τορλόνια έζησε αυτό που πολλοί εύχονταν αλλά ελάχιστοι κατάφεραν: την άνοδο σε ανώτερη κοινωνική τάξη από τη μία στιγμή στην άλλη. Ο Πάπας Πίος ΣΤ’ τού απένειμε τίτλο γιατί κατάφερε να βάλει σε τάξη τα οικονομικά του Βατικανού. Έτσι, ο ταπεινής καταγωγής Τορλόνια αναδείχθηκε σε εξέχον μέλος της αριστοκρατίας της Ρώμης.

Έχοντας αποκτήσει την οικονομική δυνατότητα, η οικογένεια Τορλόνια ξεκίνησε να αγοράζει σπάνια αρχαία αντικείμενα από άλλες ιδιωτικές συλλογές. Μία από αυτές ανήκε στην οικογένεια Τζουστινιάνι, που λόγω οικονομικών προβλημάτων αναγκάστηκε να την ξεπουλήσει. Ο Τορλόνια δεν έχασε την ευκαιρία και αγόρασε σπάνια έργα σε σχεδόν εξευτελιστική τιμή. Κάποια άλλα αρχαία βρέθηκαν στη διάρκεια εκσκαφών σε κτήματα που ανήκαν στους Τορλόνια.

Το 1976 η συλλογή αριθμούσε εκατοντάδες σπάνια κομμάτια, που φυλάσσονταν σε 77 δωμάτια της έπαυλης που διατηρούσαν οι Τορλόνια στο κέντρο της Ρώμης, κοντά στον Τίβερη. Πρόσβαση στη συλλογή είχαν μόνο εμπειρογνώμονες ή αξιωματούχοι.

Την ίδια χρονιά, η οικογένεια αποφάσισε να μεταφέρει τα έργα στον υπόγειο χώρο άλλης ιδιοκτησίας της, προκειμένου η έπαυλη να μετατραπεί σε ένα πολυτελές αρχοντικό 90 διαμερισμάτων -σχέδιο που μπλόκαραν οι ιταλικές υπηρεσίες. Έκτοτε, κάθε προσπάθεια του κράτους να εκτεθεί η συλλογή στο ευρύ κοινό έπεφτε στο κενό.

Τον περασμένο μήνα, η ιταλική εφημερίδαLa Repubblicaπροέβλεψε πως έπειτα από έξι μήνες εντατικών διαβουλεύσεων η κυβέρνηση ήταν πολύ κοντά σε συμφωνία. Και είχε δίκιο.

Μιλώντας στον βρετανικόIndependent,ο καθηγητής και επιμελητής της έκθεσης που σχεδιάζεται Κάρλο Γκασπάρι δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του, αλλά και την ανακούφισή του που «αυτή η εξαντλητική και επίπονη προσπάθεια» είχε αίσια έκβαση. «Το κοινό θα έχει, επιτέλους, την ευκαιρία να δει αυτά τα θαυμάσια έργα τέχνης» λέει.

Στο ερώτημα, τι μεσολάβησε και τελικά οι κληρονόμοι συναίνεσαν, ο Γκασπάρι απαντά ότι το υπουργείο Πολιτισμού υιοθέτησε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση, πρότεινε μία λύση που θα συνδύαζε την κρατική με την ιδιωτική πρωτοβουλία και άφησε πίσω την τακτική που ήθελε να το ιταλικό κράτος να προσπαθεί να οικειοποιηθεί πλήρως τη συλλογή.