Η άποψή μου να έχει νομική βαρύτητα, να είμαι ικανός και να μην αποφασίζει άλλος για ΄μένα». Η νομική ικανότητα για τα άτομα με νοητική υστέρηση μπορεί να περιγραφεί ως η δύναμη ή η δυνατότητα που έχει να ενεργεί εντός του πλαισίου του νομικού συστήματος. Με άλλα λόγια, τα άτομο με νοητική υστέρηση γίνεται υποκείμενο δικαίου και αυτό του επιτρέπει να έχει νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ουσιαστικά μιλάμε για το πώς διευκολύνεται η προσωπική του ελευθερία. Αυτό πρακτικά, μεταξύ άλλων, δίνει τη δυνατότητα στο άτομο με νοητική υστέρηση ή με άλλη ψυχοκοινωνική αναπηρία να αναλάβει μια δουλειά, να παντρευτεί και να κληρονομήσει περιουσία, της αυτοδιάθεσης δηλαδή, προστατεύοντας το παράλληλα από ανεπιθύμητες παρεμβάσεις. Το άρθρο 12 της Σύμβασης του Ο.Η.Ε. για τα δικαιώματα των ΑμεΑ, αναγνωρίζει ότι τα άτομα με αναπηρία έχουν ικανότητα δικαίου σε ισότιμη βάση με τους άλλους. Με άλλα λόγια, ένα άτομο δεν μπορεί να χάνει τη νομική του ιδιότητα, απλώς, λόγω αναπηρίας.

Ορισμένα άτομα με αναπηρία χρειάζονται βοήθεια για να ασκήσουν αυτή την ικανότητα, να υπάρχει η υποστήριξη ενός έμπιστου τρίτου προσώπου χωρίς αυτό να τον υποκαθιστά αλλά να τον υποστηρίζει. Ο διαχωρισμός αυτός, αποτελεί και τη βάση συζήτησης για τη δικαιοπρακτική ικανότητα του ατόμου με «νοητική υστέρηση» ή με «ψυχοκοινωνική αναπηρία». Η ερώτηση πλέον δεν είναι στο κατά πόσο το άτομο αυτό έχει την νοημοσύνη να ασκήσει αυτό το δικαίωμα, της νομικής ικανότητας, αλλά στο τι είδους υποστήριξη του παρέχεται για να μπορεί να κάνει χρήση αυτού του δικαιώματος.

Με την υποστηριζόμενη λήψη αποφάσεων, το τεκμήριο είναι πάντα υπέρ του ατόμου με την αναπηρία που θα επηρεαστεί από την απόφαση. Το άτομο που έχει οριστεί να τον υποστηρίζει, έχει το ρόλο του να εξηγήσει τα θέματα, όταν χρειάζεται, και να ερμηνεύσει τις προτιμήσεις του. Ακόμα και όταν ένα άτομο με αναπηρία απαιτεί συνολική στήριξη, το πρόσωπο που έχει οριστεί οφείλει να του επιτρέψει να ασκήσει τη νομική του ικανότητα στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, σύμφωνα με τις επιθυμίες του.

Δυστυχώς όμως, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ένας μεγάλος αριθμός των ατόμων με νοητική ή με ψυχοκοινωνική αναπηρία στερούνται της νομικής τους ικανότητας, έχοντας τεθεί υπό κάποια μορφή «κηδεμονίας» (guardianship). Αυτή μπορεί να είναι είτε συνολική ή μερική. Στην μερική κηδεμονία το «υποκείμενο» έχει κρατήσει τον κύριο όγκο των πολιτικών δικαιωμάτων του, αλλά ορισμένες ικανότητες έχουν μεταβιβαστεί σε νομικό εκπρόσωπο, συνήθως η δύναμη να διαχειρίζεται τις οικονομικές του υποθέσεις. Στη πράξη όμως, ο «κηδεμόνας» υποκαθιστά πλήρες το άτομο με αναπηρία και έχει παρατηρηθεί ότι μεγάλος αριθμός οδηγείται στον «εγκλεισμό» και σε «ιδρυματικού τύπου» φροντίδα, ενάντια στη θέληση και στις επιθυμίες του ατόμου. Η απώλεια της εξουσίας για τη διαχείριση των ακινήτων και των χρηματοοικονομικών υποθέσεων του είναι η τυπική συνέπεια της ανικανότητας και της «κακής» κηδεμονίας. Η κηδεμονία σε κάθε περίπτωση περιορίζει την αυτοδιάθεση του άτομου, βάζοντάς τον στο περιθώριο.

Άτομα με νοητική υστέρηση ή με ψυχοκοινωνική αναπηρία θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να λάβουν υποστήριξη, ακόμα και στο απλό επίπεδο της επικοινωνίας με τις αρχές ή τις δημόσιες υπηρεσίες. Η πικρή αλήθεια είναι ότι
στους περισσότερους με αυτού του είδους την αναπηρία, που θα ήθελαν να έχουν τέτοια στήριξη, τους ζητείται να παραιτηθούν αυτής της ικανότητας, δηλαδή της ικανότητά τους να είναι υπεύθυνοι για τις ζωές τους, αποδεχόμενοι ότι κάποιος «τρίτος» θα ενεργεί για αυτούς.

Σε κάθε ευνοούμενη πολιτεία, πρέπει να αναπτυχθούν σχήματα και να ενισχυθούν οι δομές παροχής συγκροτημένης υποστήριξης για τα άτομα με νοητική υστέρηση ή με κάποια ψυχοκοινωνική αναπηρία, με τη μεταρρύθμιση του δικαίου να είναι ουσιώδους σημασίας, εξασφαλίζοντας ότι τα άτομα αυτά θα μπορούν να απολαμβάνουν το πλήρες φάσμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια ισότιμη βάση με τα άλλα πρόσωπα, σε όλες τις πτυχές της ζωής.

Το ζήτημα της «ίσης αναγνώρισης ενώπιον του νόμου» συνδέεται στενά με την κοινωνική ένταξη, την αυτονομία και την ισότητα, με τις πλέον βασικές αρχές για την ομαλή λειτουργία μιας κοινωνίας. Πλέον, η πολιτεία δεν μπορεί να συνεχίσει να αρνείται τη νομική ικανότητα στα άτομα με αναπηρίες. Ο καθένας έχει το δικαίωμα στην αυτόνομη λήψη αποφάσεων και στο να λαμβάνει επαρκή υποστήριξη για να πράττει ορθά και αυτές οι δύο λειτουργίες πρέπει να βρίσκονται σε αλληλεπίδραση.

Ο κ. Δημήτριος Π. Νικόλσκυ είναι Πρόεδρος της Επιτροπής για τα Δικαιώματα των Aτόμων με Αναπηρίες

του Συμβουλίου της Ευρώπης