Από τις πιο καίριες φωνές της ποίησης σήμερα, η Ανθή Μαρωνίτη επιβεβαιώνει με τη μορφή, το εκφραστικό περιεχόμενο και την ενδελεχή επεξεργασία του λόγου τη δυνατότητα να μεταδίδει στον αναγνώστη κάτι από τον κραδασμό που δημιούργησε το ποίημα.
Στη νέα της δημοσίευση Η μόνη της περιουσία (εκδόσεις Αγρα, 2015), τίτλος ενός ποιήματος αλλά και όλης της συλλογής, κεντρικό θέμα είναι η μνήμη και τα παιχνίδια της: παιχνίδια στην πλήρη κλίμακα του μεταβλητού, με την επιμονή της μνήμης να μετατρέπει σε λήθη μεγάλα και σημαντικά τμήματα του αναγλύφου της επικράτειάς της. Μιας επικράτειας που αναχαρτογραφείται διαρκώς διαφορετική.
To έργο ορίζεται από ένα προοιμιακό ποίημα, τη Φωνή, και αναπτύσσεται σε δύο μέρη, Τα Πορτρέτα και το Σήμερα, με ισάριθμα, ένδεκα, ποιήματα στο καθένα.
Η Φωνή συγκεφαλαιώνει τις δυναστικές ρυθμίσεις που ορίζουν τον εσωτερικό βίο, έστω και αν η καθεστωτική θέση των δυνάμεων συνοδεύεται από μερική άρση σαν κλεφτή αναπνοή: στην πρώτη, το μεγάλο («η θάλασσα») καθορίζει πιεστικά το περίγραμμα του μικρού («σφίγγει τη στεριά») φράζοντας τις διεξόδους (ως «κλοιός»), χωρίς ωστόσο να καταλύει τη φυγή του βλέμματος («Μόνο το μάτι σαν πουλί»). Στη δεύτερη, η τελικότητα του ανέμου φυσάει ως παρόν χωρίς μέλλον, αλλά και αυτή αίρεται έστω, «κάποιες νύχτες μόνο». Στην τρίτη, «το φως φωτιά» πυρπολεί το οικοδόμημα, «το σπίτι φλέγεται», αναγκάζοντας τη «δύστροπη φωνή» να υποχωρήσει, επιτέλους ελευθερώνοντας τον λόγο με τον οποίο αρχίζει η αφήγηση. Ερχομαι εδώ – χρόνια / Γιατί στοιχειώνουν τα στοιχειά / τους φόβους μου / με νανουρίζουν δίχως ηλικία
… κι ευχαριστώ τη δύστροπη σιωπή: / υποχωρεί για λίγο / αρθρώνοντας φωνή.
Στα Πορτρέτα το παρελθόν διαπλέκεται με το παρόν, πελεκημένο μέσα από την επιμονή της μνήμης να αναπλάθει και να μεταπλάθει τις εικόνες της στο πέρασμα του χρόνου. Οι προσωπογραφούμενοι (πρόσωπα, τύποι, μύθοι) έχουν κρυσταλλωθεί ως εικόνες, όχι ως σύνολο εντυπώσεων αλλά ως συμπαγές πεποιθήσεων. Δεν απεικονίζουν την αναγκαστικά λειψή εικόνα της φωτογραφίας. Συγκροτούνται με την ποιητική της ζωγραφικής που περιέχει όχι μόνο τον εικονιζόμενο αλλά και την πρόσληψή του από τον καλλιτέχνη. Ετσι νομιμοποιείται η αλληλουχία προσώπων, τύπων και μύθων που συναριθμούνται στο εσωτερικό, υποκειμενικό, φανταστικό αρχείο της μνήμης.
Ολα εκβάλλουν στο τρίτο μέρος, την κορύφωση της ποιητικής αφήγησης, στο Σήμερα. Σαν ένα χρονικό επιβίωσης και σαν αντίδοτο στον ζόφο του πρώτου ξεδιπλώνεται το δεύτερο και τελευταίο μέρος του ποιήματος. Συμμετρικό όχι μονάχα αριθμητικά με το προηγούμενο αλλά και με το περιεχόμενο: ό,τι στο πρώτο απορροφά το φως αναδεικνύοντας τη σκιά, στο δεύτερο αντανακλά το φως, το ξαναστέλνει πλούσιο στον κόσμο. Εδώ βρίσκουν τη θέση τους οι ανταμοιβές των διεργασιών με τις οποίες ο εσωτερικός βίος διαμορφώνει και διαμορφώνεται από τη μνήμη, εδώ τα Πορτρέτα μεταβάλλονται σε τοπιογραφία τού ένδον. Σταχυολογώντας αυθαίρετα, από το Σχήμα Λιτότητας την κατακλείδα: Α! Τα άψογα της άνοιξης / Ξεχνάς τον άγριο χειμώνα. Από τη Μόνη της περιουσία τους καταληκτικούς στίχους: Σταματάει κάποτε η στιγμή / όλα παρόν, κι εσύ / αγάπησέ την έτσι λειψή και άπονη / Οι καταθέσεις της σε αρχεία σκονισμένα / η μόνη σου περιουσία. Από τη Μουσική που αντέχει τους πρώτους στίχους: Να τη φοράς, σαν το παλιό παλτό / Να σε τυλίγει, όπως καινούργιο δέρμα. Από τον Τόπο: Τα νταμάρια γεράσανε / λάμπουν όμως τα μάρμαρα / περιμένοντας τον καιρό. Από την ελιοτική, θαρρείς, Σχεδόν Βιογραφία: Λίγα ταξίδια λίγο το έχει το δικό μου / Αξόδευτη το περιπαίζει η φαντασία του / όταν τα βράδια ανασαίνει ο ρυθμός, δίνονται εδώ μερικά μόνο δείγματα μιας ποιητικής συνείδησης που ατενίζει, χωρίς αισθηματολογικές αναπολήσεις, το καταστάλαγμα ενός δικαιωμένου βίου.
Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης και η στήλη του «Απολίτιστα μονοτονικά» θα απουσιάσουν ως τα τέλη Αυγούστου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ