Η ανταλλαγή του ελληνικού χρέους που δρομολογήθηκε το 2012 και η επαναγορά του ακολούθως, αποτέλεσε ένα ιδιαίτερο χρονικό ορόσημο στην ευρωπαϊκή κρίση που ξέσπασε το 2009. Υπήρξε η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στην παγκόσμια ιστορία των κρατικών χρεοκοπιών και η πρώτη εντός ευρωζώνης.
Η ιστορική σημασία αυτής της αναδιάρθρωσης, δεν συνέχεται μόνον με το πρωτόγνωρο μέγεθος της, ήτοι την ανταλλαγή χρέους ύψους 200 δισ. ευρώ και κατόπιν την επαναγορά 30 δισ. Συνδέεται επιπλέον με την επιλογή της χρονικής στιγμής που αυτή πραγματοποιήθηκε, το μέγεθος της ζημίας που υπέστησαν οι διάφοροι πιστωτές, τους κανόνες υλοποίησης της, καθώς και την πιθανότητα μετάδοσης της κρίσης στις υπόλοιπες χώρες.
Αν και η ύψους 106 δισ. ευρώ, δηλαδή 55% του ΑΕΠ, ελάφρυνση που επετεύχθη στο ελληνικό χρέος ήταν κολοσσιαία, στη συνέχεια πυροδοτήθηκαν πολλαπλοί γύροι διχογνωμίας, αναφορικά στο αν η αναδιάρθρωση αυτή έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί πριν τον Μάιο του 2010, οπότε και προσδιορίστηκε το πρόγραμμα προσαρμογής.
Με αφορμή το οδυνηρό ελληνικό αφήγημα, μια πολύ μεγάλη πλάνη που με πάγιο τρόπο είχε εγκατασταθεί στα πράγματα της ευρωπαϊκής οικονομίας, επιτέλους διευθετήθηκε. Έτσι, κατέστει απολύτως σαφές ότι τα ενδεχόμενα πιστωτικού κινδύνου και υποκείμενων γεγονότων εντός της Ευρωζώνης, όχι μόνον ήταν υπαρκτά, αλλά ενδεχομένως και προβλέψιμα στη βάση της τροπής των γεγονότων.
Έτσι, η Ελλάδα έγινε η πρώτη χώρα που έχασε τη δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές τον Μάιο του 2010. Στη συνέχεια, τον Νοέμβριο του 2010, έλαβε σειρά η Ιρλανδία και εν συνεχεία η Πορτογαλία, τον Μάιο του 2011. Παρόλα αυτά, οι αρχικοί φόβοι ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα συνιστούσε μια μη αναστρέψιμη απειλή για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωζώνης, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.
Σήμερα, το ελληνικό χρέος ανέρχεται στα 317 δισ. ευρώ, ήτοι στο 174% του ΑΕΠ, με την κατανομή αυτού να έχει ως ακολούθως: EFSF 141 δισ. ευρώ, άμεσος δανεισμός από τα κράτη-μέλη της ΕΕ 53 δισ. ευρώ, ΔΝΤ 28 δισ. ευρώ, ιδιώτες 50 δισ. ευρώ, ΕΚΤ 25 δισ. ευρώ, ΕΓΔ 15 δισ. ευρώ και ΤτΕ 5 δισ. ευρώ. Είναι άξιο σημείωσης ότι περίπου τα 3/5 ή το 60% του ελληνικού χρέους ανήκει σε χώρες της Ευρωζώνης, δλδ. σε ευρωπαίους πολίτες.
Η επίσημη λήξη του ελληνικού προγράμματος στήριξης τοποθετείται στο τέλος του μηνός Φεβρουαρίου (ήδη συζητείται παράταση του), με τις χρηματοδοτικές ανάγκες για την ομαλή εξυπηρέτηση του χρέους να προσεγγίζουν τα 22,5 δισ. ευρώ, για το 2015. Ειδικότερα, οι υποχρεώσεις αυτές αφορούν: 8,7 δισ. ευρώ προς το ΔΝΤ, 6,7 δισ. ευρώ προς την ΕΚΤ και διάφορες ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες, 5,4 δισ. ευρώ προς τόκους και 1,8 δισ. ευρώ προς λοιπές υποχρεώσεις, ομόλογα εκτός PSI κλπ.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το 2015 και ιδιαίτερα το προσεχές καλοκαίρι, θα είναι το πιο κρίσιμο χρονικό διάστημα για την ελληνική οικονομία. Εκ των προαναφερθέντων 22,5 δισ. ευρώ, τα μισά, δηλαδή 11,4 δισ. θα πρέπει να αποπληρωθούν κατά τους μήνες Ιούνιο (2,6 δισ. ευρώ), Ιούλιο (5,1 δισ. ευρώ) και Αύγουστο (3,7 δισ. ευρώ).
Ο δε επιμερισμός των ποσών αυτών ανά πιστωτή, έχει ως εξής:
-6,7 δισ. ευρώ στην ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες, 1,9 δισ. ευρώ σε τόκους, 1,8 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ και 1 δισ. ευρώ σε λοιπές υποχρεώσεις.
Για την κάλυψη των ως άνω υποχρεώσεων, η λύση που διερευνάται εδράζεται σε μια προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης ύψους 10 δισ. ευρώ για 18 έως 24 μήνες, σε συνδυασμό με την δανειοδότηση 12,5 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ για 2 έτη. Την ίδια στιγμή, θεωρείται δεδομένη η έναρξη μιας διαπραγματευτικής συζήτησης για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Το επικρατέστερο σχετικό σενάριο αφορά στην επέκταση της αποπληρωμής του για μια 15-ετία ή 20-ετία, καθώς και στην εφαρμογή πολύ χαμηλών επιτοκίων της τάξεως του 0,5%.
Η συγκεκριμένης τάξεως λύση θα ήταν ισότιμη, σε όρους καθαρών παρουσών αξιών, με ένα haircut ύψους 50 δισ. ευρώ. Ωστόσο, προκειμένου κάτι τέτοιο να θεωρείται ως εφικτό, λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη και την ήδη λεχθείσα χρηματοδοτική κάλυψη των 22,5 δισ., αναμένεται μια ιδιαίτερα σκληρή στάση των πιστωτών, οι οποίοι και θα απαιτήσουν άμεση επιτάχυνση των εγχώριων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ειδικές παρεμβάσεις στα εργασιακά και νέες περικοπές δαπανών.
Στη βάση αυτή, ελέγχονται ως ατελή και ανακριβή προεκλογικά οικονομικά προγράμματα, τα οποία επί παραδείγματι στηρίζονται στα διαθέσιμα του ΤΧΣ (απολύτως δεσμευμένα), στους πόρους του ΕΣΠΑ (αξιοποιήσιμοι μόνον κατόπιν πλήρους συμφωνίας με την ΕΕ) και στην εκ δια μαγείας αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής (το πάγιο σκοπούμενο της τελευταίας 25-ετίας). Συγχρόνως, οιαδήποτε πιθανή ανάσχεση των αποκρατικοποιήσεων, μόνον ως αρνητική θα εδύνατο να αποτιμηθεί, μιας και αυτές θα μπορούσαν να αποφέρουν έσοδα άνω των 5 δισ.
Επιπροσθέτως, μια ακόμα πλάνη σοβεί, αναφορικά στο ζήτημα της διαγραφής του ελληνικού χρέους. Δεδομένης της άτυπης συμφωνίας για την πλήρη αποπληρωμή του ΔΝΤ και των ιδιωτών, η εστίαση για το ενδεχόμενο της διαγραφής, αφορά στην ΕΚΤ και στους εταίρους στην Ευρωζώνη, οι οποίοι ως επισημάνθηκε διακρατούν άνω του 60% του ελληνικού χρέους. Είναι ωστόσο ζήτημα κοινής αντίληψης, το κατά πόσον είναι όντως εφικτή η διεκδίκηση της διαγραφής οφειλομένων που προέρχονται από χώρες όπως η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Ιρλανδία κλπ., σε μια περίοδο που το ελληνικό κράτος δανείζεται με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια.
Αναζητώντας, λοιπόν, κανείς τα εποπτικά αφηγήματα που προσδιορίζουν την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία διετία, θα εντοπίσει, τόσο θετικά, όσο και αρνητικά στοιχεία.
Αναφορικά στην πρώτη περίπτωση, δεν μπορεί παρά να εστιάσει στο ότι οι τρεις βασικοί λόγοι που μας ανάγκασαν να προσφύγουμε στον τριμερή μηχανισμό στήριξης και τη σύναψη των μνημονίων, έχουν πλέον αναστραφεί. Το δημοσιονομικό έλλειμμα των περασμένων ετών έχει γίνει πλεόνασμα, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών εξαλείφθηκε και η χώρα, δημόσιο και επιχειρήσεις, επέστρεψε στις αγορές.
Επίσης, η Ελλάδα έχει επιτύχει τη μεγαλύτερη και ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή που έχει καταγραφεί ποτέ μεταξύ των οικονομιών του ΟΟΣΑ στη μεταπολεμική ιστορία. Είναι δε η πρώτη χώρα την τελευταία τριετία σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με άμεσες θετικές συνέπειες σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας.
Από την άλλη πλευρά, η παθολογική πολυπλοκότητα που διέπει την ελληνική οικονομία και τα εκτεταμένα τραύματα αυτής είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικά. Έτσι, το κρίσιμο στοίχημα της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και της τόνωσης της απασχόλησης δεν έχει ακόμα κερδηθεί. Το ποσοστό της ανεργίας στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή αγγίζει το 26,4%, με τον μέσο όρο στην ευρωζώνη να είναι 11,5%. Την ίδια στιγμή, το ποσοστό ανεργίας στους νέους κάτω των 25 ετών είναι 50%, ενώ το αντίστοιχο ευρωπαϊκό 25%.
Επιπλέον, ενδεικτικά και μόνον αναφέρεται ότι, το 2008 το σύνολο των απασχολουμένων στον παραγωγικό τομέα της οικονομίας ήταν 3,7 εκατ., ενώ πέντε χρόνια μετά, το 2013, ο αριθμός αυτός μειώθηκε κατά 26%, ήτοι στα 2,8 εκατ. Την ίδια στιγμή, στα χρόνια της κρίσης, προστέθηκαν 234.000 συνταξιούχοι του δημοσίου με μέση ηλικία τα 57 έτη.
Έταιρο κραυγαλέο παράδειγμα της υφιστάμενης κατάστασης είναι εκείνο του ασφαλιστικού. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας, για την περίοδο 2000-2014, τα κύρια ασφαλιστικά ταμεία, επιχορηγήθηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό με 161,9 δισ. ευρώ, δηλαδή παραπάνω από 10 δισ. τον χρόνο, κατά μέσο όρο. Μόνον δε για το 2014, η εξάρτηση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης από την κρατική επιχορήγηση έφτασε τα 11 δισ. ευρώ, ήτοι το 19,8% των συνολικών δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού.
Όλες οι παραπάνω κρατικές δομικές ανακολουθίες και διαχειριστικές ασυνέχειες, κρίνεται ως άμεσα αναγκαίο να αντιμετωπισθούν, στο όνομα της νέας ημέρας για τη χώρα. Σε κάθε περίπτωση, τόσο τα κόμματα, όσο και η οιαδήποτε νέα κυβέρνηση, προσήκει να αντιμετωπίσουν με ψυχραιμία και προσοχή τις επικείμενες εξελίξεις, έχοντας απαλλαγεί από το σύνδρομο του λαϊκισμού, το πάθος της αδιαλλαξίας και την εμμονή της εξουσίας.


*O Δρ. Παναγιώτης Ι. Ξυδώνας είναι Λέκτορας Χρηματοοικονομικής στο Τμήμα Μηχανικών Οικονομίας & Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αιγαίου και Ερευνητικός Εταίρος στο Εργαστήριο Συστημάτων Αποφάσεων & Διοίκησης του ΕΜΠ.