Ενα βότσαλο κρυμμένο σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Δεμένο με σπάγκο. Είναι απ’ τον Αγιο Σώστη. Από την «κρημνώδη ακτήν». Εκεί όπου «Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο… εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης» όπως γράφει ο Παπαδιαμάντης. Αυτό το τέλος, το ενδιάμεσο, την ένωση με τη Φύση, επέλεξε ο σκιαθίτης συγγραφέας για τη «Φόνισσά» του. Τη Φραγκογιαννού. Τη γυναίκα που, προτού πνιγεί η ίδια, θέλησε ένα «διορθώσει» τον Δημιουργό σκοτώνοντας μικρά κοριτσάκια για να τα γλιτώσει από μια κοινωνία όπου η μοίρα του θηλυκού έγραφε μόνο βάσανα…
Εναν μήνα και κάτι μετά το συμπόσιο που διοργάνωσε η Εθνική Λυρική Σκηνή στις 6 του περασμένου Ιουλίου στη Σκιάθο για τη «Φόνισσα», τη νέα όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη, βασισμένη στο ομότιτλο αριστούργημα του Παπαδιαμάντη, η πρεμιέρα της οποίας θα δοθεί τον Νοέμβριο στην Αθήνα, το βότσαλο μένει να θυμίζει μια εμπειρία δυνατή, παρούσα ακόμη στις αισθήσεις: το πρώτο άκουσμα χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το πολυαναμενόμενο έργο στον τόπο εξέλιξης της δράσης του. Εκεί όπου η μουσική συναντά την ιστορία και οι δυο μαζί τη λογοτεχνική γραφή, νιώθει κανείς πιο βαθιά τον στοχασμό του Ελύτη που αναρωτιόταν «πώς αυτά τα εξήντα περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα με τις τρεις χιλιάδες ψυχές έφτασαν ν’ αποκτήσουν στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη τη σημασία ολόκληρης Ηπείρου».
Ο δρόμος του «αγίου των γραμμάτων»


Ο ίσκιος του «αγίου των ελληνικών γραμμάτων» είναι πανταχού παρών στη Σκιάθο από την πρώτη στιγμή που πατά κανείς το πόδι του στο λιμάνι. Στον κεντρικό πεζόδρομο που φέρει τ’ όνομά του χτυπά η καρδιά του νησιού. Δεξιά κι αριστερά, δεκάδες μαγαζιά με σουβενίρ, δώρα, εμπορικά, ταβέρνες, καφετέριες και σε μια εσοχή του, το σπίτι που μεγάλωσε και πέθανε ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, κτισμένο από τον πατέρα του το 1860, όταν ο μικρός Αλέξανδρος ήταν εννέα ετών. Απλό κι απέριττο, δίπατο κτίσμα αγροτικού τύπου με το κατώι και το ανώι του, λειτουργεί πλέον ως μουσείο και η επίσκεψη σε αυτό έχει αναμφίβολα ενδιαφέρον για τον προσκυνητή της μνήμης του κοσμοκαλόγερου. Μια εσωτερική ξύλινη σκάλα οδηγεί στην αυλή και στο ισόγειο του σπιτιού που χρησιμοποιούνταν από την οικογένεια ως αποθηκευτικός χώρος ενώ στον επάνω όροφο βρίσκονται τα δωμάτια. Το καθιστικό με το τζάκι και το κρεβάτι όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 3 Ιανουαρίου 1911, όντας 35 ημέρες κατάκοιτος, από γρίπη και πνευμονία. Παρακεί το δωμάτιο των γονιών του, του πατέρα του, ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ, και της μητέρας του, της πρεσβυτέρας Αγγελικής – Γκιουλώ τη φώναζαν –το γένος Μωραϊτίδη… Το σαλόνι με τον σκιαθίτικο καναπέ, στολισμένο με υφαντά, το γραφειάκι του συγγραφέα, τις φωτογραφίες των γονιών του στον τοίχο και την προθήκη όπου φυλάσσονται προσωπικά του αντικείμενα: η πένα, το μελανοδοχείο, το ψαλτήρι αλλά και φωτοτυπίες χειρογράφων του. Εξω, στο χαγιάτι, το θερινό κουζινάκι της οικογένειας. Επιπλα, αντικείμενα και ρούχα, χαρισμένα όλα από τους απογόνους του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τα ανίψια του.
Τα μέρη όπου εκτυλίσσεται η δράση της «Φόνισσας» αποκαλύπτουν στον επισκέπτη τις ομορφιές της Σκιάθου. Παραλίες, βουνά, αποχρώσεις του μπλε και του καφέ, δυνατές εικόνες, αντιθέσεις που γοητεύουν το μάτι. Το Κάστρο. Τ’ Αχειλά το ρέμα. Ο Αϊ-Γιάννης ο Κρυφός. Το Λεχούνι. Το Κακόρρεμα. Η Σκοτεινή Σπηλιά κοντά στην οποία «οι λίθοι εχόρευον δαιμονικόν χορόν την νύκτα» όπως γράφει ο Παπαδιαμάντης. Στη «Φόνισσα», άλλωστε, βασίστηκε και η μελέτη η οποία προτάθηκε προ ετών από τον Πολιτιστικό Σύλλογο του νησιού στον ΕΟΤ με σκοπό την υλοποίηση προγράμματος για τη διάσωση και την αποκατάσταση των ιστορικών μονοπατιών της Σκιάθου και την ανάπτυξη ήπιου και εναλλακτικού τουρισμού στο νησί. Ως σήμερα, ωστόσο, η προοπτική δεν έχει ευοδωθεί και όπως μας πληροφορεί ο 34χρονος πρόεδρος του Συλλόγου Θοδωρής Τζούμας, σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση από τον ΕΟΤ το έργο δεν φαίνεται να προχωρεί άμεσα καθώς «ο κωδικός για τη χρηματοδότηση έχει ήδη υπερβεί το όριο…».

Οι πρώτες νότες στο Μπούρτζι


Το ανοιχτό θεατράκι στο Μπούρτζι, μια μικρή χερσόνησο με μαγευτική θέα η οποία χωρίζει στα δύο το λιμάνι της Σκιάθου και στο παρελθόν ήταν φρούριο, φιλοξένησε τις εργασίες του συμποσίου που διοργάνωσε η Εθνική Λυρική Σκηνή με την ουσιαστική συμβολή του Πολιτιστικού Συλλόγου «Η Σκιάθος». Μπροστά από το δημοτικό σχολείο που ίδρυσε το 1906 ο Ανδρέας Συγγρός και πλέον έχει μετατραπεί σε πολιτιστικό κέντρο, ενώ στην είσοδό του βρίσκεται από το 1925 η προτομή του Παπαδιαμάντη, ξεκίνησε το ταξίδι της η «Φόνισσα» σε μορφή όπερας. Το νέο έργο του Γιώργου Κουμεντάκη, παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, έχει γεννήσει μεγάλες προσδοκίες καθώς, μεταξύ άλλων, πρόκειται για την πρώτη μεγάλης κλίμακας όπερα έλληνα συνθέτη ύστερα από πολλά χρόνια. Μέσα από αυτό το πρίσμα, μιλώντας στο συμπόσιο, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ Μύρων Μιχαηλίδης τόνισε την πρόθεση του οργανισμού να στηρίξει την εγχώρια δημιουργία η οποία τα τελευταία χρόνια «δεν είχε να υπερηφανευτεί για κάποιο μείζον γεγονός» και ευχήθηκε η «Φόνισσα» να έχει ένα μακρύ ταξίδι τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Το λιμπρέτο της «Φόνισσας» υπογράφει ο Γιάννης Σβώλος, τη σκηνοθεσία ο Αλέξανδρος Ευκλείδης και τα σκηνικά –ένα τοπίο οικισμού δίπλα στη θάλασσα –ο Πέτρος Τουλούδης. Γνωστός για το ενδιαφέρον του να συνδυάσει την κλασική φόρμα και τις σύγχρονες αναζητήσεις της με την ελληνική παράδοση, ο Γιώργος Κουμεντάκης εν προκειμένω φτάνει στο αποκορύφωμα του αντίστοιχου εγχειρήματος δημιουργώντας ένα καινούργιο έργο βαθιά «δικό μας» και ταυτόχρονα παγκόσμιο… Με δεδομένη την επιδίωξή του «να μη χαθεί η μαγεία της μουσικής σε μια αποσπασματική ακρόαση», για την πρώτη αυτή παρουσίαση στη Σκιάθο ο συνθέτης επέλεξε τρία αποσπάσματα που, όπως αποκάλυψε, «δεν απέχουν από αυτό που θα ακουστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το βράδυ της 19ης Νοεμβρίου» και ταυτόχρονα «δείχνουν μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της μουσικής γλώσσας». Η πλούσια ηχοχρωματική παλέτα και οι έντονες αντιθέσεις από το πολύ στο λίγο, από το πολυεπίπεδο στην απλότητα των ελάχιστων μέσων –υπάρχουν κομμάτια που έχουν γραφεί σε μία και μόνο νότα –διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή…
Η «Φόνισσα» αποκαλύπτει ένα μουσικό ψηφιδωτό στο «χτίσιμο» του οποίου θα συμβάλουν όλες οι δυνάμεις της ΕΛΣ: συμφωνική ορχήστρα, μεικτή χορωδία, παιδική χορωδία, πολλοί μικροί ρόλοι δίπλα στους πρωταγωνιστικούς αλλά και τετραμελές παραδοσιακό σύνολο αποτελούμενο από γυναίκες-μοιρολογίστρες (Ειρήνη Δερέμπεη, Μαρία Μελαχροινού, Μάρθα Μαυροειδή, Μαρία Κώττη), βασισμένο στα πολυφωνικά της Ηπείρου. Ο μουσικός διάλογος ανάμεσα σε αυτές και τη Φραγκογιαννού της μέτζο σοπράνο Ειρήνης Τσιρακίδου γοητεύει και συγκινεί… «Παράγγειλέ μου, μάτια μου, το πόθε θέλεις να ‘ρθεις, να στρώσω ρόδα στα βουνά, τριαντάφυλλα στους κάμπους» τραγουδούν οι μοιρολογίστρες στο τέλος της σκηνής της Ανάκρισης, καθώς η Χαδούλα και η –δασκαλεμένη από αυτήν –Κρινιώ, η κόρη της, φαίνεται πως αδυνατούν να πείσουν τον ειρηνοδίκη για τα λεγόμενά τους.
Το σήμερα και η έλλειψη αγάπης


Αναφερόμενος στη «Φόνισσά» του ο Γιώργος Κουμεντάκης σημειώνει ότι, εδώ και τρία χρόνια που γράφει τη μουσική της, δεν οραματίστηκε την αναβίωση της εποχής αλλά την «εσωτερική αναβίωση» της ίδιας της ηρωίδας. Μιας γυναίκας με ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση, ποικιλοτρόπως ταλαιπωρημένης από τον περίγυρο και βαθιά βασανισμένης ακόμη και από τον ίδιο της τον εαυτό. Η Φραγκογιαννού έζησε περίεργη ζωή, δύσκολη και κακότυχη, σε ένα περιβάλλον με έντονες αντιθέσεις. «Τι είναι όμως αυτό που την ωθεί να «σώσει» τον κόσμο απαλλάσσοντάς τον από τα αθώα κοριτσάκια;» αναρωτιέται ο συνθέτης. «Τι είναι αυτό που θολώνει το μυαλό της; Πώς οι αρχικές τύψεις σπάζουν το φράγμα της χαράς και γίνονται ηδονική εγκληματική πράξη;». Στο τέλος αυτής της συνθετικής διαδρομής ο Γιώργος Κουμεντάκης ομολογεί πως άφησε αυτά τα ερωτήματα ανοιχτά. Συμφιλιώθηκε με την ιδέα της εσωτερικής παρατήρησης όλων των πολύπλοκων συναισθημάτων. Αφησε τη μουσική να περιπλανηθεί και να εκφράσει ελεύθερα και αβίαστα τον ψυχισμό της Φραγκογιαννούς, φτάνοντας εκεί που δεν μπορεί να φτάσει η λογική…

«Προσπάθησα να πλησιάσω τις κρυφές πτυχές μιας σύνθετης προσωπικότητας που παίρνει μορφή μέσα από τη λογοτεχνική προσέγγιση του Παπαδιαμάντη»
υπογραμμίζει ο συνθέτης ο οποίος παραδέχεται ότι, πολύ συχνά, σβήνει μέσα του η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πρωταγωνίστριας και συγγραφέα και γίνονται μέσα του οι δυο τους ένα και μόνο πρόσωπο. «Η μουσική ακολουθεί κάθε βήμα της Φόνισσας, άλλοτε εξωτερικεύει τον ψυχισμό της και άλλοτε βυθίζεται στους σκοτεινούς και ανήλιαγους, υπόγειους διαδρόμους της ψυχής της. Αλλοτε κοιτάζει τον κόσμο κατάματα κι άλλοτε χάνεται στην ονειροπόληση…» αναφέρει συγκεκριμένα. Ο ίδιος θεωρεί ότι αυτό το οποίο είναι σημαντικό στη συγκεκριμένη όπερα είναι η προσπάθεια να χαρτογραφηθεί η αρχιτεκτονική του χώρου. Ο ήχος απλώνεται σε όλη τη σκηνή από την ορχήστρα ως το βάθος, διαμορφώνοντας τον φυσικό ορίζοντα και τη Φύση, που μαζί με τη Φραγκογιαννού είναι οι δύο πρωταγωνιστές του έργου.
Ο ρόλος της Φραγκογιαννούς


Ο ρόλος του τίτλου είναι τεραστίων διαστάσεων με όλους τους υπολοίπους να συμπληρώνουν περιφερειακά την εικόνα του. Απαιτεί ιδιαίτερα μεγάλες αντοχές από την πρωταγωνίστρια που βρίσκεται επί δύο ώρες περίπου επί σκηνής. Παρακολουθεί και κατευθύνει τα πάντα. «Μεγάλο το φορτίο της Φραγκογιαννούς τις στιγμές που προσπαθεί να διορθώσει τον Δημιουργό, αν και ο ίδιος την αφήνει στο τέλος να αφανιστεί μεταξύ ανθρώπινης και θείας Δικαιοσύνης» σημειώνει ο Γιώργος Κουμεντάκης. «Η Φραγκογιαννού» συνεχίζει «είναι περισσότερο μέρος της φύσης, όπως είναι και ο πνιγμός της. Βυθίζεται στον εαυτό της και χάνεται…».
Τι είναι, όμως, αυτό που συνδέει τη «Φόνισσα» με το σήμερα; Κατά την άποψη του συνθέτη, η έλλειψη αγάπης. Η ηρωίδα έχει δει να υψώνονται γύρω της ο φόβος, το ψέμα, το μίσος, η απελπισία, αλλά όχι η αγάπη. Γι’ αυτήν δεν υπάρχουν όνειρα, μόνο εφιάλτες. «Η προβολή της παντοδυναμίας πάνω στους αδύναμους, ανήμπορους ανθρώπους για μια ζωή χωρίς νόημα και η ίδια απέραντη μοναξιά, τότε και τώρα…».
Ο Γιώργος Κουμεντάκης, πάντως, δεν θέλει να «φορτώσει» το έργο με τη θλίψη της δύσκολης εποχής που περνάμε. Σύμμαχός του σε αυτό, το χιούμορ του Παπαδιαμάντη που δεν λείπει από τη «Φόνισσα» αποσυμπιέζοντας τη φορτισμένη πλοκή σε πολλά σημεία με τρόπο ελαφρύ και σαρκαστικό.

πότε & πού:
Η πρεμιέρα της «Φόνισσας» του Γιώργου Κουμεντάκη, παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, θα δοθεί στις 19 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη). Εχουν προγραμματιστεί τέσσερις, συνολικά, παραστάσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ