«Τόσο προσωπικός αυτός ο Σοπέν, που νομίζω η ψυχή του / θα ‘πρεπε να ανασταίνεται μονάχα ανάμεσα σε φίλους / δυο-τρεις να μην αγγίζουν τον ανθό / που τρίβει και μαδάει η αίθουσα συναυλιών».

T.S. Eliot, Portrait of a Lady
Ταιριάζουν οι στίχοι αυτοί στη μουσική του Χατζιδάκι –φαντάζομαι ότι μεγαλύτερη ικανοποίηση θα του έδινε να ξέρει ότι βυθίζονται στη μουσική του αναρίθμητα ερωτευμένα ζευγάρια μόνα μεταξύ τους, απολαμβάνοντάς τη σαν ένα από τα τιμαλφή της αγάπης τους, παρά να την ακούν χιλιάδες ακροατές σε μια συναυλία.
Οταν επιχειρεί κανείς ένα εγκώμιο όπως αυτό, ο υπερθετικός βαθμός πάει να ξεχειλίσει σαν γάλα που φουσκώνει αλλά περιττεύει, καθώς ο υπερθετικός βαθμός στον Χατζιδάκι είναι η ίδια η μουσική του.
Οι καλλιτέχνες που έχουν καταξιωθεί ως μεγάλοι δημιουργοί σε τέχνες άλλες από την ποίηση, αλλά έγραφαν ποιητικά κείμενα, είχαν μια κρυφή, πλην υπόρρητη, επιθυμία να αναγνωριστεί η ποίησή τους. Νομίζω ότι και εκείνος είχε την ίδια λαχτάρα για τη δική του. Δύο ποιητικές του συλλογές κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αγρα στον συγκεντρωτικό τόμο «Μυθολογία και Μυθολογία Δεύτερη». Αν αφήσω κατά μέρος τις ταξινομικές λογικές και αξιολογήσεις των θεωρητικών και των ανθολόγων, θα ήθελα, σαν αναγνώστης, να θυμίσω το «Ερωτικό». Είναι ένα ποίημά του από τη «Μυθολογία» που δεν υπολείπεται της ποίησης των μεγάλων λυρικών, των οποίων στίχους μελοποίησε.

Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή / Μιαν άλλη, που δεν θα υπάρχω / Μη φοβηθείς / Και θα με βρεις είτε σαν άστρο / Οταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα / Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει / Είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς διαβαίνοντας / Το σκοτεινό το δάσος.
Η χαρτογράφηση του μουσικού προσώπου της σημερινής Ελλάδας δείχνει ότι κανένας μουσικός δεν έχει τόσα σημάδια αναφοράς στο έργο των νεότερων όσα ο Χατζιδάκις. Βρίσκεται μέσα στο έργο των μαθητών του και των μαθητών τους –και όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στη διεθνή μουσική σκηνή. Αναφέρω ενδεικτικά, ανάμεσα στους πιο γνωστούς, τον Ιταλό Nicola Piovani, τον Γάλλο René Aubry και τον Αμερικανό Michael Kamen. Ο ορίζοντας των επιδράσεών του καθορίζει εδώ και δεκαετίες το ποιοτικό επίπεδο του καλού ελληνικού τραγουδιού. Είναι σεβαστός ο αριθμός των καλλιτεχνών που το έργο τους θα ήταν διαφορετικό (ίσως και δεν θα υπήρχε) αν δεν το εμπότιζε ο θαυμασμός τους για τη μουσική του. Θα αναφερθώ στον σπουδαιότερο από αυτούς και θα το κάνω επειδή η σχέση, αν και ομολογημένη «έργω και διανοία», είναι κάπως αναπάντεχη. Η μουσική του Διονύση Σαββόπουλου, λιγότερο «κοντινή» από άλλων στο είδος και στη μορφή, είναι σε ένα υπέρτερο πεδίο, πιο συγγενική: πέρα από ευανάγνωστα «με τον τρόπο του…» τραγούδια όπως το «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη» ή το «Μια θάλασσα μικρή», υπάρχουν δημιουργίες μουσικές που ερμηνευτικά μπορεί να απέχουν πολύ, αλλά μελωδικά έχουν το ίδιο ισχυρές αναφορές στον Χατζιδάκι, λ.χ. από τους «Αχαρνής», «Φαλλική πομπή», το «Θεούλη του φαλλού, μωράκι, του Διόνυσου συνταξιδιώτη» ως το συγκλονιστικό «Το φως στις δέκα το πρωί» από τον «Χρονοποιό» και άλλα διάσπαρτα στο έργο του που τα συνδέει νήμα ισχυρότερο από αυτό που λέμε «τραγούδι με τον τρόπο του…».
Το ποιητικό τους έργο έχει κοινά σημεία στην ατμόσφαιρά του –«Ο κύκλος του C.N.S.» του Χατζιδάκι έχει έναν όμορα ελεγειακό τόνο με ποιήματα του Σαββόπουλου, ενώ η τρυφερά ειρωνική «Μυθολογία» έχει ένα χιούμορ που συχνά θα έλεγε κανείς ότι ο Σαββόπουλος το μοιράζεται με αυτήν στα δικά του ποιήματα. Ο Σαββόπουλος δεν έκρυψε ποτέ τον θαυμασμό του ούτε για τον συνθέτη ούτε για τον άνθρωπο. Και όχι μόνο στον κολοφώνα της δικής του δόξας με δημόσιο λόγο και έργα αλλά πολύ νωρίς, από νεαρό παλικαράκι στα χρόνια πριν από το «Φορτηγό», τόνιζε την υπεροχή του συνθέτη στους φίλους και συμφοιτητές της Θεσσαλονίκης. Θαυμασμό που γενναιόδωρα του αντιγύρισε αργότερα ο Χατζιδάκις δημόσια και ιδιωτικά. Γνωρίζω από τη δουλειά μου στο πανεπιστήμιο ότι η μουσική του είναι από τις αγαπημένες των νέων ανθρώπων. Ανθρώπων που ήταν αγέννητοι ή μικρά παιδιά στις 15 Ιουνίου 1994, σαν σήμερα πριν από είκοσι χρόνια. Εκεί, υποθέτω, γνωρίζει τη δικαίωσή του το έργο του, ατόφιο, πέρα από τη σαγήνη που διέθετε ο ίδιος ως πρόσωπο. Ωστόσο χιλιάδες άγνωστοί του, που τον γνώρισαν από την εφηβεία τους και ως δημόσιο πρόσωπο, παραμένουν αγκιστρωμένοι όχι μονάχα από τη μουσική αλλά και από τη διαρκώς ασυμβίβαστη, ανατρεπτική του φυσιογνωμία, ζούνε ακόμα την απουσία του ως διακοπή. Η τελικότητα της απώλειας εξακολουθεί να πληγώνει όσους σημάδεψε ο καλλιτέχνης και το πρόσωπο. Προπάντων εκείνους που θα ήταν άλλοι αν ο Μάνος Χατζιδάκις δεν είχε ζήσει την ίδια εποχή με αυτούς, αν δεν επαίρονταν ότι ιστορικά και πολιτισμικά μοιράστηκαν καταγωγή και ταυτότητα μαζί του.

Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ