Τη 17η Φεβρουαρίου του 1998 πέθανε ο μεγαλύτερος συγγραφέας του αιώνα μας, ο Ernst Jünger, και βυθίστηκε στο πένθος ολόκληρη η Γερμανία. Την επομένη κυκλοφόρησαν όλες οι γερμανικές εφημερίδες με κύριο τίτλο τον θάνατο του Jünger. Ο πρόεδρος της χώρας δήλωσε ότι θρηνούμε τον θάνατο ενός «μοναδικού μάρτυρος της εποχής μας». Ολόκληρη η Γερμανία υποκλίνεται μπροστά στη σκέψη ενός μεγάλου ανδρός, μιας πνευματικής φυσιογνωμίας, η οποία άντεξε την απομόνωση των μεταπολεμικών χρόνων, για να επιτύχει την πάνδημη αναγνώριση μετά το έτος – τομή του 1989, μετά το τέλος του ιδεολογικού πολέμου.


Πράγματι ο Ernst Jünger, μολονότι υπήρξε ο μεγαλύτερος συγγραφέας του αιώνα μας, έζησε μετά τον πόλεμο απομονωμένος στο Wilflingen της Νοτίου Γερμανίας, μακριά από τον θόρυβο της μαζικής δημοκρατίας και της μεταπολεμικής εποχής. Το 1982 τιμήθηκε με το βραβείο Goethe της πόλεως της Φραγκφούρτης. Αλλά και τότε ακόμη δεν είχε κοπάσει ο θόρυβος για τη μηδενιστική στάση που τήρησε όταν από τις αρχές του αιώνα μας σταδιακά επικρατούσε η πολιτική μορφή της μαζικής δημοκρατίας. Πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι τον έχουν χαρακτηρίσει θιασώτη της Δεξιάς υπό τις συνθήκες του αισθητικού μετασχηματισμού της πολιτικής και της ζωής.


Δεν είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τη σκέψη του Jünger, επειδή ο ίδιος με τη ζωή του και το έργο του υπερβαίνει τις διακρίσεις, επιστημολογικές και πνευματικές, που επικράτησαν κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα. Ο Jünger διαμορφώθηκε πνευματικά στις συνθήκες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πόλεμος, γράφει, «μας σφυρηλάτησε, μας σμίλεψε και μας σκλήρυνε κάνοντάς μας αυτό που είμαστε». Ο πόλεμος βιώνεται στη σκέψη του ως η «μοίρα» του ανθρώπου. Η διέξοδος από τον πόλεμο δεν είναι παρά η παραδοχή του θανάτου. Ο Jünger δεν υπήρξε ένας εκκοσμικευμένος απολογητής του πολέμου, αλλά αντιθέτως είδε στον πόλεμο τον «τόπο» όπου μπορούν να διαμεσολαβηθούν η κοσμική τάξη και η ανθρώπινη εμπειρία. Ο άνθρωπος μπορεί και είναι σε θέση να ζήσει «εξαιρετικές» εμπειρίες ως περιπλανώμενος στην αέναη κίνηση του Σύμπαντος.


Οι διαφορές ανάμεσα στη δημοκρατία της Βαϊμάρης και στη μεταπολεμική δημοκρατία της Γερμανίας είναι οι διαφορές ανάμεσα στον άνθρωπο που αναζητεί ακόμη την αντιστοίχησή του προς τις κοσμικές επιταγές και στον άνθρωπο που βλέπει τα οράματά του να γίνονται θεσμοί του δημοκρατικού κράτους. Η ίδια η πολιτική στάση του Jünger έχει χαρακτηρισθεί σκάνδαλο, μολονότι αρνήθηκε να δεχθεί την υποψηφιότητα του βουλευτή του ναζιστικού κόμματος. «Θύελλες από ατσάλι», 1920 («In Stahlgewittern») ­, αυτός είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του ­ πνέουν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Και ενώ άλλοι βρίσκουν καταφύγιο στο ξενοδοχείο με την επωνυμία «Αβυσσος», και αυτοί είναι οι Theodor W. Adorno, Max Horkheimer, Walter Benjamin κ.ά., ο Jünger επιμένει να βλέπει τον κόσμο και την πραγματικότητα μέσα από τα μάτια του «μαγικού ρεαλισμού».



Τέσσερις είναι οι πνευματικές φυσιογνωμίες που έχουν σημαδέψει τον αιώνα μας. Και οι τέσσερις είναι έξω και πέρα από κάθε ερμηνευτικό πλαίσιο. Εχει εξάλλου μεσολαβήσει και ο ιδεολογικός πόλεμος μεταξύ δημοκρατικού φιλελευθερισμού και αυταρχικού σοσιαλισμού, ο οποίος έχει προξενήσει πολλές πολιτικές και πνευματικές συγχύσεις. Οι τέσσερις αυτές φυσιογνωμίες είναι: Martin Heidegger, Carl Schmitt, Walter Benjamin και Ernst Jünger. Και οι τέσσερις είναι Γερμανοί, αλλά η πνευματική τους κληρονομιά ανήκει στην ανθρωπότητα. Ο Ernst Jünger υπήρξε η συνείδηση της Γερμανίας, προτού αυτή διχοτομηθεί σε δύο κράτη και προτού επεξεργασθεί την ιδέα του «συνταγματικού πατριωτισμού» στα πλαίσια του ιδεολογικού πολέμου.


Στο βιβλίο του «Ο αγώνας ως εσωτερικό βίωμα» (1922) ο Jünger υπερασπίζεται την ανάγκη των υπαρξιακών επιλογών και για τα άτομα και για τα κοινωνικά σύνολα. Και τα έθνη θα πρέπει να επιλέγουν ή ορθότερα να αποφασίζουν για την πορεία τους στην παγκόσμια ιστορία. Η μαζική δημοκρατία της μεταπολεμικής Γερμανίας δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για ρομαντικές επιλογές. Κατηγορήθηκε ο Jünger για καθυστερημένο ρομαντισμό κάτω από το άπλετο φως του διαφωτισμού της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στη σκέψη του η διαμάχη μεταξύ διαφωτισμού και ρομαντισμού είναι ψευδής. Εκείνο που έχει σημασία είναι να διατηρήσει ο άνθρωπος την πρόσβαση προς το Απόλυτο, την ύψιστη αυτή στιγμή που ο καθένας μας συνδέεται με ό,τι ο ίδιος θεωρεί πρωταρχική μήτρα της υπάρξεώς του.


«Φωτιά και αίμα» (1926) είναι ο τίτλος ενός άλλου βιβλίου του Jünger. Σε αυτό αποσαφηνίζονται πολλά σκοτεινά σημεία της σκέψης του. Αλλά προπάντων τονίζεται ότι η έσχατη αλήθεια του κόσμου βρίσκεται στην ανεπανάληπτη ατομική εμπειρία. Ο άνθρωπος ως άτομο και ως τμήμα στοιχειακών δυνάμεων μπορεί να φθάσει στον ύψιστο βαθμό αυτοσυνείδησης, ο οποίος ταυτίζεται με το ηρωικό πνεύμα της εποχής μας. Γράφει ο Jünger ως βαθύς γνώστης της φιλοσοφίας της ζωής ότι ο μηδενισμός είναι η κορυφαία στιγμή της ζωής. Κανένας δεν μπορεί να ισχυρισθεί το αντίθετο. Σήμερα, υπό τις συνθήκες της δημοκρατίας, διεξάγεται ο αμείλικτος πόλεμος ως επικοινωνιακός αγώνας, ως διαμάχη επιχειρημάτων. Κατά τον Jünger αυτό δεν είναι παρά η πολιτισμένη εκδοχή της πάλης μεταξύ των στοιχειακών δυνάμεων.


Με τον θάνατο του Jünger η Γερμανία χάνει και τα τελευταία στηρίγματα μιας ιδεολογικής και πνευματικής νομιμοποίησης. Ο κόσμος της βυθίζεται στο κενό. Τον Μάρτιο του 1995, όταν συμπληρώθηκαν τα 100 χρόνια του Jünger, στην κατοικία του τον επισκέφθηκαν ο καγκελάριος Helmut Kohl και ο πρόεδρος της Γερμανίας Roman Herzog. Ηταν ένα προσκύνημα στη συνείδηση της Γερμανίας και ταυτόχρονα ένας αποχαιρετισμός. Σήμερα με τον θάνατο του Jünger κλείνει μια περίοδος της Γερμανίας.


Σήμερα όλοι γνωρίζουμε ότι το τέλος της γερμανικής εθνικής συνείδησης ακουμπάει στον τάφο του μεγάλου συγγραφέα Ernst Jünger. Ο θάνατός του δεν είναι παρά η άλλη όψη της αυτοκτονίας του Walter Benjamin το 1940 από τη σκοπιά της παγκόσμιας ιστορίας. Βρισκόμαστε τώρα όλοι μπροστά σε μια θεωρητική και πολιτική κληρονομιά, την οποία καλούμαστε να επεξεργασθούμε. Καλούμαστε να σχεδιάσουμε ένα μέλλον που έχουν προδιαγράψει το πνεύμα και η σκέψη του Ernst Jünger.


Ο κ. Θεόδωρος Γεωργίου είναι συγγραφέας.