Ο επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, θα είναι ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου, υποσχέθηκε αυτή την εβδομάδα να ηγηθεί ενός κοινού «ευρωπαϊκού μετώπου» απέναντι στις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ. Δεδομένων, όμως, των διαφορετικών στρατοπέδων σε επίπεδο κρατών-μελών, η δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου στην ΕΕ δεν είναι πλέον εύκολη υπόθεση. Στην πράξη, ο Μερτς θα πρέπει να βρει τη χρυσή ισορροπία σε τρία διαφορετικά επίπεδα.
Η ακροδεξιά επέλαση
Το πρώτο είναι το πολιτικό. Η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά, ως επί το πλείστον φιλική προς τον Τραμπ, θέλει να εκμεταλλευτεί το μομέντουμ για την επιτάχυνση της «κατάληψης» των Βρυξελλών. Οπως δήλωσε ο ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν, η έλευση Τραμπ θα βοηθήσει τις ευρωπαϊκές δεξιές δυνάμεις να ξεκινήσουν τη «μεγάλη επίθεση» εναντίον του ευρωπαϊκού κατεστημένου.
Το μέτωπο αυτό έχει δυο ομάδες: τους ακροδεξιούς καθαρά αντιευρωπαίους «Πατριώτες για την Ευρώπη» και τους σκληρούς δεξιούς ευρωσκεπτικιστές «Ευρωπαίους Συντηρητικούς και Μεταρρυθμιστές». Ο ευρωσκεπτικισμός και οι καλές σχέσεις με την «ultra-right» του Τραμπ είναι το συνδετικό τους στοιχείο. Συμμετέχουν ήδη σε κυβερνήσεις όπως στην Ουγγαρία, στην Αυστρία, στην Ιταλία, στην Ολλανδία, στην Κροατία και στη Φινλανδία.
Στη Σλοβακία, το κυβερνών κόμμα Smer του Ρόμπερτ Φίτσο θεωρητικά ανήκει στους ευρωσοσιαλιστές αλλά στην πράξη θεωρείται ευρωσκεπτικιστικό και φιλοπουτινικό. Στη Γαλλία, το κόμμα της Μαρίν Λεπέν καλπάζει στις δημοσκοπήσεις εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2027 ενώ στην Ισπανία πτώση της εύθραυστης κυβέρνησης του σοσιαλιστή Πέδρο Σάντσεθ είναι πιθανό να οδηγήσει σε κυβερνητική συνεργασία Κεντροδεξιάς και ακροδεξιού Vox. Στην Πολωνία, στις προεδρικές εκλογές τον Μάιο είναι πιθανό να επικρατήσει το ευρωσκεπτικιστικό PiS. Στη Ρουμανία, διάφορες δημοσκοπήσεις δείχνουν πρώτο στις ερχόμενες προεδρικές εκλογές τον ακροδεξιό υποψήφιο Καλίν Γκεοργκέσκου.
Συνεπώς, ο πολιτικός προσανατολισμός της ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα) – στροφή στο κέντρο ή δεξιά – θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις ευρωατλαντικές σχέσεις. Ο Σοσιαλιστής ιταλός ευρωβουλευτής Μπράντο Μπενιφέι, πρόεδρος της επιτροπής για τις ευρωατλαντικές σχέσεις στην Ευρωβουλή, δήλωσε στο «Βήμα» ότι η ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά πρέπει να λάβει μια απόφαση: «Ξέρω ότι συζητούν εάν πρέπει να εργαστούν για έναν ευρωπαϊκό συνασπισμό ή να κάνουν συμφωνίες με την Ακροδεξιά. Ελπίζω ότι θα αποφασίσουν να πάνε σε έναν φιλοευρωπαϊκό συμβιβασμό που θα μας βοηθήσει να διαπραγματευτούμε με τις ΗΠΑ με ενιαίο μέτωπο».
Πηγές του ΕΛΚ επιβεβαίωσαν στο «Βήμα» ότι όντως υπάρχει αυτή η συζήτηση, με τον επικεφαλής Μάνφρεντ Βέμπερ να έχει κάνει ήδη ανοίγματα στην ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι, «εκπρόσωπο» της σκληρής Δεξιάς. «Ωστόσο, εναπόκειται στους αρχηγούς των κεντροδεξιών κομμάτων να λάβουν την τελική απόφαση για το πού θα πάει η Κεντροδεξιά» είπαν.
Πού γέρνει η ζυγαριά
Επιπρόσθετα, ο Μερτς πρέπει να λάβει υπόψη του τα λεγόμενα «ιδεολογικά» ευρωστρατόπεδα, τα οποία διαφοροποιούνται στο πώς πρέπει να εξελιχθεί η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Οι παραδοσιακοί ατλαντιστές της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής πιστεύουν στην ενίσχυση των ευρωατλαντικών δεσμών και μπλοκάρουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία θα εμβάθυνε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Βασική τους θεώρηση είναι ότι το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Από την άλλη πλευρά, βρίσκονται οι «σκληροπυρηνικοί» φιλοευρωπαίοι με «ηγέτη» τη Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος πιέζει για τη δημιουργία ευρωστρατού. Η τελευταία σύγκρουση των δυο στρατοπέδων αφορούσε τους εξοπλισμούς της ευρωπαϊκής άμυνας, με το Παρίσι να προωθεί το «made in Europe» και την Ανατολική Ευρώπη να ζητεί εμπλοκή και της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας. «Η Ευρώπη δεν έχει τη δυνατότητα παραγωγής εξοπλισμού βάσει των αναγκών της» είπε πρόσφατα στο «Βήμα» πολωνός διπλωμάτης.
Δεδομένης της εύθραυστης οικονομικής κατάστασης της Γαλλίας, σε συνδυασμό με την ηχηρή πτώση της ευρωπαϊκής επιρροής του Μακρόν λόγω της εσωτερικής πολιτικής κρίσης, καθιστά πλέον αυτό το στρατόπεδο χαρακτηριστικά απομονωμένο, αναφέρουν πηγές στις Βρυξέλλες.
Εργαλείο διχασμού
Η τρίτη «καυτή πατάτα» για την ευρωπαϊκή ενότητα είναι πώς θα προσεγγίσει ο Τραμπ την Ευρώπη. Η τωρινή κατάσταση πάντως προσφέρει πρόσφορο έδαφος στην Ουάσιγκτον να ακολουθήσει τη λογική τού «διαίρει και βασίλευε» προσεγγίζοντας τα κράτη-μέλη διμερώς. Στις Βρυξέλλες δεν είναι λίγοι εκείνοι που ανησυχούν ότι ο Τραμπ ίσως αποπειραθεί να χρησιμοποιήσει την επιβολή δασμών προκειμένου να δημιουργήσει ρωγμή στην ευρωπαϊκή ενότητα, παραχωρώντας τις λεγόμενες «εξαιρέσεις» σε συγκεκριμένα προϊόντα κάποιων κρατών-μελών.
«Ο Τραμπ είναι έξυπνος και πιθανώς θα προσπαθήσει να μας «παίξει» στρέφοντας το ένα κράτος-μέλος εναντίον του άλλου» είπε στο «Βήμα» ο Κάρελ Λανό, διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS).
Από την πλευρά του ο Μπενιφέι προειδοποίησε ότι εάν τα κράτη-μέλη ενδώσουν στη «διμερή» προσέγγιση του Τραμπ θα έχουν τεράστιο κόστος ενώ αντίθετα η ενότητα τουλάχιστον κάποιου μέρους των κρατών-μελών πίσω από μια στρατηγική μαζί με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή θα ήταν «πολύ πιο καρποφόρα. Η Ευρώπη έχει την οικονομική ισχύ και μπορεί να την ασκήσει στο σύνολό της εάν παραμείνει ενωμένη».
Στοιχεία εκβιασμού
Μιλώντας στο Νταβός την περασμένη εβδομάδα, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είπε ότι είναι έτοιμη να διαπραγματευθεί με την κυβέρνηση Τραμπ σε ρεαλιστικές βάσεις αλλά παράλληλα έκλεισε το μάτι και σε άλλες χώρες του πλανήτη, όπως η Κίνα και η Ινδία, κάνοντας λόγο για δυνατότητα ενίσχυσης των εμπορικών δεσμών. Για κάποιους στις Βρυξέλλες η κίνηση της Φον ντερ Λάιεν ενείχε στοιχεία εκβιασμού των ΗΠΑ ώστε να μη θεωρήσουν την Ευρώπη δεδομένη, επισημαίνοντας ότι υπάρχουν εναλλακτικές.
Για τον Λανό, όμως, αυτή η προσέγγιση είναι λανθασμένη και η Ευρώπη πρέπει να «σκληρύνει» τη στάση της απέναντι στο Πεκίνο. «Η Κίνα παίζει παιχνίδι εναντίον μας και θα ξεφορτώσει σε εμάς όλη την πλεονάζουσα παραγωγή της, την οποία δεν μπορεί να πουλήσει πλέον στις ΗΠΑ. Το Πεκίνο έχει μόνο στόχο να διατηρήσει τα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης, κάτι που δεν μπορεί να κάνει μέσω της εσωτερικής κατανάλωσης» κατέληξε.