Μια γυναίκα από ένα χωριό της Τριχωνίδας στην Αιτωλοακαρνανία μπαίνει για πρώτη φορά σε ένα σουπερμάρκετ, παθαίνει ντελίριο από την πρωτόγνωρη ευδαιμονία, όμως κλειδώνεται κατά λάθος μέσα στον επίγειο παράδεισο, όπου πρέπει πλέον ολομόναχη να αντιμετωπίσει τους δαίμονές της και να δει τελικά ανομολόγητες ευχές να πραγματοποιούνται. Η «Σωτηρία» της ομώνυμης συλλογής διηγημάτων της Χαράς Ρόμβη (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες) είναι η πηγή έμπνευσης για την παράσταση που ανεβάζει ο Θανάσης Δόβρης στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Παρασύρη.

«Μου άρεσαν και τα υπόλοιπα πέντε διηγήματα της συλλογής που ήταν γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο και ήταν πιο εύκολο να αποδοθούν θεατρικά. Ομως στάθηκα σε αυτό το τριτοπρόσωπο διήγημα, όπου η ηρωίδα κλειδώνεται μέσα στο σουπερμάρκετ. Οχι κάτι δραματικό, αλλά μια βαθιά αμήχανη στιγμή, κάτι που όλοι έχουμε νιώσει, όπως αν μας πιάσουν χωρίς εισιτήριο στο μετρό. Αυτές οι μικρές στιγμές ντροπής, όσο ασήμαντες κι αν μοιάζουν, μπορούν να φανερώσουν πολλά. Ο χαρακτήρας μού φάνηκε εξαιρετικά γνώριμος, πολύ «δικός μας». Ακόμη και η ίδια η συγγραφέας ξαφνιάστηκε από την επιλογή μου. Αλλά εγώ αυτό ήθελα να φωτίσω» θα εξηγήσει στο BΗΜΑgazino ο Θανάσης Δόβρης.

Μάλιστα, Δόβρης και Ρόμβη συνεργάστηκαν στη δραματουργία του έργου, εμπλουτίζοντας το αρχικό κείμενο και ενσωματώνοντας πρόζα. Τη δε Παρασύρη πλαισιώνουν έξι πρόσωπα που ενισχύουν τη δραματουργία και βρίσκονται επί σκηνής περιφερειακά – φιγούρες που ενσαρκώνουν φαντασιακά πρόσωπα, όπως υπαλλήλους που κλείνουν το σουπερμάρκετ.

Η Μαρία Παρασύρη πρωταγωνιστεί στη «Σωτηρία»

«Συγκεκριμένοι» και «γενικοί» άνθρωποι

Η Σωτηρία είναι ένας άνθρωπος με χαρακτηριστικά πολύ αναγνωρίσιμα, σχεδόν αρχέτυπα, και έχει αναδυθεί μέσα από μνήμες του μεγαλωμένου στη Λάρισα Δόβρη. «Εχει μια λαϊκότητα. Είναι η μητέρα μου, η θεία μου, αλλά και τόσων άλλων ανθρώπων, κυρίως από την επαρχία. Είναι αυτό που λέμε κομμάτι του «λαού». Ξέρετε, εμείς που ασχολούμαστε με τις τέχνες συχνά βλέπουμε τον εαυτό μας ως κάτι «συγκεκριμένο» και τους ανθρώπους που συναντάμε καθημερινά – στα λεωφορεία, στα σουπερμάρκετ – ως «γενικούς». Η Σωτηρία ανήκει σε αυτούς τους ανθρώπους, τους απλούς, που όμως έχουν βάθος και ιστορία. Και νομίζω πως η Μαρία Παρασύρη τη συλλαμβάνει ακριβώς στον πυρήνα της. Το υλικό της – ο ψυχισμός, η ενέργεια, οι μνήμες, η σωματικότητά της – είναι εξαιρετικά κοντά σε εκείνα της Σωτηρίας. Σαν να την κουβαλάει μέσα της».

Γιατί η Σωτηρία έρχεται από τα βάθη των 80s, μια δεκαετία η οποία μας στοιχειώνει, τουλάχιστον όσους/ες ανήκουμε στην Gen X: «Νομίζω πως η δική μας γενιά δεν έχει φύγει ποτέ πραγματικά από αυτή τη δεκαετία. Ισως για τα παιδιά μας να είναι κάτι μακρινό, όπως ήταν για εμάς η περίοδος μετά τον Εμφύλιο, μια εποχή που τη γνωρίσαμε μέσα από αφηγήσεις, εικόνες και διαμεσολαβημένες μνήμες. Εμείς, όμως, είμαστε ακόμη εκεί. Και νομίζω πως και συνολικά, ως τόπος, ως κοινωνία, συνεχίζουμε να πυροδοτούμαστε από εκείνη τη δεκαετία. Ηταν η απαρχή πολλών πραγμάτων που καθορίζουν μέχρι σήμερα το ποιοι είμαστε. Ηταν μια ισχυρή αρχή, με τα θετικά της και τα αρνητικά της. Δεν ήταν μόνο ο πράσινος ήλιος και το ΠαΣοΚ. Ηταν και η αισθητική, η τέχνη, οι αλλαγές στον τρόπο ζωής. Τότε γνωρίσαμε για πρώτη φορά το αμερικανικό σουπερμάρκετ, τη ναυαρχίδα του καπιταλισμού, της αφθονίας και των καταναλωτικών αναγκών, σε μια εποχή που είχαμε συνηθίσει τον μπακάλη της γειτονιάς, όπου πήγαινες να πάρεις ακριβώς αυτό που ήξερες ότι χρειαζόσουν».

Η λογοτεχνία επί σκηνής

Το πρόγραμμα του Θανάση Δόβρη είναι βαρύ. Ως ηθοποιός είναι σταθερά περιζήτητος. Το καλοκαίρι θα περιοδεύσει με την «Αντιγόνη» του Θέμη Μουμουλίδη, τον χειμώνα θα επανέλθει στο «Η γυναίκα και ο ακροβάτης» μαζί με την Αμαλία Μουτούση σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, που ανέβηκε πρόσφατα στο bijoux de kant HOOD art space, θα βρεθεί για λίγο και στο «Μάθε με να φεύγω» του Γιάννη Σκουρλέτη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, ενώ ενδέχεται να τον δούμε και στην τηλεόραση.

Παράλληλα, οραματίζεται τις επόμενες σκηνοθετικές του αναζητήσεις, οι οποίες είναι πολλές και φιλόδοξες: «Στο παίξιμο υπάρχει και το στοιχείο της εκτέλεσης – δεν είναι μόνο δημιουργία. Οταν τα υλικά σου τα έχεις ακονίσει για χρόνια, ξέρεις πια συγκεκριμένα πράγματα που μπορείς να κάνεις, έχεις εργαλεία. Στη σκηνοθεσία, όμως, είναι αλλιώς. Εκεί πρέπει να φτιάξεις ένα ολόκληρο σύμπαν και αυτό απαιτεί πολύ περισσότερο χρόνο, εσωτερική επεξεργασία, απόσταση. Οταν βλέπω την παράσταση, είτε μου φαίνεται καλή είτε όχι, λέω: «Αυτό είμαι». Γιατί αυτό που φαίνεται επί σκηνής είναι η δική μου ματιά, η δική μου ευθύνη, η δική μου αλήθεια».

Το ενδιαφέρον είναι ότι τα σκηνοθετικά του σχέδια περιστρέφονται και πάλι γύρω από λογοτεχνικά κείμενα των Ρέιμοντ Κάρβερ, Γουόλτερ Μίλερ κ.ά. Μάλιστα, παλαιότερες δουλειές του στη σκηνοθεσία περιελάμβαναν και το «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Οπως θα εξηγήσει: «Το λογοτεχνικό κείμενο προσφέρει μια μεγαλύτερη ελευθερία. Θυμάμαι αυτό που έλεγε κάποτε ο Ανατόλι Βασίλιεφ, ότι υπάρχουν τα «σκληρά» και τα «μαλακά» κείμενα. Το σκληρό κείμενο είναι το θεατρικό – εκείνο που σου επιβάλλει αυστηρά τους κανόνες του, όπως ο Μπέκετ, για παράδειγμα, που σου λέει: «Είναι αυτό και τίποτα άλλο». Από την άλλη, υπάρχει και το μαλακό κείμενο – η ποίηση, η λογοτεχνία – που ανοίγει περισσότερο χώρο να το αγγίξεις, να το διαμορφώσεις».

Η αλήθεια είναι ότι συχνά, ιδίως όταν πρόκειται για βιβλία που έχουν προκαλέσει αίσθηση, η σκηνική μεταφορά τους λειτουργεί ως άλλοθι παρά ως δημιουργική πρόταση για παραστάσεις που μένουν στη σκιά του αρχικού έργου, αδυνατώντας να του προσδώσουν θεατρικό βάθος. «Πιστεύω πως για να ανεβάσει κανείς κάτι στο θέατρο, πρέπει να υπάρχει ένας βαθιά ουσιαστικός λόγος. Ζούμε όμως σε μια εποχή έντονα καταναλωτική, όπου αυτή η ανάγκη του δημιουργού συχνά συνυπάρχει με την έννοια της καριέρας. Υπάρχει ένα συνεχές «πρέπει»: να κάνεις κάτι για να επιβιώσεις, για να παραμείνεις ενεργός, για να μην ξεχαστείς από το σύστημα. Και έτσι, πολλές φορές καταλήγεις να υλοποιείς πρότζεκτ που σε αφήνουν αδιάφορο, είτε για εμπορικούς λόγους είτε επειδή έχεις πείσει τον εαυτό σου ότι τα «χρειάζεσαι». Αυτό έρχεται σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές, όταν υπήρχαν δημιουργοί που δρούσαν με ξεκάθαρη εσωτερική αναγκαιότητα. Εβλεπες ότι υπήρχε ένας σοβαρός λόγος πίσω από κάθε τους έργο. Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι οικονομικά, αλλά ήξεραν γιατί κάνουν θέατρο. Νομίζω ότι αν υπάρχει αληθινή αιτία, αν υπάρχει ουσία, τότε σχεδόν τα πάντα μπορούν να γίνουν θέατρο. Και όχι μόνο να μεταφερθούν στη σκηνή, αλλά να εμπλουτίσουν το αρχικό υλικό, είτε είναι διήγημα είτε θεατρικό έργο, προσθέτοντάς του μια νέα διάσταση».

INFO

«Σωτηρία»: Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, Πειραιώς 260, 19, 20 & 21 Ιουνίου.