Το ντοκιμαντέρ «Βάρδια» (Dogwatch) είναι απρόσμενο. Με γνώμονα τη λεπτομερή παρατήρηση, αλλά όχι τη δημοσιογραφική γλώσσα – οι γραμμές μεταξύ μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης άλλωστε διασταυρώνονται χωρίς να μπερδεύονται στο φιλμ – ο Γρηγόρης Ρέντης μοιάζει να συνθέτει μια ταινία πάνω στην ανδρική ταυτότητα, εξερευνώντας τη ζωή τριών ελλήνων μισθοφόρων, οι οποίοι προστατεύουν εμπορικά πλοία από πειρατές στα επικίνδυνα νερά της Σομαλίας.

Το φιλμ του, το οποίο έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Visions Du Réel στη Νιόν της Ελβετίας, παρουσιάστηκε ακόμη στο φεστιβάλ Les Arcs ως work in progress, όπου και βραβεύτηκε με το TitraFilm Αward, ταξίδεψε μέχρι τις Κάννες ως μέρος του προγράμματος «Thessaloniki Goes to Cannes» και έκανε μόλις πριν από λίγες ημέρες sold out προβολές στο True/False Film Fest στο Μιζούρι των ΗΠΑ. Προβλήθηκε επίσης ήδη στη γαλλική και γερμανική τηλεόραση, ενώ σήμερα Κυριακή 12 Μαρτίου μπορεί κάποιος να το παρακολουθήσει στην Αίθουσα «Τζον Κασσαβέτης» στην Αποθήκη 1 στο Λιμάνι, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Το ντοκιμαντέρ «Βάρδια» χρειάστηκε επτά χρόνια για να ολοκληρωθεί, περιλαμβάνοντας γυρίσματα εν πλω, αλλά και γυρίσματα στη στεριά, σε χώρες όπως η μακρινή Σρι Λάνκα.

Οπως ξεκαθαρίζει ο Γρηγόρης Ρέντης μιλώντας στο ΒΗΜΑgazino, η «Βάρδια» δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ για την πειρατεία των εμπορικών πλοίων. Αντίθετα, μοιάζει περισσότερο με μια σπουδή επάνω στον χαρακτήρα της σύγχρονης αρρενωπότητας, αλλά και στη ματαίωση των στόχων.

«Το έναυσμα για αυτό το ντοκιμαντέρ δόθηκε από τον θείο μου» αναφέρει. «Ο ίδιος ήταν από τους πρώτους Ελληνες που μπήκε στον χώρο του maritime security, την περίοδο 2007-2008, και δούλεψε ως μισθοφόρος». Ετσι ο Γρήγορης Ρέντης μέσω του θείου του μυήθηκε στη μυθολογία αυτού του διαφορετικού κόσμου. «Ακουσα τις ιστορίες των μισθοφόρων. Από την αρχή όμως κατάλαβα ότι δεν με ενδιέφερε να κάνω ένα δημοσιογραφικού τύπου ντοκιμαντέρ, το οποίο θα εξέταζε το φαινόμενο της πειρατείας. Μιλώντας με μισθοφόρους κατάλαβα ότι υπάρχει κάτι πιο βαθύ που με αγγίζει σε προσωπικό επίπεδο και αυτό ήταν μια ιστορία ματαίωσης. Τι εννοώ; Η δουλειά των μισθοφόρων τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να φθίνει. Αρχικά αυτό που περιέβαλλε αυτό το επάγγελμα ήταν οι υψηλοί μισθοί, αλλά και ένας ρομαντισμός, αν θέλετε, επάνω στο κομμάτι της δράσης. Οταν όμως με το πέρασμα των χρόνων αυτά τα πλοία που διέσχιζαν τα επικίνδυνα νερά επανδρώθηκαν με μισθοφόρους που έκαναν καλά τη δουλειά τους και μπήκαν επίσης στο πεδίο και μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις, οι επιθέσεις των πειρατών μειώθηκαν, σχεδόν εκμηδενίστηκαν. Οι μισθοφόροι βρέθηκαν λοιπόν ξαφνικά μπροστά σε μια ρουτίνα που πολλές φορές τούς σκοτώνει, στην προσμονή μιας μάχης που δεν έρχεται ποτέ. Φαινομενικά αυτό θα έλεγε κανείς ότι θα επιζητούσαν. Είναι όμως άνθρωποι με μια ιδιότυπη ιδιοσυγκρασία. Δεν μοιάζουν με εμένα, με εσένα, με εμάς. Για παράδειγμα, είναι εντυπωσιακό ότι σχεδόν όλοι τους εκφράζουν έναν θαυμασμό προς τους σομαλούς πειρατές. Μείναμε άφωνοι όταν ένα από τα πρόσωπα της ταινίας, ο Κώστας, έβγαλε από τη βαλίτσα του μια πειρατική σημαία και την κρέμασε στην καμπίνα του, ενώ ταξίδευε με σκοπό να «εξολοθρεύσει» αυτούς τους ανθρώπους αν βρίσκονταν στο διάβα του». «Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους;» μοιάζει λοιπόν να αναρωτιέται το ντοκιμαντέρ του Γρηγόρη Ρέντη. «Το φιλμ πράγματι σκιαγραφεί έναν κόσμο σε στάση αναμονής ενός εχθρού που δεν λέει να έρθει» επιβεβαιώνει ο ίδιος. «Σίγουρα το ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους» του Καβάφη ήταν μια από τις αναφορές μου, όπως και το μυθιστόρημα του Ντίνο Μπουτζάτι «Η έρημος των Ταρτάρων», όπου ο υπολοχαγός Τζοβάνι Ντρόγκο αναμένει μάταια την εισβολή του εχθρού από τον Βορρά. Αυτή η ματαιότητα του στόχου που δεν μπορεί να επιτελεσθεί δημιουργούσε έναν ενδιαφέροντα καμβά για εμένα. Γιατί αυτή τη μία ιστορία ήθελα να πω και επιμένω στη μία ιστορία, γιατί μολονότι το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί τη ζωή τριών διαφορετικών ανδρών, ο ήρωας για εμένα είναι ένας».

Tρεις άνδρες λοιπόν περνούν κυρίως μπροστά από την κάμερά του. Πρώτος ο 18χρονος Γιώργος που ο φακός τον συναντά στο Γκάλε της Σρι Λάνκα, μία ημέρα προτού επιβιβαστεί στο πλοίο, να ετοιμάζεται για το πρώτο του ταξίδι ως μισθοφόρος. Δεύτερος ο 30χρονος Κώστας, που τον παρακολουθούμε εν πλω, και τρίτος ο Βίκτωρ, ένας άνδρας κοντά στα 50, που τον βλέπουμε στη στεριά να αποφασίζει να εγκαταλείψει τα πλοία αναζητώντας πλέον θέση στα γραφεία μιας ναυτιλιακής εταιρείας, εκπαιδεύοντας παράλληλα νέους μισθοφόρους και ψάχνοντας να αναπληρώσει τις στιγμές που έχασε με την οικογένειά του.

«Εγώ αισθάνομαι ότι αφηγούμαι την ιστορία ενός ανθρώπου» επιμένει ο Γρηγόρης Ρέντης. «Αντιμετώπισα το ντοκιμαντέρ ως μια σκυταλοδρομία αφήγησης, σαν να υπάρχει ένας χαρακτήρας και να παρατηρούμε τα άλματά του μέσα στον χρόνο. Ξεκινάμε να τον παρακολουθούμε 18χρονο αγόρι να μπαίνει ενθουσιασμένος σε μια βιομηχανία ασφάλειας και τον βλέπουμε να βγαίνει ως μεσήλικος άνδρας που θέλει να επαναπροσδιορίσει τη ζωή του από την αρχή. Ενα σημείο που δεν δείχνει η ταινία, αλλά έχει ενδιαφέρον ίσως να ειπωθεί, είναι ότι και ο μεσαίος πρωταγωνιστής του ντοκιμαντέρ, ο 30χρονος Κώστας, εγκατέλειψε πλέον τα πλοία. Το ταξίδι που κινηματογραφήσαμε ήταν και το τελευταίο του. Ο άνθρωπος αυτός πέρα από τα χρήματα αναζητούσε και τη δράση. Μια δράση που του έλειπε. Σήμερα εργάζεται ως μισθοφόρος στο Ιράκ».

 

Η περιπέτεια της κινηματογράφησης

Το ντοκιμαντέρ αυτό, όπως φαντάζεται κανείς, λόγω της επικινδυνότητας που περικλείει το επάγγελμα του μισθοφόρου ήταν δύσκολο να ολοκληρωθεί. «Χρειάστηκαν επτά χρόνια» αναφέρει ο Γρηγόρης Ρέντης. «Το πιο δύσκολο κομμάτι φυσικά ήταν να μας δοθεί άδεια για την κινηματογράφηση στο πλοίο. Χρειάστηκε να πραγματοποιήσω μεγάλη έρευνα, έβγαλα μάλιστα και ο ίδιος ναυτικό φυλλάδιο, προσέγγιζα εταιρείες για τρία, τέσσερα χρόνια. Τελικά μια «σινεφίλ» ναυτιλιακή εταιρεία δέχθηκε να μας φιλοξενήσει. Από όσο γνωρίζω, είναι η πρώτη φορά που συνεργείο πολιτών κατάφερε να εξασφαλίσει άδεια για να κινηματογραφήσει ντοκιμαντέρ για την πειρατεία σε πλοίο που διασχίζει την επικίνδυνη ζώνη χωρίς να προστατεύεται από στρατιωτικές δυνάμεις».

Αλλά και η ίδια κινηματογράφηση έκρυβε πολλά απρόοπτα. «Πράγματα που δεν μπορούσε να τα φανταστεί κανείς όταν ξεκινούσαμε, όπως το κομμάτι της επιβίβασής μας στο πλοίο» αναφέρει. «Οι μισθοφόροι, για λόγους οικονομίας αλλά και χρόνου, συναντούν τα πλοία εν πλω. Ετσι βρεθήκαμε και εμείς στα ανοιχτά μαζί τους με ένα μικρό βαρκάκι να προσεγγίζουμε το πλοίο που θα μας έπαιρνε μαζί του στα νερά της Σρι Λάνκα, με κύματα ύψους τεσσάρων μέτρων να μας χτυπούν και να πρέπει να επιβιβαστούμε ανεβαίνοντας μια ανεμόσκαλα, κουβαλώντας μαζί τον βαρύ εξοπλισμό μας. Θα σας πω μόνο αυτό: είχε πιάσει ναυτία μέχρι και τους μισθοφόρους…».

Οι προκλήσεις των γυρισμάτων ήταν πάμπολλες. Για παράδειγμα, τα πυρά που παρακολουθούμε κυρίως στο κομμάτι της εκπαίδευσης των μισθοφόρων ήταν πραγματικά. «Καταλαβαίνετε ότι έπρεπε να δημιουργηθεί μια εμπιστοσύνη μεταξύ μας γιατί όταν κινηματογραφείς πολλές φορές ξεχνιέσαι. Επρεπε να μας εμπιστευτούν και να τους εμπιστευτούμε ώστε να μην συμβεί κάτι το απρόοπτο».

Πόσο εύκολο όμως ήταν να πείσει τους πρωταγωνιστές του να τον αφήσουν να τους παρακολουθήσει; «Χρειάστηκε χρόνος για να γνωριστούμε. Πραγματοποίησα πολλές συνεντεύξεις μαζί τους και μολονότι καμία δεν συμπεριλήφθηκε στο ντοκιμαντέρ, αποτελούν ένα υλικό με τεράστιο ενδιαφέρον. Αλλωστε μέσα από αυτές τις συνεντεύξεις προέκυψαν πολλές ιδέες. Για παράδειγμα, η σκηνή  του μεσαίου πρωταγωνιστή, του 30χρονου Κώστα, που τον παρακολουθούμε εν πλω να μιλάει με την κοπέλα του τρυφερά και να κάνει σχέδια εκφράζει όλον αυτόν τον νόστο. Γενικά πιστεύω ότι μολονότι το φιλμ μιλάει για τον άνδρα, για το ανδρικό σώμα που μπορεί να είναι δυνατό και ταυτόχρονα τόσο ευάλωτο, η γυναικεία παρουσία διαχέεται έντονα. Ξεκινά άλλωστε με μια γυναίκα που είναι μαζί με τον πρώτο πρωταγωνιστή, τον Γιώργο, και τελειώνει με τη σύζυγό του Βίκτωρα, του τρίτου πρωταγωνιστή, που κάνει ασκήσεις του μποξ μαζί με τον γιο τους στον καθρέφτη του μπάνιου τους».

Το κομμάτι του μοντάζ ήταν επίσης μια μεγάλη πρόκληση. «Πρόκειται για ένα θέμα με πολλή πληροφορία και όμως θέλησα να το αφηγηθώ σχεδόν χωρίς λέξεις. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε, θα έλεγα, μια ισορροπία μεταξύ μιας γλώσσας μυθοπλασίας και μιας γλώσσας τεκμηρίωσης. Επέλεξα μια στυλιζαρισμένη αφήγηση. Δεν το κρύβω, εντάξαμε κλισέ ταινιών δράσης. Αυτή η ταινία άλλωστε φτιάχτηκε μαζί με τους πρωταγωνιστές της. Το στοίχημα στο μοντάζ ήταν να διατηρηθεί μια γραμμικότητα, αλλά την ίδια στιγμή οι τρεις ιστορίες να είναι αυτοτελείς. Ο μοντέρ μας είναι ο Χρόνης Θεοχάρης, ένας βετεράνος του επαγγέλματος, ο άνθρωπος που είχε κάνει και το μοντάζ στην «Αγέλαστο πέτρα» του Φίλιππου Κουτσαφτή το 2000. Με βοήθησε πολύ να βρω αυτή τη γραμμικότητα της αφήγησης, η οποία συνδέεται με μια απλότητα» αναφέρει. Σημειώνεται ότι στα άμεσα σχέδιά του είναι και η παρουσίαση ενός φωτογραφικού πρότζεκτ που δημιουργήθηκε μέσα από την ταινία.

Επόμενα βήματα

Ο Γρηγόρης Ρέντης, μολονότι ολοκλήρωσε τις σπουδές του ως ηλεκτρoλόγος μηχανικός στο Ιmperial College του Λονδίνου, σπούδασε κινηματογράφο στο California Institute of the Arts. Οπως λέει σήμερα, κάνει κινηματογράφο γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς: η εικόνα για εκείνον είναι ο καλύτερος τρόπος μέσω του οποίου μπορεί να εκφραστεί.

Πώς όμως βλέπει το ελληνικό σινεμά σήμερα ως νέος κινηματογραφιστής; «Κρίνοντας από τις ταινίες μικρού μήκους που βλέπω, έρχεται μια ελπιδοφόρα γενιά» αναφέρει. «Η προηγούμενη γενιά έχει ανοίξει τον δρόμο. Εχουμε πλέον παραγωγούς που γνωρίζουν τι σημαίνει ευρωπαϊκή συμπαραγωγή, αλλά και πολύ ικανά συνεργεία. Για εμένα, πέρα από τις ξένες παραγωγές που τα τελευταία χρόνια γυρίζονται στην Ελλάδα, η μεγάλη κληρονομιά του ΕΚΟΜΕ πρέπει να είναι και το ελληνικό περιεχόμενο».

Ο ίδιος μάλιστα ετοιμάζει και την πρώτη μεγάλου μήκους μυθοπλαστική ταινία του. «Εχουμε λάβει χρηματοδότηση από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και είμαστε στο πλαίσιο της διερεύνησης της διεθνούς συμπαραγωγής. Θα αφορά την προετοιμασία της Εθνικής Ομάδας Ρυθμικής Γυμναστικής πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εχει για εμένα τρομερό ενδιαφέρον να εξερευνήσω αυτό το γυναικείο συμπάν, καθώς βγαίνω από μια ανδρική ταινία όπως η «Βάρδια». Και αυτή τη φορά, βέβαια, διερευνώ το κομμάτι του εγκλεισμού, τον αγώνα για την καταξίωση και το πώς τελικά ως κοινωνία αξιολογούμε την επιτυχία, για την οποία πολλές φορές πληρώνουμε ένα προσωπικό τίμημα. Εχω συλλέξει μαρτυρίες από αθλήτριες, όμως πρόκειται καθαρά για μια ταινία μυθοπλασίας».