Η ζωή δεν είναι καθόλου εύκολη για τον Ολι Κρος και τον Τζιν Ρουτκόφσκι, διασώστες ασθενοφόρου στο Μπράουνσβιλ του Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, οι οποίοι καλούνται να προσφέρουν τη βοήθειά τους σε ανθρώπους, ακόμα και να τους γλιτώνουν από τον θάνατο, σε καθημερινή βάση και κάτω από τις πιο άθλιες συνθήκες που μπορεί να χωρέσει ανθρώπινος νους.

Στη μια πλευρά ο νεαρός Κρος, που θέλει να δώσει εξετάσεις για να γίνει νοσηλευτής, και στην άλλη ο Ρουτκόφσκι, ο έμπειρος παραϊατρικός που τα έχει δει όλα, που δεν αισθάνεται και τόσο καλά με τον εαυτό του και που προσπαθεί να μεταδώσει τις γνώσεις του στον νεότερο. Πρόκειται για τους δύο κεντρικούς ήρωες της ταινίας «Black Flies» του Ζαν-Στεφάν Σοβέρ, η οποία προβλήθηκε στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του 76ου Φεστιβάλ των Καννών που μόλις ολοκληρώθηκε. Και φέρουν τις μορφές του Τάι Σέρινταν (Κρος) και του Σον Πεν (Ρουτκόφσκι), με τον οποίο το BHMAgazino είχε προ ημερών μια συνομιλία στην ταράτσα του Palais Du Festival, απόσπασμα της οποίας δημοσιεύουμε εδώ (η ταινία θα διανεμηθεί μελλοντικά στην Ελλάδα από την Tanweer).

«Αυτό που μπορώ και θέλω να πω είναι ότι τα τελευταία χρόνια, με τις ταινίες που επιλέγω να κάνω, με τα projects που ενίοτε σκηνοθετώ, νιώθω ότι ευχαριστιέμαι πολύ περισσότερο τη ζωή από ό,τι παλαιότερα» θα πει ο Πεν προκαλώντας απορία στους δημοσιογράφους που βρίσκονται στο ίδιο τραπέζι. Γιατί, πράγματι, είναι να απορείς πώς μια ταινία όπως το «Black Flies» ή ένα ντοκιμαντέρ για τον πόλεμο στην Ουκρανία, το «Superpower», που σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Πεν, έργα που παρουσιάζουν τις χειρότερες πλευρές της ζωής, μπορούν να του προκαλέσουν ευχαρίστηση για αυτήν.

«Είναι όντως αστείο, διότι αν ήμουν 39 και πιο κάτω θα έκανα τα πάντα για να γυρίσω μια ταινία όπως το «Black Flies». Σήμερα, όμως, στα 62 μου, τέτοιες ταινίες, σημαντικές σε αυτό που θέλουν να πουν, έρχονται από μόνες τους σε εμένα. Και νιώθω ότι ευχαριστιέμαι περισσότερο τη ζωή όταν τις κάνω, διότι κάνοντάς τες νιώθω ότι η ζωή μου αποκτά πραγματικό νόημα. Γιατί με ενδιαφέρει να είμαι εντάξει με τη συνείδησή μου».

Στο «Black Flies» του Ζαν-Στεφάν Σοβέρ ο Σον Πεν και ο Τάι Σέρινταν υποδύονται δύο διαφορετικής γενιάς διασώστες ασθενοφόρου της Νέας Υόρκης

Το περίεργο είναι ότι όταν πριν από πέντε χρόνια ο σκηνοθέτης Ζαν-Στεφάν Σοβέρ, με τον οποίο ο Σον Πεν διατηρεί φιλία επί σειρά ετών, τον είχε προσεγγίσει για να παίξει στο «Black Flies», ο Πεν αρνήθηκε, γιατί «ούτε κατά διάνοια δεν μπορούσα να δω τον εαυτό μου σε ένα τέτοιο «μέρος»» όπως είπε. Μιλώντας λίγο αργότερα με τον Σοβέρ, ο σκηνοθέτης είπε ότι όταν ο Πεν στην αρχή αρνήθηκε τον ρόλο, ο ισχυρισμός του ήταν πως ήθελε να απομακρυνθεί για λίγο από την ηθοποιία γενικότερα. Παρ’ όλα αυτά, ο Πεν προσπάθησε να βοηθήσει τον Σοβέρ σε θέματα casting της ταινίας, προτείνοντάς του μάλιστα τον φίλο του Μελ Γκίμπσον για τον ρόλο του Τζιν Ροτκόφσκι. Oμως αυτή η ιδέα δεν υλοποιήθηκε, αργότερα προέκυψαν προβλήματα άλλου τύπου, όπως ο κορωνoϊός, οπότε «πάγωσε» το εγχείρημα του «Black Flies».

Κάποια στιγμή, πέντε χρόνια από τότε που το σχέδιο ξεκίνησε ως ιδέα, επανήλθε στο τραπέζι και αυτή τη φορά ο Σον Πεν ένιωθε έτοιμος και δέχθηκε να αναλάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. «Αισθάνθηκα ότι οι μπαταρίες μου είχαν φορτιστεί ξανά και, ναι, ήθελα να ξαναπαίξω» είπε. «Δεν κρύβω ότι ο ρόλος του Τζιν με είχε λίγο στοιχειώσει και τον σκεπτόμουν διαρκώς».

Για τον Πεν «υπάρχουν ηθοποιοί που είναι καταπληκτικοί στο πώς φέρνουν τον ρόλο στα μέτρα τους χωρίς απαραιτήτως το περιεχόμενο του ρόλου να τους ταιριάζει. Στην περίπτωσή μου θέλω το περιεχόμενο να μου ταιριάζει, θα μπορούσα να πω ότι αν δεν μου ταιριάζει προτιμώ να μην αναλάβω τον ρόλο. Ξέρω ηθοποιούς που, ενώ θα μπορούσαν να είναι καταπληκτικοί σε κάτι που τους προσφέρθηκε, δεν το δέχτηκαν τελικά γιατί δεν τους ταίριαζε. Εγώ θέλω να «τρώω ξύλο» από τον χαρακτήρα που παίζω, θέλω να δίνω όλο μου το είναι σε αυτόν, κάθε σταγόνα του ιδρώτα μου. Ανέκαθεν το είχα αυτό».

Ενας άλλος παράγοντας που έπαιξε ρόλο στην απόφαση του Πεν να παίξει στο «Black Flies» είναι ο σκηνοθέτης της ταινίας. Καθότι σκηνοθέτης και ο ίδιος (θαυμάσιων ταινιών, με αποκορύφωμα το «Ταξίδι στην άγρια φύση» του 2007), ο Πεν θέλει να συνεργάζεται με δημιουργούς που όχι μόνο πιστεύουν πραγματικά στο όραμά τους αλλά έχουν και το ταλέντο να το υλοποιούν. «Ο Ζαν-Στεφάν ανήκει σε αυτή την κατηγορία και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο σήμερα βρίσκομαι εδώ και σας μιλώ» είπε. «Κάθε λεπτό που πέρασα κατά τη διάρκεια των 23 ημερών του γυρίσματος ήταν για εμένα αναζωογονητικό, έστω και αν την ίδια στιγμή ήταν πολύ στενόχωρο και δυσάρεστο».

Αυτοπεποίθηση και ακτιβισμός

Οταν τον ρωτώ αμέσως τον λόγο για τον οποίο αισθάνθηκε δυσάρεστα γυρίζοντας το «Black Flies», ο Πεν είπε: «Μου πήρε χρόνια για να καταλάβω ότι το μεγαλύτερο βοήθημα που ένας ηθοποιός έχει σε σχέση με οποιονδήποτε χαρακτήρα καλείται να υποδυθεί είναι ο χαρακτήρας αυτός να νιώθει αυτοπεποίθηση. Οταν ξέρεις ότι ο ήρωας που παίζεις έχει αυτοπεποίθηση, πραγματικά η δουλειά σου δεν είναι τόσο σκληρή – τουλάχιστον αυτό νιώθω εγώ. Ολα γίνονται πιο εύκολα. Παίζεις μέσα στις δυνάμεις σου, τις δυνάμεις που όταν ξέρουμε ότι τις έχουμε μας κάνουν να νιώθουμε ευτυχείς. Ενα παράδειγμα είναι ο ήρωας που έπαιξα στο «Σκοτεινό ποτάμι» του Κλιντ Ιστγουντ. Ναι, σε εκείνη την ταινία ο χαρακτήρας έχει χάσει την κόρη του, ναι, το μυαλό του δεν λειτουργεί καλά και, ναι, μπορεί να γίνει βίαιος και άδικος. Αλλά ποτέ δεν χάνει την αυτοπεποίθησή του. Αντιθέτως, ένας χαρακτήρας όπως αυτός του Τζιν Ρουτκόφσκι που υποδύομαι στο «Black Flies» πλέει σε έναν ωκεανό ανασφάλειας. Οπότε πρέπει να χρησιμοποιήσεις τις δικές σου ανασφάλειες ως ανθρώπου για να πετύχεις αυτό που ο ρόλος απαιτεί. Και αυτή μπορεί να γίνει μια εξαιρετικά δυσάρεστη διαδικασία».

Η αυτοπεποίθηση θα παραμείνει στην κουβέντα μας όταν ζητώ από τον Σον Πεν να πει σε ποια στιγμή της ζωής του ένιωσε ότι είναι ο ίδιος ένας άνθρωπος με αυτοπεποίθηση. Χαμογελάει μουρμουρίζοντας «αυτά παθαίνω με το να μην κρατώ το στόμα μου κλειστό…». Ομως θα προσθέσει: «Ενιωσα για πρώτη φορά αυτοπεποίθηση όταν είδα ότι είχα εξελιχθεί σε πολύ καλό σέρφερ. Ενιωσα αυτοπεποίθηση όταν είδα ότι μπορούσα να μιλήσω με κάποιον, γιατί όταν ήμουν παιδί ήμουν αρκετά ντροπαλός και δεν μιλούσα σε κανέναν εκτός από τους γονείς μου. Ενιωσα αυτοπεποίθηση μετά την πρώτη μου εμπειρία με την μπίρα και την τεκίλα όταν είχα τελειώσει το λύκειο. Είχα πιει λίγο όταν ήμουν μαθητής, όμως δεν είχα αποκτήσει την αυτοπεποίθηση που ήθελα. Βέβαια, όπως αποδείχθηκε αργότερα, αυτή η επιλογή, του ποτού, δεν ήταν από τις καλύτερες. Τα παράκανα με το ποτό, ώσπου κάποια στιγμή το σταμάτησα».

To ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία δεν μπορεί να μην αναφερθεί στην κουβέντα μας· δεν έχει περάσει εξάλλου πολύς καιρός από το τελευταίο Φεστιβάλ Βερολίνου, στο οποίο ο Πεν παρουσίασε το ντοκιμαντέρ «Superpower» που είχε αρχίσει να γυρίζει για την Ουκρανία προτού ο πόλεμος ξεσπάσει. Ο πολιτικοποιημένος χαρακτήρας του συγκεκριμένου ηθοποιού και σκηνοθέτη άρχισε να ωριμάζει τη δεκαετία του 1990 και μετά το χτύπημα στους Διδύμους Πύργους της Νέας Υόρκης συμμετείχε ως εκπρόσωπος των ΗΠΑ στη δημιουργία της ταινίας «11’09»01 – September 11» που αποτελούνταν από έντεκα φιλμ συμβολικής διάρκειας 11 λεπτών και εννέα δευτερολέπτων το καθένα, από έντεκα διαφορετικής εθνικότητας σκηνοθέτες, οι οποίοι σχολίαζαν, ο καθένας με τον τρόπο του, την τραγωδία.

Ξαφνικά, στα 42 του χρόνια, ο Πεν ήταν ένας από τους τελευταίους «φωστήρες» της διαρκώς διευρυνόμενης μερίδας αμερικανών καλλιτεχνών που είχαν λάβει μέρος στην αντιπολεμική καμπάνια για το Ιράκ. Επισκέφθηκε τη Βαγδάτη έχοντας συνυπογράψει μαζί με παραπάνω από εκατό συναδέλφους του «ανοιχτό γράμμα» διαμαρτυρίας προς την αμερικανική κυβέρνηση, με το οποίο γινόταν έκκληση στον πρόεδρο Μπους να μη λάβει «προληπτικά» μέτρα βομβαρδίζοντας το Ιράκ. Παρομοίως, έδωσε όλον τον εαυτό του για να βοηθήσει στην κρίση που είχε προκληθεί από τις καταστροφές του τυφώνα «Κατρίνα» το 2005.

«Ολα είναι ζήτημα σωστής αξιοποίησης του χρόνου σου, αν τον έχεις» είπε ο Πεν. «Το μόνο που μένει να κάνεις είναι να βγάλεις ένα εισιτήριο και να πας. Αυτό το ένιωσα πολύ έντονα με τον τυφώνα «Κατρίνα» και τις καταστροφές που είχε προκαλέσει. Εβλεπα στην τηλεόραση τις ειδήσεις και αντιλαμβανόμουν πόσο λάθος χειρισμοί γίνονταν. Οπότε πήγα ο ίδιος να δω τι μπορούσα να κάνω για να βοηθήσω. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, και πάλι παρακολουθώντας το ζήτημα από τις ειδήσεις, πήρα κάποια στιγμή τηλέφωνο έναν γνωστό μου στην κυβέρνηση και του είπα: «Είναι κάτι που δεν καταλαβαίνω ή γίνονται όντως όλα τόσο λανθασμένα;».  Κι εκείνος ήταν που μου είπε: «Γιατί δεν πας εσύ καλύτερα εκεί;». Και πήγα. Ετσι έγινε η ταινία. Είναι λάθος των κυβερνήσεων να πιστεύουν ότι μπορούν να τα κάνουν όλα μόνες τους, γιατί δεν μπορούν. Και ξέρετε κάτι; Κατά βάθος δεν το πιστεύουν. Γιατί υπάρχουν τόσοι απρόβλεπτοι παράγοντες μέσα στο χάος είτε μιας φυσικής καταστροφής είτε μιας πολιτικής κατάστασης, όπως το θέμα της Ουκρανίας, που και να θες, δεν μπορείς να κάνεις κάτι χωρίς εξωτερική βοήθεια».