Εχει αφήσει το αποτύπωμά του σε μερικές από τις σημαντικότερες σκηνές του κόσμου, αναβιώνοντας, μεταξύ άλλων, τους αρχαίους κλασικούς, τα αριστουργήματα του Σαίξπηρ, του Τσέχοφ και άλλων μεγάλων συγγραφέων και εμβληματικές όπερες του 19ου και του 20ού αιώνα. Ο Αντρέι Σερμπάν, γεννημένος στο Βουκουρέστι από πατέρα Ρουμάνο και μητέρα με ελληνικές ρίζες, παραμένει εδώ και δεκαετίες μια δυνατή φωνή του παγκόσμιου θεάτρου.

Η επιστροφή του στην Ελλάδα για τη νέα παραγωγή της «Τουραντότ» από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Φεστιβάλ Αθηνών – σε μουσική διεύθυνση Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι, σκηνικά-κοστούμια Χλόης Ομπολένσκι, με τους Λιζ Λίντστρομ, Κάθριν Φόστερ, Αρσέν Σογκομονιάν, Ρικάρντο Μάσι, Τσέλια Κοστέα, Μαρία Κοσοβίτσα κ.ά. –, μας δίνει την ευκαιρία να συναντήσουμε από κοντά τον δημιουργό, ο οποίος, στα 82 χρόνια του, συνεχίζει δυναμικά να παρουσιάζει τη δουλειά του σε όλον τον κόσμο και να καταγράψουμε τις απόψεις του για τη σημασία της τέχνης, της δημιουργίας, της γνώσης, αλλά και για τον ουσιαστικό τρόπο με τον οποίο μπορούν να επιδράσουν στις ζωές μας.

Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με μια προσωπική ανάμνηση: Ησασταν ένας από τους λόγους που άρχισα να ακούω όπερα. Πολύ νέος, τη δεκαετία του ’80, είδα την «Τουραντότ» που είχατε ανεβάσει στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου με την Ντέιμ Γκουίνεθ Τζόουνς και τον Πλάθιντο Ντομίνγκο. Ηταν μια εμπειρία που μου έχει μείνει αξέχαστη και που με έσπρωξε να ακούσω περισσότερη μουσική και να δω περισσότερο θέατρο…

«Θεέ μου, τόσα χρόνια πριν! Το 1984! Πραγματικά, εκείνη η παραγωγή παίχτηκε ξανά και ξανά, πολλές φορές από τότε. Εχει γίνει θρύλος, κάθε φορά που ανεβαίνει τα εισιτήρια εξαφανίζονται μέσα σε μία ώρα!».

Παίχτηκε και πάλι προ ημερών.

«Ναι, και αυτό είναι το πρόβλημα! Τον περασμένο μήνα, που έγινε η πολλοστή αναβίωσή της, οι κριτικές στον «Guardian», στους «Times», στον «Observer» ήταν και πάλι εγκωμιαστικές, αλλά ταυτόχρονα σχολίαζαν: «Εχουμε δει τόσες φορές αυτό το ανέβασμα που αναρωτιόμαστε αν αξίζει να το δούμε ξανά».

Την ίδια στιγμή, ανακάλυπταν νέες λεπτομέρειες. Αυτή η παραγωγή είναι σαν το κρασί, που γίνεται καλύτερο με τον καιρό (σ.σ.: γελάει). Οταν διάβασα αυτές τις κριτικές, ήταν σαν να διάβαζα για κάποιον άλλον σκηνοθέτη. Να πω σας την αλήθεια, ένιωσα ζήλια!

Γιατί πλησίαζε η «Τουραντότ» της Αθήνας, όπου ό,τι κάνω, πρέπει να το κάνω διαφορετικά. Δεν μπορείς να αντιγράφεις τον εαυτό σου!».

Επομένως, σας είναι δύσκολο να επιστρέφετε τώρα στην ίδια όπερα;

«Είναι πολύ δύσκολο να ανταγωνίζεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό. Πρέπει να ξαναβρείς ένα νέο βλέμμα, μια νέα ερμηνεία. Φυσικά, κάποια στοιχεία θα παραμείνουν ίδια, γιατί καλύτερα δεν μπορώ να τα κάνω. Ομως το θέατρο, το Ηρώδειο, και η ατμόσφαιρα, είναι τελείως διαφορετικά από το Λονδίνο».

Πώς λοιπόν θα είναι η παράσταση που στήνετε τώρα;

«Ξαναείδα την παραγωγή του Λονδίνου και μου φάνηκε σαν ένα υπέροχο παραμύθι γεμάτο ποίηση. Ομως ο κόσμος έχει αλλάξει. Στις τέχνες, σήμερα, πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε ένα κοινωνικοπολιτικό μήνυμα.

Διαφορετικά, θεωρείται ότι το έργο δεν έχει λόγο ύπαρξης. Και αυτή η απαίτηση, πολλές φορές, μπλέκεται με ιδεολογίες είτε ακραία συντηρητικές είτε ακραία αριστερές. Αυτό το βλέπεις πλέον παντού, ακόμα και στον χώρο της όπερας».

Σας απασχολεί πολύ αυτή η τάση; Σας ενοχλεί για κάποιον λόγο;

«Ναι, γιατί δεν μπορείς πια να παρουσιάσεις κάτι που να είναι απλώς όμορφο, καθαρά όμορφο από αισθητικής άποψης. Ομως εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο κόσμος έχει ανάγκη από αυτό: από την ομορφιά, την ποίηση, το όνειρο.

Γύρω μας κυριαρχούν ο κυνισμός, ο φόβος, ο θυμός. Το να δίνεις στον κόσμο κάτι που να είναι απλά όμορφο, χωρίς να υπηρετεί καμία ατζέντα, καμία ιδεολογία, είναι για εμένα μια μορφή αντίστασης. Ομως, την ίδια στιγμή, αν το κάνεις αυτό θεωρείσαι ρετρό, βολεμένος αστός, παλιομοδίτης».

Οπότε;

«Οπότε πρέπει πάντα να έχεις μια οπτική, που αν όχι να σοκάρει, τουλάχιστον να εξιτάρει το κοινό και που να περιέχει κάποιο κοινωνικο-ιδεολογικό μήνυμα. Για εμένα, αυτό είναι πρόβλημα. Γιατί; Γιατί η «Τουραντότ», πριν από τον Πουτσίνι που την έκανε όπερα, ήταν θεατρικό έργο του μεγάλου ιταλού συγγραφέα Κάρλο Γκότσι, ο οποίος είχε επηρεαστεί έντονα από την Κομέντια ντελ Αρτε – οι χαρακτήρες του Πινγκ, του Πονγκ και του Πανγκ είναι από εκεί. Αυτό είναι ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορείς να στήσεις την παράσταση.

Τώρα όμως; Η κριτική που γίνεται στην «Τουραντότ» του Λονδίνου είναι ότι δεν έχει πολιτικό μήνυμα. Είναι, λέει, απλώς μια όμορφη παραγωγή, πολύ συγκινητική και τρυφερή. Αλλά, από πολιτική άποψη, τι λέει;».

Νιώσατε λοιπόν τώρα την ανάγκη να προσθέσετε πολιτικό μήνυμα για να συμβαδίζετε με την εποχή;

«Στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται. Οι νύξεις υπάρχουν ήδη στο έργο. Ο Καλάφ, ο Τιμούρ και η Λιου έρχονται από άλλες χώρες, είναι μετανάστες, είναι πρόσφυγες. Η Τουραντότ είναι το πρόσωπο της απολυταρχίας που τους αντιμετωπίζει άσχημα. Που τους βασανίζει, τους φέρεται ρατσιστικά.

Υπάρχει και ο σεξισμός: Η Τουραντότ μιλά για την πρόγονή της, που είχε βιαστεί και θέλει στη μνήμη της να τιμωρήσει όλους τους άνδρες. Ιδού ένα πολύ δυνατό φεμινιστικό μήνυμα. Είναι προφανές πως αν εμβαθύνεις σε ένα πραγματικά μεγάλο έργο όπως αυτό, μπορείς να ανακαλύψεις αναφορές σε θέματα εξαιρετικά σύγχρονα που με μια πρώτη ματιά πιθανώς δεν είχες εντοπίσει. Δεν είναι ανάγκη να παραφράζεις ένα έργο για να τα προσθέσεις.

Οπότε στην παραγωγή του Ηρωδείου ας πούμε πως προσπαθώ να είμαι πιο ευαισθητοποιημένος απέναντι σε τέτοια ζητήματα, γιατί το 1984 δεν ήμουν. Τότε είχα κάνει ένα παραμύθι, ένα όμορφο παραμύθι, σαν όνειρο. Και τώρα ένα παραμύθι θα διηγηθώ, αλλά κάπως αλλιώς. Είναι και αυτή η τρελή και εντελώς παράλογη ιστορία που διηγείται το λιμπρέτο. Μέχρι το τελευταίο λεπτό η Τουραντότ θέλει να σκοτώσει τον Καλάφ και ξαφνικά τον ερωτεύεται. Στα πέντε τελευταία λεπτά της όπερας! (σ.σ.: γελάει). Πώς να το πιστέψεις αυτό; Είναι γελοίο. Είναι παράλογο».

Και ποια είναι η λύση που εσείς δίνετε στον γρίφο;

«Οι σημερινοί σκηνοθέτες, τόσο στο θέατρο όσο και στην όπερα – κι εγώ ανάμεσά τους – πέφτουν μερικές φορές σε παγίδες προσπαθώντας να προσθέσουν τη δική τους φωνή σε ένα έργο. Εγώ δουλεύω κυρίως στο θέατρο, στην όπερα δουλεύω πολύ λιγότερο πια. Πρόσφατα ανέβασα τον «Οιδίποδα» του Σοφοκλή στο Βουκουρέστι. Ο Οιδίποδάς μου ήταν ένας φιλόδοξος πολιτικός που ήθελε να γίνει πρόεδρος της χώρας. Οπως όλοι οι πολιτικοί, λέει ψέματα, υπόσχεται πράγματα που δεν μπορεί να τηρήσει. Η ιστορία του Σοφοκλή σε μία σύγχρονη προσαρμογή μπορείς να πεις ότι διαδραματίζεται στη σημερινή Αμερική. Σιγά-σιγά, αποκαλύπτεται η αλήθεια. Κομμάτι-κομμάτι. Και όταν ο ήρωας συνειδητοποιεί ότι η ζωή του δεν έχει κανένα νόημα, βγάζει τα μάτια του. Το έργο έτσι όπως το παρουσίασα ήταν εξαιρετικά πιστό στο πνεύμα του συγγραφέα του και ταυτόχρονα πολύ σύγχρονο, με έντονη πολιτική διάσταση. Δεν το πρόδωσα, αν και η παράσταση ήταν σύγχρονη η ουσία παρέμενε η ίδια. Αυτό είναι το θέμα, να μένεις στην ουσία, να μην προδίδεις το έργο».

Πόσο εύκολο είναι αυτό όταν, όπως εσείς ο ίδιος είπατε, καλείσαι διαρκώς να πρωτοτυπείς αλλά και να μιλάς μία πολιτικώς ορθή γλώσσα;

«Με αυτά και με εκείνα βλέπουμε παραγωγές της «Μήδειας» που ναι η ηρωίδα είναι φεμινίστρια, είναι μετανάστρια, αλλά και που το τελικό αποτέλεσμα είναι σαν να το έχει γράψει ένας άλλος συγγραφέας και όχι ο Ευριπίδης. Τότε γιατί να λες ότι το έργο είναι του Ευριπίδη; Οταν δεν έχει καμία σχέση; Είναι καλύτερο να γράψεις τη δική σου «Μήδεια», από την αρχή ως το τέλος. Ετσι και στην «Τουραντότ»: Ακόμα και αν θέλεις να προσφέρεις κάτι νέο, πρέπει πάντα να σέβεσαι τον Πουτσίνι.

Ετσι κι εγώ θέλω να είμαι πιο ευαίσθητος με όλα αυτά τα ζητήματα που μας απασχολούν σήμερα, αλλά θέλω και να τα δείξω χωρίς να προδώσω τον Πουτσίνι και χωρίς να δώσω στο έργο απαραιτήτως ιδεολογικό πρόσχημα. Πιστεύω βαθιά ότι η ιδεολογία σκοτώνει την τέχνη. Οταν χρησιμοποιούμε το θέατρο σαν αρένα για πολιτικούς λόγους δημιουργείται μια μορφή προπαγάνδας. Και τι καταφέρνουμε με αυτό;

Οι σκηνοθέτες επιστρέφουν στο σπίτι τους νιώθοντας ότι είναι καλοί και συνειδητοποιημένοι πολίτες επειδή μίλησαν για τον φεμινισμό, για τον ρατσισμό, για τη μετανάστευση, για το κλίμα… Οταν όμως παίρνουν ένα σπουδαίο έργο τέχνης και το χρησιμοποιούν για να μιλήσουν γι’ αυτά τα ζητήματα μπορεί να το κάνουν πολύ μικρό. Αυτά τα ζητήματα μπορεί να υπάρχουν σε κάθε σπουδαίο έργο τέχνης, αλλά το έργο τέχνης είναι κάτι πολύ ανώτερο από αυτά. Αλλιώς δεν θα είχε αντέξει τόσα χρόνια.

Η τέχνη γεννιέται από πνευματικές ρίζες, δεν πρέπει να την ξεχνάμε αυτή την πνευματικότητα, η οποία στέκεται πάνω από ιδεολογίες και από πολιτικές ορθότητες. Οι ιδεολογίες θα αλλάξουν με το πέρασμα του χρόνου, η μεγάλη τέχνη πάντα θα είναι μεγάλη τέχνη».

Φτάνετε στις πρόβες απόλυτα σίγουρος για αυτό που θέλετε να κάνετε; Είστε ανοιχτός στη συζήτηση με τους ηθοποιούς ή τους τραγουδιστές σας;

«Ποτέ δεν είμαι απολύτως σίγουρος για κάτι, είμαι ανοιχτός σε όλες τις ιδέες και τις απόψεις, είμαι ένας άνθρωπος που ποτέ δεν θα σταματήσει να μαθαίνει. Στην περίπτωση της «Τουραντότ», επειδή έχω εντρυφήσει στο έργο, τολμώ να πω πως ξέρω πιθανώς περισσότερα από τους τραγουδιστές, είμαι μπροστά από αυτούς (σ.σ.: γελάει). Ομως δεν θα γίνω ποτέ εκείνος που θα βγει να κάνει κήρυγμα και να κομπάσει «εγώ ξέρω περισσότερα από εσάς».

Πρώτα απ’ όλα, γιατί αυτό δεν είναι χρήσιμο, δεν βοηθά στην παράσταση. Εδώ είμαστε όλοι μαζί, παλεύουμε όλοι μαζί και θέλω να τους εμπνεύσω να είναι δημιουργικοί. Οπότε παρουσιάζω μερικές ιδέες αλλά ό,τι γίνεται το κάνουμε μαζί. Μια παρατήρηση μόνο: Υπάρχουν παραγωγές όπερας όπου οι τραγουδιστές έρχονται από την αρχή. Οταν δουλεύω μαζί τους από την αρχή, θα φανεί το αποτέλεσμα στο τέλος γιατί θα έχουμε δουλέψει περισσότερες λεπτομέρειες στην ερμηνεία τους.

Συχνά όμως οι τραγουδιστές έρχονται στις τελευταίες πρόβες, γιατί έχουν προγραμματίσει εμφανίσεις αλλού, οπότε αυτό που κάνουν είναι να βγουν στη σκηνή και να πουν τον ρόλο όπως τον λένε παντού. Καταλαβαίνω πως προσπαθούν να τα προφτάσουν όλα, όμως το αποδοκιμάζω βαθιά αυτό, γιατί η παραγωγή υποφέρει! Δεν επιτυγχάνουμε το αποτέλεσμα που θα μπορούσαμε να επιτύχουμε αν δουλεύαμε όλοι μαζί».

Οταν εργάζεστε πάνω σε μια όπερα ξεκινάτε από τη μουσική ή από το κείμενο;

«Διαβάζω την ιστορία, το λιμπρέτο. Ομως πολλά λιμπρέτα είναι αφελή και ανόητα! Για παράδειγμα, έκανα τις όπερες του Μπελίνι. Εξαιρετική μουσική, υπέροχη, ανυπέρβλητη! Ομως οι υποθέσεις είναι απλώς ηλίθιες. Πρέπει λοιπόν να ακούσεις την όμορφη μουσική και να την αφήσεις να σε παρασύρει. Οταν ήμουν νέος σκηνοθέτης στη Ρουμανία – σπούδαζα ακόμα – πήγα με τους συμφοιτητές μου στην Οπερα του Βουκουρεστίου για να δούμε την «Τραβιάτα» σε μια κλασική και παλιομοδίτικη παραγωγή. Μας φάνηκε γελοία.

Με το θράσος της νιότης μας γελούσαμε και σχολιάζαμε θορυβωδώς, με αποτέλεσμα να μας πετάξουν – δικαίως! – έξω. Τότε είχα ορκιστεί να μην ξαναπάω σε όπερα. Μέχρι που ήρθε μια πρόταση από την Αγγλία να κάνω τον «Ευγένιο Ονιέγκιν» του Τσαϊκόφσκι. Το έργο βασίζεται στο ποίημα του Πούσκιν και είναι αριστούργημα από κάθε άποψη. Επειτα, μου ζήτησαν από τη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου να κάνω την «Τουραντότ».

Ημουν ακόμα τόσο ξένος με την όπερα που απάντησα: «Λυπάμαι, αλλά προέρχομαι από το θέατρο, δεν γνωρίζω το έργο». Ντρέπομαι που το λέω, αλλά δεν το ήξερα. «Αφήστε με», τους είπα, «να το ακούσω απόψε, και αύριο θα σας απαντήσω αν με ενδιαφέρει». Πήγα στο δισκοπωλείο και ρώτησα τον υπάλληλο: «Εχετε την Τουραντότ του Βέρντι;». Εκείνος με κοίταξε αμήχανα και διστακτικά μου είπε: «Κύριε, είστε σίγουρος πως είναι του Βέρντι και όχι του Πουτσίνι;» (σ.σ.: γελάει).

Μπορείτε να φανταστείτε το επίπεδο της άγνοιας και της έλλειψης κουλτούρας που είχα. Ομως δούλεψα, διάβασα, έμαθα και βρήκα ενδιαφέρον. Κατάλαβα πως το μυστικό στην όπερα με τα εξωφρενικά συχνά λιμπρέτα είναι να εστιάζεις στην ποίηση της μουσικής. Η μουσική λοιπόν με εμπνέει περισσότερο από το λιμπρέτο».

Η Τουραντότ και ο Καλάφ, όπως τους γνωρίσατε μέσα από το λιμπρέτο, αλλά κυρίως μέσα από τη μουσική του Πουτσίνι, ποιοι είναι;

«Ο Καλάφ είναι σαν ένας νεαρός Ζίγκφριντ του Βάγκνερ. Μπορεί πολύ απλά να είναι ο μάτσο άνδρας, ο σοβινιστής άνδρας που θέλει να υποτάξει τη γυναίκα. Η Τουραντότ είναι πιο δύσκολη. Είναι πολύ σκληρή. Γιατί η Λιου κερδίζει πάντα περισσότερο χειροκρότημα; Γιατί είναι πιο ανθρώπινη και η υπέροχη μουσική της το υπογραμμίζει.

Προσπαθώ να βρω ανθρωπιά στην Τουραντότ. Κυρίως εκεί που διηγείται την ιστορία της κακοποίησης της πριγκίπισσας Λο ου Λινγκ. Στην εξέλιξη του έργου η Τουραντότ είναι ταυτόχρονα ισχυρή και αδύναμη – αδύναμη ειδικά από τη στιγμή που θα αντικρίσει τον Καλάφ. Αρχίζει σιγά-σιγά, υπογείως, να τον ερωτεύεται, ώστε στο τέλος, προοδευτικά, αυτή η φρικτή σκύλα να αποδεχθεί τον έρωτα» (γελάει).

Το Ηρώδειο θεωρείται ένα δύσκολο θέατρο. Σας δημιουργεί επιπλέον ανησυχία αυτό;

«Και πολύ δύσκολο είναι και θέατρο δεν είναι, αίθουσα για μουσικές εκδηλώσεις ήταν. Το πραγματικά όμορφο θέατρο είναι το παρακείμενο Θέατρο του Διονύσου, όπου πρωτοδιδάχθηκαν τα κορυφαία έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη…

Ομως, αν οι μεγάλοι ανοιχτοί χώροι δεν είναι του γούστου μου, το στήσιμο μιας παράστασης εκεί έχει τις προκλήσεις του, έχει αναμφίβολα ενδιαφέρον. Πολλά χρόνια πριν, το 1996, ήμουν πάλι εδώ, με την Εθνική Οπερα της Ρουμανίας, για να παρουσιάσουμε την όπερα του Ενέσκου «Οιδίπους». Εχω εμπειρία του χώρου. Και μου αρέσει πάντα να επιστρέφω στην Ελλάδα».

Εξάλλου έχετε και ελληνική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας σας…

«Ναι, η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου, ήταν από την Κεφαλλονιά. Η μαμά μου και οι αδελφές της μιλούσαν άψογα ελληνικά! Μεταξύ τους μιλούσαν συνεχώς ελληνικά στο σπίτι μας στη Ρουμανία και όταν ήμουν μικρό παιδί τις άκουγα και ήθελα να μάθω κι εγώ, αλλά δεν μου τα έμαθαν. Η επικοινωνία τους στη γλώσσα της μητέρας τους ήταν ο δικός τους περίκλειστος κόσμος, το μυστικό τους που δεν χωρούσε άλλους».

Ασχολείστε από τα παιδικά σας χρόνια με το θέατρο. Τότε στήνατε στο Βουκουρέστι παραστάσεις κουκλοθεάτρου, τώρα σκηνοθετείτε στις μεγάλες σκηνές. Τι σας έμαθε αυτή η πορεία;

«Σε αυτή τη δουλειά υπάρχει πάντα ένας κίνδυνος. Να ταυτιστείς υπερβολικά με το θέατρο. Και εγώ ήμουν όλη μου τη ζωή εργασιομανής. Πάντα αγαπούσα να δουλεύω, πάντα αγαπούσα να ανακαλύπτω. Και οι κριτικοί πάντα μου καταμαρτυρούσαν πως δεν έχω συγκεκριμένο στυλ. Πράγματι, αλλάζω το στυλ μου, προσπαθώ κάθε φορά να κάνω κάτι άλλο. Δεν αντέχω να κάνω το ίδιο πράγμα, όπως π.χ. ο Ρόμπερτ Γουίλσον, που αυτό που παρουσιάζει είναι πάντα εξαιρετικό αλλά στο ίδιο στυλ.

Προσπαθώ να κάνω το αντίθετο από αυτό και μπλέκομαι σε προβλήματα. Αλλά και μαθαίνω. Θεωρώ πως με έναν τρόπο το θέατρο μας βοηθά να ξεκαθαρίσουμε τα προβλήματα που έχουμε με τη ζωή μας, να αντιμετωπίσουμε τη σύγχυση όλης της ζωής μας και να πάμε παρακάτω. Οταν έρχεσαι στο θέατρο ή στην όπερα σε μία κατάσταση, συνήθως φεύγεις νιώθοντας διαφορετικά. Κάτι έχει αλλάξει μέσα σου.

Ολα όσα συμβαίνουν μέσα στο θέατρο αφορούν τη ζωή, όλα γίνονται για να πάρουμε μια εντύπωση για το πώς να ζήσουμε τη ζωή μας καλύτερα, πιο ευαίσθητα, πιο έξυπνα. Το θέατρο δεν είναι μόνο για την ομορφιά της εικόνας, είναι και για να μάθουμε πώς να ζήσουμε καλύτερα και πώς να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Αλλά, με κάποιον τρόπο, πολλοί από εμάς παγιδευόμαστε, ζούμε για το θέατρο και για την όπερα απλώς για να κάνουμε μια καλή παραγωγή, για να πετύχουμε, για να γίνουμε γνωστοί.

Μεγαλώνοντας, φτάνοντας σε αυτή την ηλικία, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι όλο το θέμα είναι η ζωή, πώς θα ζήσεις σωστότερα και καλύτερα. Και αυτό είναι σαν μια μεγάλη ανακάλυψη που ήρθε αργά στην πορεία μου. Αν την καταλάβαινα νωρίτερα, θα με ωφελούσε περισσότερο. Κάπως έτσι, δεν έζησα τη ζωή μου με την ίδια επιτυχία που γνώρισα δουλεύοντας στο θέατρο».

INFO

«Τουραντότ»: Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 1, 3, 5, 6 και 8 Ιουνίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.

Μεγάλος Χορηγός: ΔΕΗ.