Στην εποχή των «μεταμοντέρνων πόλεων», των έξυπνων οικιακών βοηθών αλλά και των όλο και πιο δύσκολων ανθρώπινων σχέσεων, η όπερα «The Fall of the House of Commons»έρχεται για να ανιχνεύσει το σκοτεινό τοπίο του αστικού βίου. Εμπνευσμένη (και) από την «Πτώση του οίκου των Ασερ» του Εντγκαρ Αλαν Πόου, η παραγωγή που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2023 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών επιστρέφει στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στις 3 Μαΐου.

Και με αφορμή τη νέα σειρά παραστάσεων ο Αλέκος Λούντζης που είχε τη σύλληψη της ιδέας και έκανε τη δραματουργική επεξεργασία και ο Ορέστης Παπαϊωάννου που συνέθεσε τη μουσική μάς ξεναγούν στο ιδιαίτερο σύμπαν που δημιούργησαν, αναλύουν τις θεαματικές και μουσικές επιλογές τους, και εξηγούν πώς το έργο του Πόου εξακολουθεί να αντηχεί στον 21ο αιώνα, με τρόπους αναπάντεχα επίκαιρους.


Ο Αλέκος Λούντζης είχε τη σύλληψη της ιδέας και έκανε τη δραματουργική επεξεργασία. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΒΑΛΕΡΙΑ ΙΣΑΕΒΑ

Αλέκος Λούντζης

Τι σας ενέπνευσε ώστε να σκεφτείτε και τελικά να δημιουργήσετε το «The Fall of the House of Commons»;

«Ας το πούμε μια πρωθύστερη εστίαση στα κοινά βιώματα της τελευταίας δεκαπενταετίας. Η εντύπωση ότι εμείς είμαστε το τελευταίο υβριδικό αντικείμενο μεταξύ αναλογικού και ψηφιακού πεδίου πάλης ήταν μια προπαγάνδα που είχε ριζώσει στη σκέψη μου αρκετά χρόνια πριν ξεκινήσει η περιπέτεια της γραφής των «Commons». Ηδη από το 2016, ό,τι επεξεργαζόμουν και δοκίμαζα να γράψω μου φαινόταν να ισορροπεί στη φτενή συνθήκη μίας σελίδας που έχει γυρίσει μισή – το βλέμμα σου διαβάζει μόνο την τελευταία αράδα της προηγούμενης και πιάνει φευγαλέα και φλου την άγνωστη γραμμένη επικράτεια της επόμενης.

Οι αναδιατάξεις που υφαίνονταν μπροστά δεν μου φαίνονταν πλέον κατά προτεραιότητα φορμαλιστικές ή εννοιολογικές αλλά κυρίως να θέτουν σε αμφισβήτηση τις πιο πυρηνικές μας ερμηνευτικές παραμέτρους – τη χρονικότητα, την προσβασιμότητα και την αναστρεψιμότητα. Ο,τι γνωρίζαμε ως αντικειμενικό όριο έμοιαζε να ρευστοποιείται ή έστω να γίνεται μεταβλητή. Σταδιακά σχηματίστηκε η ιδέα ότι ήμασταν οι πρώτοι ένοικοι του νέου πλαισίου «συμβίωσης» ανθρώπων και μηχανών – συναισθηματικής και τεχνητής νοημοσύνης».

Και ο Πόου πώς προέκυψε;

«Οταν ξαναδιάβασα το αρχετυπικό διήγημά του «Η πτώση του οίκου των Ασερ» το κλειστό κύκλωμα ξεδιπλώθηκε σε μια εξαντλητική ευθεία – αυτό που ίσως ονομάζαμε μυθοπλαστική ιδέα – και πλέον ήξερα ακριβώς τι ήθελα να γράψω και ας μου πήρε περίπου δύο χρόνια να φτάσω στην απέναντι όχθη».

Πώς εξελίχθηκε η συνεργασία σας με τον συνθέτη Ορέστη Παπαϊωάννου;

«Θυμάμαι ακόμη την πρώτη κατακόρυφη αίσθηση συντονισμού με το πρώτο μοτίβο για το τραγούδι του «Οίκου» που μου είχε στείλει σε ηχητικό μήνυμα ο Ορέστης το κάπως μακρινό 2019 και ακόμη περισσότερο τη (μετ)εφηβική μου χαρά όταν άκουσα τη σπιτική ηχογράφηση (με toy piano και φωνή του συνθέτη) μίας στροφής στην άρια «Of Commons and Randoms», που ήταν και από τα ελάχιστα μέρη τα οποία έγραψα εξαρχής στα αγγλικά. Δουλέψαμε και δουλεύουμε μαζί κοντά στα επτά χρόνια με τον Ορέστη.

Με έναν τρόπο νομίζω ότι και για τους δύο το συγκεκριμένο εγχείρημα πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να φανταστούμε όταν ξεκινήσαμε. Για παράδειγμα, ο Ορέστης ολοκλήρωσε πρόσφατα τη διδακτορική του διατριβή στη Γερμανία με τα «Commons» να είναι ένα σημαντικό μέρος της, ενώ ο υποφαινόμενος έγραψε σχεδόν αμέσως μετά ένα επόμενο μουσικό έργο εμβάθυνσης ή κατάδυσης στην ίδια θεματική – το τεχνονουάρ μινιατούρα με τίτλο «Τεχνητή εμπιστοσύνη» που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 2024 στο πλαίσιο του Προγράμματος «Ολη η Ελλάδα ένας πολιτισμός», επίσης σε μουσική του Ορέστη Παπαϊωάννου και σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη».

Και η συνεργασία με τον λιμπρετίστα Ορφέα Απέργη; Πώς είναι να συνδημιουργείς ένα έργο;

«Η συνεργασία αυτή είχε τη διακριτή διαλεκτική των ομοτέχνων, όπου ο ναρκισσισμός των μικρών ή μεγαλύτερων διαφορών χορεύει σε κάθε αράδα, σε κάθε διατύπωση. Εδώ το σημαντικότερο είναι κατά την κρίση μου η αποδοχή τους παρά τα βασικά ανακλαστικά μας. Η μετάφραση-απόδοση, ο εμπλουτισμός ή/και η επιμέλεια ενός κειμένου είναι καθαυτά συγγραφή και όταν επιλέγουμε κάτι να γίνει με τέσσερα χέρια θα πρέπει να είμαστε επαρκώς ευρύχωροι για να υπερβούμε τις δικές μας εμμονές ή μονοκαλλιέργειες στο ύφος. Στην ολοκλήρωση και της κοινής εργασίας ήξερα ότι το λιμπρέτο των «Commοns» οφείλει ένα μέρος των σφυγμών του στον Ορφέα».

Το έργο παρουσιάζει έναν κόσμο όπου ανθρώπινη και τεχνητή νοημοσύνη συνυπάρχουν. Ποιο μήνυμα επιδιώκετε να μεταδώσετε σχετικά με αυτή τη σχέση;

«»Μπορούν οι Μηχανές να σκεφθούν;». Αν πούμε ότι η ρίζα βρίσκεται στο διεισδυτικό ερώτημα του Τούρινγκ, στο κέντρο του προηγούμενου αιώνα, το «The Fall of the House of Commons» εγγράφεται σε μία διαδρομή που δεν είναι ούτε αιφνίδια ούτε μοιάζει πλέον καθόλου με επιστημονική φαντασία. Το έργο εκκινεί από το ομογενοποιημένο ψηφιακό παρόν, εστιάζοντας καλειδοσκοπικά το βλέμμα στη «συγκατοίκηση» ανθρώπων και μηχανών και στην ήδη παρούσα συμβίωση ανθρώπινης και τεχνητής νοημοσύνης.

Η μυθοπλασία δεν είναι ούτε τεχνοφιλική ούτε τεχνοφοβική· δεν είναι καν ένα έργο σκιαγράφησης της εξέλιξης και του ρόλου των σκεπτόμενων μηχανών, όπως θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί με τον κεντρικό χαρακτήρα της Ερικα-7, αλλά πρωτίστως μία επιτόπια φαντασία για το τι γινόμαστε εμείς στη νησίδα ψηφιακής διάχυσης και στις πρόβες σταδιακής μηχανικής υποκατάστασης. Είναι, ας το πούμε έτσι, μια σπονδυλωτή αυτοπαρατήρηση για ένα είδος αρκετά ευφυές να κατασκευάσει μία σκεπτόμενη μηχανή, αλλά όχι απαραίτητα έτοιμο να τη χρησιμοποιήσει χωρίς να αφομοιωθεί από μία απρόβλεπτη τροχιά «μηχανοποίησης» των πολιτών στη σύγχρονη τεχνολογική πασαρέλα. Ή αλλιώς… ποιος έχει αλλάξει περισσότερο στο πρώτο τεταρτημόριο του 21ου αιώνα, εμείς ή τα δεδομένα;».

Πώς η σκηνοθετική προσέγγισή του Αλέξανδρου Ευκλείδη συνέβαλε στην απόδοση του οράματός σας;

«Ο Αλέξανδρος και ο μαέστρος Μιχάλης Παπαπέτρου, που διευθύνει τώρα το έργο στην ΕΛΣ, ήταν οι δύο άνθρωποι που πήραν στα χέρια τους την πρώτη μορφή του το 2018. Το τι σκέφτηκαν αρχικά και πώς φτάσαμε ως εδώ παραμένει ακόμη μια ανεξερεύνητη περιοχή μεταξύ μας – ίσως ένα ερώτημα που επανέρχεται όσο επιστρέφουμε στο υλικό. Η συνεργασία με τον Αλέξανδρο δεν είχε την ανεμόσκαλα κάποιας οραματικής υλοποίησης· ήταν εξαρχής μια διαρκής προσέγγιση γείωσης: Να πείσουμε πρωτίστως τους εαυτούς μας (πώς αλλιώς;) γιατί λέμε όσα λέμε, γιατί αυτή είναι η μουσική τους και γιατί γίνονται όσα γίνονται στη Σκηνή. Τώρα που το σκέφτομαι ήταν εξαρχής μια συνάντηση επέκτασης της συγγραφής που ίσως να είναι και αναγκαία προεργασία κάθε σκηνοθεσίας».

Υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία στην παράσταση που θεωρείτε ότι ξεχωρίζουν και θα ήθελαν ιδιαίτερη προσοχή από το κοινό;

«Η «ιδιωτικότητα» είναι ίσως το τελευταίο απόθεμα αυταπάτης του δυτικού κόσμου όσο στριφογυρίζουμε νευρικά στο σύμπαν κλειστοφοβίας του δικού μας Οίκου. Η αντίστροφη μέτρηση δεν αφορά πλέον κάποιον τοπικό παραπόταμο, αλλά την κεντρική κοίτη. Δεν είναι ντοκιμαντέρ για ηπείρους στις όποιες ράβονται τα ρούχα μας, αλλά παγωμένο πλάνο από παραλίες που εμείς βρέξαμε τα πόδια μας και άλλοι ξεβράστηκαν απ’ το κύμα. Η ελευθερία και οι ελευθερίες, οι επιλεκτικοί ενικοί και ο βολικός πληθυντικός, φαντάζουν όλο και πιο ανεπαρκείς – ενίοτε διακρίνεται η ετικέτα με την τιμή των εκπτώσεων.

Το σύγχρονο μοντέλο ευτυχίας κοιτάζει ήδη λοξά έξω από το παράθυρο του διαμερίσματος και ονειρεύεται το Διάστημα. Αν μηρυκάσουμε την εγγύτατη πραγματικότητα θα τη βρούμε διαρκώς παρούσα και εν τούτοις άπιαστη στην πλήρη συνειδητοποίησή της, όπως κάθε παρόν. Ας πούμε, καταληκτικά, ότι είναι κάπως εντυπωσιακό η επιστημονική φαντασία να μοιάζει κοινός τόπος μέσα σε μία πενταετία· ότι ίσως εδώ να λαμπυρίζει μια καταπακτή για κάθε σύμπαν που δείχνει στεγανό και αυτάρκες στα δικά μας commons ή στα επόμενα: «Of Commons and Randoms / Για Κοινούς και Τυχαίους, Of mice and men / Για ανθρώπους και ποντίκια, There is no comparison / Δεν στέκει σύγκριση, There was never past tense; / Δεν υπήρχε ποτέ πριν. There is only the present / Υπάρχει μόνο το τώρα, Only us and them / Μόνο εμείς και αυτοί»».

Ο Ορέστης Παπαϊωάννου συνέθεσε τη μουσική για το ιδιαίτερο σύμπαν της όπερας. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΒΑΛΕΡΙΑ ΙΣΑΕΒΑ

Ορέστης  Παπαϊωάννου

Πώς ξεκινήσατε να χτίζετε τον ηχητικό κόσμο του έργου; Από τι εμπνευστήκατε;

«Κύρια πηγή έμπνευσής μου ήταν το ίδιο το λιμπρέτο, με την πληθώρα συμβολισμών και μοτίβων που προσπάθησα να αποδώσω μουσικά. Επίσης ο τρόπος γραφής του, που με τη συχνή εναλλαγή ελεύθερου διαλόγου, πρόζας και ρυθμικού στίχου με ομοιοκαταληξίες με ώθησαν στην απόφαση συλλογής και ταξινόμησης φωνητικών εκφάνσεων, που να μπορέσουν να υπηρετήσουν τη δραματουργία. Υπάρχουν συνολικά πολλοί διαφορετικοί τρόποι αφήγησης, ομιλίας και τραγουδιού που φανερώνουν τον συναισθηματικό κόσμο των χαρακτήρων αλλά και το δίπολο μεταξύ ανθρώπινης και τεχνητής νοημοσύνης.

Οπως και με τις φωνητικές εκφάνσεις, ο ηχητικός κόσμος είναι και αυτός πολυεπίπεδος, αντλώντας τόσο από πιο σύγχρονα (ατονικά) όσο και από πιο παραδοσιακά (τονικά) στοιχεία. Βασικό εργαλείο στο να επιδείξω μουσικά αυτή την αίσθηση του οικείου αλλά και ξένου που επικρατεί σε αυτό το κοινό διαμέρισμα του μέλλοντος, ήταν η επιλογή μιας κάπως ιδιότυπης ενορχήστρωσης που θυμίζει μεν τζαζ σύνολο, αλλά αναπαράγει πολλά διαφορετικά στυλ.

Το πρώτο μέρος του έργου που συνέθεσα ήταν η οβερτούρα, η οποία αποτέλεσε τη βάση της  πιο «σύγχρονης» μουσικής ατμόσφαιρας του έργου. Ως έμπνευση θυμάμαι να έχω στον νου μου τη νωχελική ζωή στο διαμέρισμα των «Commons», αλλά και αίσθηση του αστικού περιβάλλοντος της μελλοντικής μητρόπολης στην οποία βρίσκεται. Το αποτέλεσμα είναι ένα είδος «δυστοπικής» και υβριδικής τζαζ, κάτι που ίσως θα παιζόταν σε ένα κρυμμένο τζαζ μπαρ του μέλλοντος. Ακολούθησε η μελοποίηση κάποιων τραγουδιών που βρίσκονταν σε καίρια σημεία της υπόθεσης, που έγιναν σε πιο θεατρικό στιλ που φλερτάρει με την οπερέτα και το μιούζικαλ. Αυτή η αντιδιαστολή σύγχρονων, τζαζ, και μουσικοθεατρικών στοιχείων έθεσε και τις βάσεις για την ηχητική ταυτότητα ολόκληρης της όπερας».

Ποιες μουσικές και αισθητικές επιρροές «διαμόρφωσαν» τη σύνθεσή σας;

«Κυρίως χρησιμοποιείται μία ελεύθερη ατονική γλώσσα που εντάσσεται στη σύγχρονη μουσική δημιουργία. Οσο ρόλο όμως έπαιξε η αβανγκάρντ του 20ού και 21ου αιώνα, τόσο έπαιξαν και διάφορα άλλα είδη τα οποία μελέτησα κατά τη διάρκεια της σύνθεσης, όπως διάφορα είδη τζαζ, το μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ, το Μπρεχτικό θέατρο και οι μινιμαλιστικές όπερες του Ρόμπερτ Ασλεϊ. Οι διαφορετικές αυτές επιρροές διαστρεβλώνονται ή αποκτούν διαφορετικές λειτουργίες, υπηρετώντας τους δραματουργικούς στόχους του έργου και δημιουργώντας έτσι συχνά ένα μουσικό υβρίδιο. Στόχος μου δεν ήταν μία όπερα «pastiche», αλλά ένα έργο συνεκτικό και με δική του ταυτότητα».

Το έργο εξερευνά τη σχέση ανθρώπου και τεχνητής νοημοσύνης. Πώς μεταφράσατε αυτό το θεματικό δίπολο στη μουσική σας;

«Αντίθετα με την παραδοσιακή όπερα, όπου επικρατεί το bel canto, στο «The Fall of the House of Commons» υπάρχει πληθώρα φωνητικών εκφάνσεων και τραγουδιστικών στυλ που αποστασιοποιούνται πλήρως από αυτό. Ο «φυσικός» τρόπος έκφρασης του ρομποτικού βοηθού Ερικα-7 είναι μία εξπρεσιονιστική μορφή μελωδικής ομιλίας (Sprechgesang), που στοχεύει σε μία «τεχνητή» και στυλιζαρισμένη έκφραση. Ως μηχανή, η Ερικα-7 έχει διακριτούς ρόλους (modes) στη συμπεριφορά της που κάποιες φορές πλησιάζουν τη μηχανική της φύση (ρόλος οικιακής βοηθού, μηχανής αναζήτησης) και κάποιες φορές την ανθρώπινη (ειρωνική, μιμητική, απειλητική…). Οι διαφορετικοί αυτοί ρόλοι εκφράζονται με «χειρουργική» ακρίβεια μέσω διαφορετικών φωνητικών εκφάνσεων και ηλεκτρονικών φίλτρων.

Οι μόνες στιγμές που η Ερικα-7 τραγουδάει, είναι όταν θέλει να μιμηθεί το ανθρώπινο. Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες από την άλλη, κυρίως τραγουδάνε ή αφηγούνται με «αχαλίνωτο» πάθος, όντας κατά κάποιον τρόπο πιόνια του ίδιου τους του θυμικού. Επιπλέον, η Ερικα-7, ως τεχνητή νοημοσύνη του μέλλοντος, μπορεί να «συνθέτει» δικά της τραγούδια, αναπαράγοντας συγκεκριμένα στυλ που φλερτάρουν με το κιτς και το κλισέ ή και «επανασυνθέτουν» άλλα – πολύ γνωστά – τραγούδια. Από την οπερατική παράδοση χρησιμοποίησα αρκετά την έννοια του leitmotiv – μελωδιών και ενορχηστρώσεων που συνοδεύουν καταστάσεις και χαρακτήρες. Το έργο δεν ακολουθεί μία ενιαία φόρμα, αλλά είναι διαχωρισμένο σε μικρότερα μουσικά επεισόδια-ταμπλό, με αντιθετικά στοιχεία που διακόπτουν τη ροή του, συνομιλώντας άμεσα με το μιούζικαλ και την οπερέτα των 1920s».

Πώς θα θέλατε το κοινό να βιώσει τη μουσική σας; Υπάρχουν συγκεκριμένα συναισθήματα ή σκέψεις που επιδιώκετε να γεννήσετε στους θεατές;

«Κατ’ αρχάς θα ήθελα οι θεατές να απολαύσουν αυτή τη σχεδόν μιάμιση ώρα που διαρκεί η όπερα. Το έργο διαδραματίζει καταστάσεις στις οποίες όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε περιέλθει και μπορεί να συνδεθεί με αυτές: Ο εγκλεισμός σε ένα διαμέρισμα και το πώς αυτός επηρεάζει την δυναμική των διαπροσωπικών μας σχέσεων, η ασθένεια ενός κοντινού μας ανθρώπου, ακόμα και η τεχνητή νοημοσύνη, που τη στιγμή της σύλληψης του έργου φαινόταν κάτι μακρινό, έχει γίνει πλέον μέρος της καθημερινότητάς μας.

Κάτι που θα ήθελα το κοινό να βιώσει έντονα είναι οι αντιθέσεις μεταξύ των δραματικών και των κωμικών στοιχείων αλλά και τα πολλές φορές δίσημα μηνύματα, με το μαύρο χιούμορ που «υφέρπει» σχεδόν κάτω από κάθε στίχο και κάθε νότα. Το ιδανικό λοιπόν για μένα θα είναι οι θεατές απλώς να αφεθούν σε αυτό το ταξίδι συναισθημάτων και ερεθισμάτων και είμαι σίγουρος πως θα υπάρξουν πολλές διαφορετικές αναγνώσεις και εμπειρίες. Νομίζω πως η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη έχει καταφέρει πολύ εύστοχα να προσδώσει άμεσα και κατανοητά τα περίπλοκα νοήματα του λιμπρέτου, έτσι ώστε οι θεατές να μπορέσουν να εισέλθουν στο διαμέρισμα των «Commons» και να βιώσουν την ιστορία του».

Παραστάσεις θα δοθούν στις 3, 4, 8, 10 και 11 Μαΐου. Ερμηνεύουν: Χρύσα Μαλιαμάνη, Γεώργιος Ιατρού, Μιράντα Μακρυνιώτη. Συμμετέχει εξαμελές μουσικό σύνολο.