Το νέο εξεταστικό σύστημα της χώρας επελέγη ώστε να αξιολογεί με νέα (πιο αυστηρή) βαθμολογική μέθοδο τους υποψηφίους για τα ΑΕΙ, προκειμένου να μην έχουμε πλέον φαινόμενα εισόδου στα πανεπιστήμια με «λευκές κόλλες». Οταν όμως παραδίδουν… «λευκές κόλλες» τα ίδια τα πανεπιστήμια και τα τμήματά τους, τότε η αυστηρότητα του συστήματος μοιάζει μονόπλευρη. Οπως έδειξαν οι εφετινές πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή στα ανώτατα Ιδρύματα της χώρας, από το 1 και το 2, βαθμούς εισόδου στα πανεπιστήμια της περασμένης 5ετίας, περάσαμε στο… 0 εισακτέοι της Νοσηλευτικής Διδυμοτείχου. Ενός τμήματος κατά τα άλλα και με… 0 μόνιμα μέλη Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού.

Ολοταχώς προς «Αθηνά Νο 2»

Το δεύτερο μεγάλο μήνυμα της εφετινής εξεταστικής διαδικασίας με την οποία και ολοκληρώνεται το νέο εξεταστικό σύστημα, είναι ότι δεν φταίνε για τις κατά καιρούς αρνητικές εντυπώσεις των πανελλαδικών εξετάσεων οι υποψήφιοι για τα πανεπιστήμια που αγωνίστηκαν και εφέτος σε συνθήκες αντίξοες για μια θέση στον «ήλιο» της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας: δεν έφταιγαν ούτε στο παρελθόν, όπου η εξεταστική οδός τους έδινε την δυνατότητα της εισόδου στα πανεπιστήμια με χαμηλές βαθμολογίες.

Διαβάστε επίσης: Η ακτινογραφία των βάσεων – Οι εκπλήξεις, οι σχολές που εκτοξεύτηκαν, ο τρόπος επιλογής

Φταίει το πώς «κουρδίζει» η Πολιτεία το σύστημα εισόδου στα πανεπιστήμια της χώρας, η οποία και πρέπει τώρα όπως έδειξε αυστηρότητα στις χαμηλές βαθμολογίες των προηγούμενων ετών, να δείξει αυστηρότητα και απέναντι στις διοικήσεις των ΑΕΙ που επιμένουν να διατηρούν τμήματα μειωμένου ενδιαφέροντος ή ανύπαρκτης επαγγελματικής προοπτικής. Κατ’ επέκταση και όπως αναφέρουν οι πληροφορίες από το υπουργείο Παιδείας, το σχέδιο «Αθηνά Νο 2» για περικοπές ή συγχωνεύσεις πανεπιστημιακών τμημάτων θα τεθεί σε εφαρμογή τους επόμενους μήνες. Με το δεδομένο βέβαια ότι τα πανεπιστήμια δεν υπάρχουν για να ασκείται οικονομική, μειονοτική ή άλλη πολιτική. Ούτε υπάρχουν για να τονώσουμε την περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας. Αντίθετα, υπάρχουν για να μορφώσουμε τη νέα γενιά της.

Χιλιάδες οι κενές θέσεις

Ετσι, είδαμε εφέτος το Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος στο Καρπενήσι με 7 εισακτέους, το Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος Φυσικών Πόρων Ορεστιάδας με 5 εισακτέους, το Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Θεσσαλονίκης με 7 και το Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας του ίδιου Ιδρύματος με 6, το Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας με 3 εισακτέους, το Τμήμα Μηχανικών Τοπογραφίας και Γεωπληροφορικής στις Σέρρες με 2 εισακτέους, το Τμήμα Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας και Μουσειολογίας στην Κέρκυρα με 9, το Τμήμα Περιβάλλοντος στη Ζάκυνθο με 4, όπως και το Τμήμα Αλιείας και Υδατοκαλλιεργειών στο Μεσολόγγι.

Με τα δεδομένα αυτά, έμειναν πάνω από 7.000 θέσεις κενές σε πανεπιστήμια, κάτι που δεν μπορεί κάποιος να το θεωρήσει επιτυχία ενός εξεταστικού συστήματος, το οποίο τελικά ανάγκασε τους περισσότερους από 37.000 υποψηφίους που απέτυχαν στις πανελλαδικές εξετάσεις να στραφούν αναγκαστικά στα δημόσια ΙΕΚ, όπου τους έδειξε η Πολιτεία ως μόνη λύση.

Κενές θέσεις έμειναν όμως και σε περιζήτητα τμήματα των ΑΕΙ της χώρας, όπως η Αρχιτεκτονική της Πάτρας που επέλεξε να κρατήσει στην υψηλότερη κλίμακα (το 1,20) τον συντελεστή που διαμορφώνει την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής της. Κενές θέσεις επίσης θα έχουν η Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων στα Γρεβενά (-230), η Λογιστική και Χρηματοοικονομική στην Κοζάνη (-185), τα Μαθηματικά στα Ιωάννινα (-174), το Τμήμα Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής στα Ιωάννινα (-162), το Τμήμα Φυσικής στα Ιωάννινα (-148) κ.ά. Με 139 θέσεις κενές έμεινε και η Σχολή Ευελπίδων.

Βαθμολογικό σοκ στις Νομικές Σχολές

Το βαθμολογικό «σοκ» ήρθε εφέτος για τις Νομικές Σχολές που έπεσαν θεαματικά, όπως είχε άλλωστε προβλεφθεί. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιλογή διαφορετικών συντελεστών βαρύτητας από το κάθε τμήμα της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας, αλλά και στα δύσκολα θέματα που οδήγησαν σε χαμηλότερες βαθμολογίες. Μεγαλύτερη πτώση για τη Νομική της Θεσσαλονίκης, κατά 664 μόρια σε σχέση με το 2021 (17.150 η εφετινή βάση της), ενώ στη Νομική Αθήνας η πτώση ήταν 207 μόρια σε σχέση με το 2021.

Οι Ιατρικές έπεσαν από 25 (Αθήνα) έως 104 (Θεσσαλονίκη) μόρια, ενώ στην αντίθετη κατεύθυνση η Πάτρα που επέλεξε διαφορετικούς συντελεστές στα μαθήματα βαρύτητας και έδωσε 30% στη Βιολογία και 20% στη Γλώσσα και Λογοτεχνία, ανέβηκε βαθμολογικά 84 μόρια. Γεγονός που αποδεικνύει ότι εκτός του «εύκολα-δύσκολα» θέματα, η κίνηση των βάσεων εισαγωγής στα ΑΕΙ αποτελεί ένα ιδιότυπο βαθμολογικό «πόκερ», την έκβαση του οποίου δεν καθορίζει τελικά η επιτυχία ή η αξιολόγηση των καλών υποψήφιων φοιτητών και φοιτητριών, αλλά η επιλογή των κατάλληλων «φύλλων».

Εφέτος είχαμε 232 τμήματα σε άνοδο βάσεων και 212 σε πτώση, ενώ η βάση εισαγωγής στα ΑΕΙ ήταν τελικά το 6,8 σε τμήμα σε τμήμα της Αμφισσας. Στην κορυφή της βαθμολογικής σκάλας (αν εξαιρέσει κανείς τις Στρατιωτικές ή τις σχολές με ειδικό μάθημα) στάθηκε και εφέτος η Ιατρική Σχολή Αθηνών με 18.800 μόρια, ενώ στην κατώτερη θέση (με 6.880) βρέθηκε το Τμήμα Περιφερειακής και Οικονομικής Ανάπτυξης της Αμφισσας.

Οι Ψυχολογίες είχαν εφέτος επίσης μεγάλη πτώση (-587 μόρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και -782 στο Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης). Πτώσεις βάσεων είχαμε και στα Πολυτεχνεία, τόσο των αστικών κέντρων αλλά και της περιφέρειας.

Τη μεγαλύτερη πτώση μορίων είχε εφέτος (εκτός των ειδικών κατηγοριών των Ναυτικών Σχολών) το Τμήμα Φυσικής του Ηρακλείου με -2.237. Επίσης εάν εξαιρέσει κανείς από τον σχολιασμό των συμβατικών τμημάτων των ΑΕΙ το πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών Αθήνας (που είχε άνοδο 6.672 μορίων), τη μεγαλύτερη άνοδο στα ΑΕΙ είχε εφέτος το Τμήμα Μαθηματικών των Ιωαννίνων που ανέβηκε στα 12.305 μόρια (+2.948 μόρια σε σχέση με πέρυσι).