Ολα (θα) αλλάζουν/ξουν και όλα τα ίδια μένουν: Αυτή είναι η πραγματικότητα για τους υγειονομικούς του ΕΣΥ – τουλάχιστον όπως την περιγράφουν οι ίδιοι -, διαπιστώνοντας με πικρία πως τα «ευχαριστώ» εν μέσω πανδημίας περιορίστηκαν κυρίως στα χειροκροτήματα. Το υπουργείο Υγείας βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπο με ένα διογκούμενο κύμα δυσαρέσκειας, που μεταφράζεται σε παραιτήσεις γιατρών ανά τη χώρα – από την Κρήτη και το Αγρίνιο έως την Πρέβεζα, τη Σπάρτη και την Αθήνα. Και όπως όλα δείχνουν, εάν δεν θεσμοθετηθούν επιπλέον κίνητρα, οι «ιατρικές έρημοι» – όπως έχουν βαφτίσει οι νέοι γιατροί στην Ευρώπη το φαινόμενο της δυσκολίας στελέχωσης υγειονομικών μονάδων σε απομακρυσμένες περιοχές της Γηραιάς Ηπείρου – θα απλωθούν σχεδόν στο σύνολο της επικράτειας.

Ελλείψεις αναισθησιολόγων

Πέρυσι, είχε σημάνει σήμα συναγερμού για τις ελλείψεις αναισθησιολόγων. Τα κενά αλλά και το αναιμικό ενδιαφέρον των νέων επιστημόνων να υπηρετήσουν στις δημόσιες δομές ανέδειξαν τότε τον κίνδυνο να καταρρεύσει η λειτουργία του ΕΣΥ σαν χάρτινος πύργος. Χωρίς αυτούς δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν επεμβάσεις, διασωληνώσεις, εμβολισμοί και άλλες νευραλγικές ιατρικές πράξεις…

Εκτοτε, η εικόνα παραμένει η ίδια. Από το σύστημα λείπουν τουλάχιστον 250 ειδικευόμενοι αναισθησιολόγοι, ενώ από τις στρατιές των αποφοίτων από τις ιατρικές σχολές ελάχιστοι επιλέγουν τη συγκεκριμένη ειδικότητα. Υπολογίζεται πως κατά μέσο όρο μόλις τέσσερις στις δέκα θέσεις είναι κατειλημμένες. Ακόμη όμως και εκείνοι που το κάνουν, αμέσως μετά τη λήψη του τίτλου ειδικότητας, παίρνουν τον δρόμο για τον ιδιωτικό τομέα. Αντιστρόφως ανάλογα, μόνο τον Αύγουστο είχαν δημοσιευτεί στη «Διαύγεια» πέντε παραιτήσεις γιατρών (σε Ξάνθη, Λευκάδα, Χαλκίδα) της συγκεκριμένης ειδικότητας.

Εν τω μεταξύ, τους  μήνες που μεσολάβησαν διαπιστώθηκε πως η… απαξίωση και άλλων ιατρικών ειδικοτήτων πρώτης γραμμής είναι μια από τις αιτίες που αρκετοί επιστήμονες εξωθούνται από το ΕΣΥ. «Αν και έχουμε πολλαπλώς θεωρηθεί οι «ήρωες» με τις άσπρες ποδιές, τα δεδομένα δεν φαίνεται να έχουν βελτιωθεί σημαντικά όσον αφορά τις εργασιακές συνθήκες των επαγγελματιών υγείας στο ΕΣΥ. Η οικειοθελής παραίτηση συναδέλφων καταγράφεται πλέον σε ανησυχητικό βαθμό, κυρίως στις άγονες και επαρχιακές δομές Υγείας, αφού οι περισσότεροι συνάδελφοι θεωρούν ότι δεν μπορούν να προσφέρουν την απαραίτητη και ασφαλή φροντίδα υγείας στους ασθενείς, απότοκο των συνθηκών επαγγελματικής εξουθένωσης ή διαρκούς μετακίνησης κατά την άσκηση της καθημερινής ιατρικής πράξης» υπογραμμίζει στο «Βήμα» η δρ Σταματούλα Τσικρικά, πνευμονολόγος στο Σωτηρία και πρόεδρος της Ενωσης Πνευμονολόγων Ελλάδας.

Και συνεχίζει: «Κατά την άποψή μου, ένα από τα βασικότερα προβλήματα της πνευμονολογίας-φυματιολογίας στη χώρα μας, παρότι θεωρείται μια από τις ειδικότητες κορμού, είναι ότι εξακολουθεί να βιώνει την υποστελέχωση και την αποδυνάμωση». Είναι επιτακτική, όπως λέει, η επάνδρωση με πνευμονολόγους-φυματιολόγους όλων των Κέντρων Υγείας αστικού τύπου, των Τοπικών Ιατρείων, των Πολυϊατρείων και των Περιφερικών Ιατρείων. «Η έλλειψη ενός οργανωμένου δικτύου Πρωτοβάθμιας από ειδικούς πνευμονολόγους και η απουσία στήριξης των ιδιωτών λειτουργούν αρνητικά και δεν επιτρέπουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τη διαχείριση των ασθενών στην κοινότητα και κατά συνέπεια την αποφόρτιση των νοσοκομειακών δομών ιδιαίτερα κατά τις εφημερίες».

Υπό τις συνθήκες αυτές και όπως προβλέπει η κυρία Τσικρικά, η μαζική προσέλευση και αναζήτηση ιατρικών υπηρεσιών σχετιζόμενων με το αναπνευστικό τους επόμενους χειμερινούς μήνες θα δοκιμάσει (για μια ακόμη φορά) τις αντοχές των συστημάτων Υγείας και «θα μειώσει πιθανά την αποδοτικότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών υγείας».

Η ίδια όπως και οι συνάδελφοί της στην εξίσωση βάζουν και τις χαμηλές οικονομικές απολαβές συγκριτικά με τις αντίστοιχες σε όμορες χώρες, καθώς και την αυξημένη φορολόγηση που «αποτελούν σημαντικούς μη ελκυστικούς παράγοντες παραμονής στο δημόσιο σύστημα Υγείας».  

Πόσα παίρνουν οι γιατροί σήμερα

Επιστρέφοντας στο παράδειγμα των αναισθησιολόγων, το μηνιαίο εισόδημα στην Κύπρο αγγίζει ακόμη και τις 8.000 ευρώ. Την ίδια ώρα, στο ελληνικό δημόσιο σύστημα ένας πρόσφατα διοριζόμενος αναισθησιολόγος λαμβάνει περί τα 1.800-1.900 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των εφημεριών). Η αύξηση ύψους 10% που έλαβαν οι γιατροί το 2023 δεν μπορεί να αντισταθμίσει τα… χαμένα έσοδα.

Η πρόεδρος της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) και συντονίστρια διευθύντρια της Γ’ Παθολογικής Κλινικής στο Γ. Γεννηματάς, δρ Ματίνα Παγώνη, δίνει ένα ακόμη γλαφυρό παράδειγμα: «Η Ρουμανία δίνει πρώτο μισθό 3.000 για τον επιμελητή Β’ και εμείς 1.300 -1400 ευρώ». Με τη σύγκριση αυτή επιχειρεί να εξηγήσει γιατί ιδίως οι νεότεροι επιστήμονες δηλώνουν παραίτηση ή αποφεύγουν εξαρχής την παγίδα της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα. Επειτα, όπως περιγράφει, είναι τεράστιος ο φόρτος εργασίας – στις εφημερίες, στα Επείγοντα … – που σε συνδυασμό με τις ελλείψεις δημιουργούν ασφυκτικές εργασιακές συνθήκες. Και ομολογεί πως στην περιφέρεια η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, με τους γιατρούς να εφημερεύουν ακόμη και τις μισές ημέρες του μήνα.

Δεν είναι τυχαίο πως στο νοσοκομείο που υπηρετεί η κυρία Παγώνη η αναμονή για ειδικότητα έχει συρρικνώθει στο μισό. Η ίδια κάνει λόγο για πρωτόγνωρο φαινόμενο, που μεταξύ άλλων αποδίδει στο γεγονός πως το ΕΣΥ δεν «πείθει» για αυτό που μπορεί να προσφέρει σε έναν νέο επιστήμονα οικονομικά αλλά και, επί της ουσίας, στην εξέλιξή του. Στον Ευαγγελισμό ο αριθμός των νέων επιστημόνων σε αναμονή για ειδικότητα είναι μονοψήφιος, όταν πριν από τρία χρόνια η λίστα μετρούσε 30-40 αποφοίτους των ιατρικών σχολών.

Η υποβολή των παραιτήσεων από παθολόγους τον τελευταίο μήνα από τα νοσοκομεία της Κρήτης και τη Σπάρτης (σύμφωνα με τη «Διαύγεια» τον Ιούλιο έγιναν δεκτές ακόμη τρεις, λιγότερο θορυβώδεις, από γιατρούς σε Ρόδο, Σύρο και Αθήνα) και οι δεκάδες μετακινήσεις συναδέλφων τους από νοσοκομείο σε νοσοκομείο με τη διαδικασία του «εντέλλεσθαι» πυροδότησαν την αντίδραση της επιστημονικής τους εταιρείας. Πρόκειται «πλέον για κάλυψη πάγιων αναγκών με αθέμιτο τρόπο. Η πρακτική αυτή είναι αντιεπιστημονική, παράνομη και επικίνδυνη τόσο για τους ασθενείς όσο και για τους ίδιους τους συναδέλφους» αναφέρει σε ανακοίνωσή της.

Αποδυνάμωση του ΕΣΥ

Με ιδιαίτερα ηχηρό τρόπο, όμως, έκλεισε την πόρτα του Νοσοκομείου Πρέβεζας και η διευθύντρια του Κοινοτικού Κέντρου Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων, δηλώνοντας εξουθενωμένη από τις εργασιακές συνθήκες. Αυτό που φαίνεται να συνθλίβει τους γιατρούς, όπως αναφέρουν ενδεικτικά στο «Βήμα», είναι πως το σύστημα πάσχει από απάθεια. Για αντίστοιχους λόγους παραιτήθηκε και η μοναδική ψυχίατρος παιδιών και εφήβων του νοσοκομείου στην Κέρκυρα.

Η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδος πρόσφατα σήμανε «συναγερμό», υπογραμμίζοντας πως οι Νομοί Ιωαννίνων, Αρτας, Πρέβεζας, Λευκάδας και Κέρκυρας (πληθυσμός περίπου 450.000) θα εξυπηρετούνται από τρεις μόνο ειδικούς με όποιες συνέπειες έχει αυτό κυρίως για τους γονείς και τα παιδιά όλων αυτών των περιοχών (μετακινήσεις, κόστος, αναμονή).

Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις αυτές μαρτυρούν την αποδυνάμωση του ΕΣΥ. Αντίστοιχα, μέρα με τη μέρα αυξάνεται η «μαύρη τρύπα» του ΕΣΥ σε εργαστηριακούς γιατρούς, με έμφαση στους ακτινολόγους, γεγονός που απασχολεί την ηγεσία του υπουργείου Υγείας.

«Αγκάθι» για την εύρυθμη λειτουργία των νοσοκομείων αποτελεί και η υποστελέχωση των υγειονομικών μονάδων σε νοσηλευτές. Η επαγγελματική εξουθένωση, με αποκορύφωμα τα χρόνια της πανδημίας, οι χαμηλές απολαβές και τα αναδυόμενα ζητήματα ψυχικής υγείας τούς κάνουν να σκέφτονται την παραίτηση. Η ίδια τάση καταγράφεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη (αφορά τόσο τους γιατρούς όσο και τους νοσηλευτές), όμως στη χώρα μας εν απουσία κινήτρων ο φόβος της μαζικής εξόδου είναι εντονότερος.

Με προσλήψεις προσπαθούν να αναχαιτίσουν το κύμα φυγής

Με προσλήψεις προσωπικού αλλά και με την αναδιοργάνωση του ΕΣΥ, χτίζοντας έτσι καλύτερες υπηρεσίες για τους ασθενείς αλλά παράλληλα και ένα φιλικότερο εργασιακό περιβάλλον για το υγειονομικό προσωπικό, επιχειρεί η ηγεσία του υπουργείου Υγείας να αναχαιτίσει το κύμα φυγής.
Δεν έχει, άλλωστε, περάσει απαρατήρητο πως κάθε μήνα κατά μέσο όρο 20-25 πράξεις αποδοχής παραίτησης αναρτώνται στη «Διαύγεια». Κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις λαμβάνουν δημοσιότητα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρεθεί λύση. Ετσι εξηγείται πως ορισμένοι μεταπείθονται και εν τέλει αποσύρουν την αίτηση, καθώς ο νομοθέτης τούς δίνει διορία 30 ημέρες για να ανακαλέσουν την παραίτησή τους. Οι περισσότερες, πάντως, παραιτήσεις είναι μεν βουβές αλλά αμετάκλητες και αθροίζονται στα ήδη υπάρχοντα κενά.
Πηγές από την οδό Αριστοτέλους επιμένουν πάντως πως υπάρχει σχέδιο για την αναβάθμιση των νοσοκομείων της χώρας. Εκτός από τις 10.000 προσλήψεις που έχει εξαγγείλει ο Πρωθυπουργός, εκκρεμούν οι προσλήψεις 4.000 νοσηλευτών, ενώ άμεσα θα καλυφθούν επιπλέον 1.600 θέσεις λοιπού προσωπικού. Τα δημόσια νοσοκομεία θα ενισχυθούν όμως τους επόμενους μήνες και με επιπλέον 860 γιατρούς (επιμελητές Α’ και Β’ και διευθυντές), καθώς έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία των κρίσεων και πλέον ξεκινούν οι συνεντεύξεις, ενώ έχει εγκριθεί συνολικά και η πρόσληψη ακόμη 203 γιατρών (συντονιστών διευθυντών και επιμελητών).
Μάλιστα, και όπως τονίζουν οι ίδιες πηγές, η συμπλήρωση των κενών σε ιατρικό προσωπικό γίνεται στοχευμένα, ανακουφίζοντας έτσι προβληματικά πεδία.
Παραδέχονται εν τούτοις πως το πλέον κρίσιμο σημείο είναι το μισθολογικό χάσμα που χωρίζει τους γιατρούς της Ελλάδας και τους συναδέλφους τους στο εξωτερικό. Υπό το πρίσμα αυτό δεν αμφισβητούν πως η αύξηση ύψους 10% που νομοθετήθηκε το 2023 αποτελεί μεν μια αναγνώριση, σε καμία περίπτωση ωστόσο δεν απαντά στο αίτημα του ιατρικού σώματος. «Θα επανέλθουμε» σημειώνει ενδεικτικά ανώτατο στέλεχος, δίνοντας έτσι ένα στίγμα των προθέσεων.
Επιπρόσθετα, οι αλλαγές που δρομολογούνται σε κομβικά σημεία του ΕΣΥ (όπως είναι οι εφημερίες, η ανακαίνιση και αναδιοργάνωση των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών κ.ο.κ.) σε συνδυασμό με τις επικείμενες προσλήψεις αναμένεται να συμβάλουν στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας.