Στα μέσα του περασμένου καλοκαιριού, περίπου έναν μήνα μετά τις διπλές εκλογές, διακεκριμένο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε σταθεί στο πλευρό του Αλέξη Τσίπρα στα χρόνια της αριστερής διακυβέρνησης, περιέγραφε σχεδόν με απόγνωση τα διαδραματιζόμενα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, προδιαγράφοντας ζοφερό το μέλλον.

Δεν είχε ακόμη εκλεγεί ο υπερφίαλος Στέφανος Κασσελάκης, αλλά περίσσευαν από τότε οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι αντιθέσεις, οι εντάσεις και εμφανές ήταν το φάσμα της πολυδιάσπασης.

Επί της ουσίας, δεν έδινε καμία τύχη στην όλη προσπάθεια ανασυγκρότησης όσο δεν προηγούνταν βαθιές επεξεργασίες των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών, δεν αξιολογούνταν επαρκώς τα αίτια της μεγάλης διπλής ήττας και δεν διαμορφωνόταν ολοκληρωμένη, συνεκτική και αξιόπιστη πρόταση απέναντι σε εκείνη του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Το πλήρες σχέδιο του Μητσοτάκη

Προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας του σημείωνε με έμφαση ότι ο κ. Μητσοτάκης – αρέσει, δεν αρέσει – υπηρετεί πλήρες σχέδιο, σαφές και συγκεκριμένο για τη χώρα και τους πολίτες, με εθνικούς και επιμέρους οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους. Ενα σχέδιο φιλελεύθερο κατά βάση στη σύλληψή του, όπως έλεγε, αλλά χωρίς περίσσιους δογματισμούς, αρκούντως ευέλικτο και προσαρμοσμένο στις επικρατούσες διεθνώς τάσεις και αντιλήψεις.

Το ίδιο πρόσωπο απέδιδε ικανότητες και δυνατότητες στον Πρωθυπουργό, αναγνώριζε τις διεθνείς επαφές που είχε εξασφαλίσει όλα τα προηγούμενα χρόνια και μαζί εκθείαζε το επιτελείο που τον συνοδεύει, το οργανωτικό και επιτελικό σχήμα που λειτουργεί στο Μέγαρο Μαξίμου, επεξεργάζεται, οργανώνει, προωθεί και υπερασπίζεται πολιτικές και είναι σε θέση να σταθεί με επάρκεια απέναντι στις όποιες κρίσεις, εγχώριες και διεθνείς.

Και επιπλέον υπογράμμιζε τη σημασία του σχεδιαζόμενου τότε ευρύτατου μεταρρυθμιστικού κύματος, το οποίο θα μπορούσε να διεισδύει στις γραμμές των άλλων κομμάτων, να κερδίζει υποστηρικτές από τη ζώνη της Κεντροαριστεράς και έτσι να απορροφά τις όποιες απώλειες από τη δεξιά υπερσυντηρητική πλευρά του πολιτικού τόξου. Ταυτόχρονα σημείωνε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατάφερε να αναγεννήσει τις μεταπανδημικές προσδοκίες στην οικονομία και μαζί να επιταχύνει το άνοιγμα των αγορών δημιουργώντας αισθήματα παραγωγής και δημιουργίας στην κοινωνία και έτσι να κερδίσει τα δυναμικότερα τμήματα της κοινωνίας.

Οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν παρά τις αντιδράσεις

Εκτοτε κύλησαν πολλοί μήνες και πυκνές ήταν οι πολιτικές εξελίξεις. Η κυβέρνηση από τον περασμένο Σεπτέμβριο επιβεβαίωσε τη μεταρρυθμιστική της διάθεση, αναπτύσσοντας πλήθος νέων πρωτοβουλιών, από τον γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια και τα ιδιωτικά – μη κρατικά – πανεπιστήμια μέχρι την αλλαγή των ποινικών κωδίκων, τα απογευματινά χειρουργεία στα δημόσια νοσοκομεία, τα χρωματιστά τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος, την πλήρη ιδιωτικοποίηση των τραπεζών και άλλες λιγότερο διχαστικές. Παρά τις αντιδράσεις και τις εκδηλωθείσες, για πρώτη φορά στα πέντε χρόνια νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης, μαζικές αγροτικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις, ο κ. Μητσοτάκης δεν μετακινήθηκε από το βασικό πολιτικό και οικονομικό σχέδιό του, που δεν είναι άλλο από αυτό του ανοίγματος νέων αγορών και της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, ακόμη και ευαίσθητων κοινωνικών τομέων όπως της υγείας.

Ταυτόχρονα επέλεξε να συντονιστεί πλήρως με τις ΗΠΑ στη διαχείριση των μεγάλων γεωπολιτικών συγκρούσεων της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής, προσβλέποντας στη στρατηγική σχέση με την πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη, πήρε το ρίσκο του διαλόγου με την Τουρκία και μαζί συνέχισε να κινείται με άνεση στο εξωτερικό, έφτασε μέχρι το Νέο Δελχί, χτίζοντας διεθνείς συμμαχίες και συνεργασίες, με σκοπό την ενίσχυση της ελκυστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο όλη αυτή η δραστηριότητα, όπως και το πλήθος των συγκρουσιακών και εν πολλοίς αντιδημοφιλών επιλογών του κ. Μητσοτάκη, διαμορφώνει εστίες δυσαρέσκειας, ικανές να περιορίσουν τις εκλογικές επιδόσεις του κόμματός του στις προσεχείς ευρωεκλογές. Παρά ταύτα, όμως, ακόμη ηγεμονεύει, μοιάζει να παλεύει με τον εαυτό του μόνο και το κόμμα του χωρίς αντίπαλο. Κακά τα ψέματα, ο κ. Μητσοτάκης, παρά τις όποιες φθορές, συνεχίζει να ηγεμονεύει της πολιτικής σκηνής.

Στον αυτό χρόνο δεν έλειψαν τα γεγονότα στον χώρο της αντιπολίτευσης. Ιδιαιτέρως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βυθίστηκε σε φθοροποιό κύκλο και κρίση διαρκείας. Οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν κατακλυσμιαίες. Στις εσωκομματικές εκλογές επικράτησε, πέραν πάσης προσδοκίας, ο «ξένος» εξ Αμερικής προερχόμενος Στέφανος Κασσελάκης, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των συνυποψηφίων του, οι οποίοι προτίμησαν να αποχωρήσουν και να συγκροτήσουν νέο κόμμα, παρά να συνυπάρξουν μαζί του. Ακολούθησε πολύμηνη περίοδος αντιπαραγωγικής και ανερμάτιστης, λαϊκιστικού χαρακτήρα, αντιπολίτευσης, η οποία τη φθορά επαύξησε και νέο εσωτερικό διχασμό προκάλεσε. Ο κ. Κασσελάκης με τις υπεραπλουστευτικές προσεγγίσεις του και την πολυδιαφημισμένη από τον ίδιο αδιαμεσολάβητη σχέση με το λαό ουδέν προσέθεσε. Οι έρευνες των διαθέσεων της κοινής γνώμης δεν επιβράβευσαν τη δράση του παρά απέδωσαν ένα φθίνον κόμμα που κινδυνεύει να αποδιοργανωθεί εντελώς στις ευρωκάλπες.

Τι σηματοδοτεί η κίνηση του Τσίπρα

Κάπως έτσι και αφού μεσολάβησαν ατέλειωτες συγκρούσεις, αντιπαραθέσεις και αμφισβητήσεις, φτάσαμε στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο φρόντισε να τινάξει στον αέρα δύο ώρες πριν από την έναρξη των εργασιών του ο μέχρι πρότινος σιωπηλός και απόμακρος περί τα εσωκομματικά Αλέξης Τσίπρας. Αξιολογώντας τα πολλά σημάδια υποχώρησης και βλέποντας το κόμμα του να οδεύει προς μια τρίτη βαριά ήττα στις προσεχείς ευρωεκλογές και αισθανόμενος τη δική του φθορά και ευθύνη, «άδειασε» τον κ. Κασσελάκη, δήλωσε ότι δεν θα παραβρεθεί στο συνέδριο και κάλεσε τον νυν πρόεδρο, στον βαθμό που διεκδικεί ανέφελη εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τις προσεχείς εθνικές εκλογές, να απευθυνθεί εκ νέου στη βάση του κόμματος για να τη λάβει.

Η παρέμβαση Τσίπρα, κατά τα φαινόμενα, δεν είναι αθώα. Φαντάζει με πρώτη προπαρασκευαστική πράξη επανάκαμψης στην πολιτική σκηνή. Φρόντισε να δηλώσει «παρών», κόβοντας ταυτόχρονα τους όποιους δεσμούς με τον ΣΥΡΙΖΑ του κ. Κασσελάκη, πιθανώς για να προετοιμάσει μια δική του κίνηση ανασύνταξης της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης ως απάντηση στα διαφαινόμενα προφανή αδιέξοδα της ευρύτερης αντιπολιτευτικής ζώνης. Ο κ. Κασσελάκης πάντως σήκωσε το γάντι και με μια περιπατητική ομιλία κατά την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου απάντησε στον Τσίπρα κηρύσσοντας «δημοκρατική αντεπίθεση». Τον κατηγόρησε μάλιστα ευθέως, λέγοντας ότι δεν επιτρέπεται σε αυτόν, ο οποίος δεν απολογήθηκε για τη διπλή ήττα του 2023 που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ από το 32% στο 18%, να θέτει όρους και προϋποθέσεις. Και μαζί δήλωσε πρόθυμος να στηθούν κάλπες στον ΣΥΡΙΖΑ, καλώντας όποιον ενδιαφέρεται να στηθεί απέναντι και να αναμετρηθεί μαζί του.

Η αρνητική επίδραση στην Κεντροαριστερά

Κοινή είναι η πεποίθηση ότι το σίριαλ του ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ δρόμο και πολλά επεισόδια να δώσει ακόμη. Η αλήθεια είναι ότι η κρίση στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιδρά αρνητικά στον ευρύτερο κύκλο της Κεντροαριστεράς, επιτείνοντας τα προβλήματα αξιοπιστίας. Ούτε το ΠαΣοΚ, παρά τα όποια κέρδη της περιόδου, δεν φαίνεται να διαμορφώνει περιβάλλον δυναμικής ανάκαμψης, ικανής να το καταστήσει αξιόπιστο διεκδικητή της εξουσίας. Εγκλωβισμένο κι αυτό σε μια απλουστευτική σε μεγάλο βαθμό αντιπολιτευτική ρητορεία, δεν μπορεί να οικοδομήσει ρεαλιστική πρόταση εξουσίας και μένει σε όσα ο τρέχων συνδικαλισμός υπαγορεύει. Ενδεικτική είναι η στάση του ΠαΣοΚ στο θέμα των απογευματινών χειρουργείων. Ουδείς θυμήθηκε στον κύκλο του Νίκου Ανδρουλάκη ότι η ιδέα των απογευματινών ιατρείων και χειρουργείων στα δημόσια νοσοκομεία είχε υιοθετηθεί και προβλεφθεί το 2001 από την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, τον καιρό που υπουργός Υγείας ήταν ο Αλέκος Παπαδόπουλος, με ακριβώς τον ίδιο σκοπό, την αποσυμφόρησή τους. Χρειάστηκαν 23 ολόκληρα χρόνια για να ενεργοποιηθεί εκείνη η επιλογή και μάλιστα από τον Αδωνι Γεωργιάδη