Κάθετα αρνητικός στην προοπτική να υπάρξει τέταρτο μνημόνιο εμφανίζεται ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ, καθηγητής Μιχάλης Ψαλιδόπουλος και υποστηρίζει με έμφαση ότι αυτή η συζήτηση δεν μας αφορά ως χώρα. Στη συνέντευξή του στο «Βήμα», λίγες ημέρες μετά την ετήσια σύνοδο του ΔΝΤ στο Μπαλί, υπογραμμίζει ότι το Ταμείο δίνει χείρα βοηθείας εμμέσως, διά της αποχής του από τη συζήτηση για το θέμα των συντάξεων. Σχετικά με την έξοδο στις αγορές, υπογραμμίζει ότι είναι μια σύνθετη διαδικασία ενταγμένη σε ευρύ χρονικό ορίζοντα, αλλά διευκρινίζει πως χρόνος προς το παρόν υπάρχει. Δεν ανησυχεί για τις επιπτώσεις της ιταλικής κρίσης στην Ελλάδα, καθώς υπογραμμίζει με έμφαση ότι η χώρα μας τηρεί τα συμφωνημένα και ο όποιος επηρεασμός θα είναι οριακός.
Ο καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος αυτές τις ημέρες βρίσκεται στην Αθήνα για επαφές με μέλη της κυβέρνησης στο πλαίσιο των καθηκόντων του, αναφέρει ότι η υπερκάλυψη των δημοσιονομικών στόχων δίνει δημοσιονομικό χώρο στις ελληνικές αρχές και σημειώνει πως τα μέτρα της ΔΕΘ που αναμένεται να νομοθετηθούν από τη στιγμή που είναι ποσοτικά εντός του πλαισίου, όπως και γίνεται κατά τον ίδιο, δεν στέλνουν σήμα ότι η Ελλάδα δεν παραμένει στην πορεία των μεταρρυθμίσεων. Παράλληλα υποστηρίζει ότι το ζήτημα του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων θα αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού και συνολικής επανεκτίμησης.
 
Στο μείζον θέμα για την κυβέρνηση, αυτό των συντάξεων, έχει μεταβληθεί η στάση του ΔΝΤ; Δίνει χείρα βοηθείας στην Ελλάδα για τις συντάξεις;
«Οπως είναι γνωστό, το 2016 το Ταμείο, αφού συμφώνησε κατά την πρώτη αξιολόγηση με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού και του φορολογικού συστήματος, εξέφρασε στη συνέχεια αμφιβολίες κατά πόσον η Ελλάδα θα επιτύγχανε τους στόχους των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Προκειμένου να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να νομοθετήσει περαιτέρω συνταξιοδοτικές και φορολογικές επεμβάσεις με έναρξη ισχύος την 1.1.2019. Ηδη από το 2016 η χώρα επιτυγχάνει, και μάλιστα υπερκαλύπτει, τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων. Το ΔΝΤ το αναγνωρίζει αυτό μεταβάλλοντας την προ ετών στάση και αναθεωρώντας προγενέστερες εκτιμήσεις. Τελευταίο παράδειγμα οι εκτιμήσεις σε World Economic Outlook και Fiscal Monitor, όπως αυτές δημοσιοποιήθηκαν στο πλαίσιο της πρόσφατης ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ στο Μπαλί. Χείρα βοηθείας, όπως λέτε, βέβαια δεν δίνει, ή μάλλον δίνει έμμεσα, διά της αποχής του από τη σχετική συζήτηση. Αναμένει την από κοινού απόφαση των ευρωπαϊκών θεσμών και της ελληνικής κυβέρνησης στο ζήτημα αυτό».
Πόσο ισχυρό είναι στις τάξεις του ΔΝΤ το ελληνικό επιχείρημα ότι η περικοπή των συντάξεων δεν έχει διαρθρωτικό χαρακτήρα αλλά δημοσιονομικό;
«Αυτό που γνωρίζουμε όλοι από τη συζήτηση στο συμβούλιο του ΔΝΤ για το άρθρο 4 τον περασμένο Ιούλιο είναι ότι το προσωπικό χαρακτηρίζει την πιθανή περαιτέρω περικοπή των συντάξεων»καλή μεταρρύθμιση» (good reform)».
Τι να περιμένουμε σε γενικές γραμμές στην πρώτη έκθεση του ΔΝΤ κατά την περίοδο της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας;
«Μια εφ’ όλης της ύλης εξέταση των εξελίξεων στην ελληνική οικονομία από τον Αύγουστο του 2018 και εξής υπό το φως των παγκόσμιων και περιφερειακών δεδομένων του Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2019, οπότε και θα δημοσιοποιηθεί η σχετική έκθεση».
Πόσο επηρεάζει η Ιταλία την ελληνική οικονομία και τι πρέπει να προσέξει η Ελλάδα;
«Οι ευρωπαϊκές οικονομίες είναι αλληλένδετες στο πλαίσιο της ΕΕ και της ΟΝΕ και κατά συνέπεια ό,τι συμβαίνει σε μια χώρα αφορά και τις άλλες. Στο μέτρο όμως που η Ελλάδα μεριμνά για τα του οίκου της και τηρεί τα συμφωνημένα, όπως κάνει, πιθανές αρνητικές εξελίξεις στην Ιταλία θα επηρεάσουν μεν, αλλά μάλλον οριακά τις εξελίξεις στη χώρα μας».
Ποια είναι η εκτίμησή σας για τις συνθήκες δανεισμού της Ελλάδας σε αυτή την πρώτη φάση της μεταμνημονιακής περιόδου; Θα επιστρέψει εύκολα η Ελλάδα στις αγορές; Μπορεί και πότε να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές;
«Η επιστροφή της χώρας στις αγορές είναι μια σύνθετη διαδικασία ενταγμένη σε ευρύ χρονικό ορίζοντα. Οπως υπενθύμισε και ο κ. Ρέγκλινγκ πρόσφατα, η Ελλάδα δεν χρειάζεται να βγει στις αγορές τα επόμενα δύο χρόνια, μια και διαθέτει το γνωστό «μαξιλάρι» ρευστότητας από τον ESM. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα χρειάζεται κατά καιρούς τη δανειακή στήριξη των αγορών προκειμένου με κατάλληλους χειρισμούς να απομειώνει την τρέχουσα δανειακή της επιβάρυνση. Το όλο θέμα είναι η εύρεση της κατάλληλης συγκυρίας για να γίνει αυτό. Χρόνος προς το παρόν υπάρχει».
Υπάρχει κίνδυνος τετάρτου μνημονίου, όπως προβλέπουν διάφοροι οικονομολόγοι, κυρίως από τη Γερμανία;
«Για όσους ζητούν πέντε λεπτά δημοσιότητας κάθε δυσοίωνη προφητεία είναι μια καλή ευκαιρία προσέλκυσης ακροατηρίου. Εμάς γιατί μας αφορά;».
Ποια είναι τα περιθώρια δημοσιονομικής ελευθερίας για την Ελλάδα στην παρούσα περίοδο;
«Η υπερκάλυψη των δημοσιονομικών στόχων δίνει δημοσιονομικό χώρο στις ελληνικές αρχές προκειμένου να επιστρέψουν μέρος της φορολογηθείσας – εισπραχθείσας ύλης στους πολίτες. Το ακριβές περιθώριο ισούται αριθμητικά με τη διαφορά του επιτυγχανόμενου πλεονάσματος με το 3,5% που δεσμευθήκαμε να επιτύχουμε».
Τα μέτρα που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ και αναμένεται να νομοθετηθούν τις επόμενες ημέρες στέλνουν σήμα ότι δεν παραμένει η Ελλάδα στην πορεία μεταρρυθμίσεων; Π.χ. θα λειτουργήσει θετικά για την οικονομία η αύξηση του κατώτατου μισθού;
«Στο μέτρο που οι εξαγγελίες παραμένουν ποσοτικά εντός του πλαισίου που ανέφερε παραπάνω, όπως και γίνεται, δεν υπάρχει ζήτημα εκπομπής διαφορετικού σήματος. Μόνο ένας κακόπιστος παρατηρητής θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι διαφορετικό. Το ζήτημα του κατώτατου μισθού είναι διαφορετικής φύσης και σχετίζεται με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, την υφιστάμενη φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων και τον κλάδο στον οποίο εκείνες δραστηριοποιούνται. Υπάρχουν σχολιαστές που επιμένουν ότι πιθανή αύξηση του εργασιακού κόστους (παρότι οι μισθοί είναι σε ιστορικό χαμηλό στην Ελλάδα) θα λειτουργήσει αρνητικά για μερικές επιχειρήσεις. Από την άλλη όμως πρέπει να υπενθυμιστούν η συμπίεση της κατανάλωσης στη χώρα τα τελευταία χρόνια και οι πιθανές ευνοϊκές συνέπειές της για το συνολικό εισόδημα της χώρας από την αύξησή της, στο μέτρο που αγοράζονται προϊόντα εγχώριας προέλευσης».
Η εκτίμησή σας για την εξέλιξη της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους;
«Η απόφαση των ευρωπαίων εταίρων έχει δώσει ως το 2034 μια άνεση χρόνου στις ελληνικές αρχές και στην ιδιωτική πρωτοβουλία ώστε να επαναφέρουν την οικονομία σε πορεία ανάπτυξης που θα βελτιώσει τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ. Συνεπώς το χρέος δεν πιέζει άμεσα τον χώρο κίνησης των φορέων της οικονομικής πολιτικής. Γεγονός πάντως είναι ότι το απόλυτο ύψος του χρέους είναι υπερβολικά υψηλό και το ίδιο ισχύει σχετικά με το τίμημα συμμετοχής σε μια νομισματική ένωση χωρίς κοινή δημοσιονομική πολιτική. Εκτιμώ ότι στην πορεία των επόμενων χρόνων το ζήτημα του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων θα αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού και συνολικής επανεκτίμησης».