Η ελληνική πολιτική Ιστορία μάλλον δεν ευνοεί στις παρούσες συνθήκες τα όποια σχέδια ή καλύτερα τις προσδοκίες  αναγέννησης της Κεντροαριστεράς και της ευρύτερης Δημοκρατικής Παράταξης. Κοινώς, οι οιωνοί δεν είναι άριστοι. Αντιθέτως παραπέμπουν σε μακρά περίοδο πολυδιάσπασης και κατακερματισμού του συγκεκριμένου κύκλου.

Αυτό συνήθως συμβαίνει στον χώρο όταν εκλείπουν οι φωτισμένες ηγεσίες και αποσύρονται οι μεγάλες ισχυρές προσωπικότητες, που εμπνέουν, συνθέτουν, ενοποιούν και καθιστούν πλειοψηφικό το δημοκρατικό ρεύμα.

Το παράδειγμα του Ελ. Βενιζέλου

Τα παραδείγματα είναι πολλά. Η περίπτωση του φιλελεύθερου, δημοκρατικού και αντιμοναρχικού Ελευθερίου Βενιζέλου είναι ίσως η χαρακτηριστικότερη. Μετά τον θάνατο του εμπνευσμένου ηγέτη που όρισε στην κυριολεξία την εθνική μας πορεία ο άλλοτε κυρίαρχος δημοκρατικός χώρος καταποντίστηκε. Πρώτα ήταν η δικτατορία του Μεταξά που περιόρισε την πολιτική της επιρροή και μετέπειτα τα κατακλυσμιαία γεγονότα της Κατοχής και ο μεγάλος διχασμός του εμφυλίου πολέμου που περιθωριοποίησαν την πολιτική παρουσία της βενιζελικής παράταξης.

Με τη λήξη της εμφύλιας σύρραξης η κυριαρχία της Δεξιάς ήταν διαρκής, η διωκόμενη Αριστερά ξέμεινε από δυνάμεις και ο ευρύτερος χώρος της Δημοκρατικής Παράταξης δεν έβρισκε τρόπο να αντιπαρατεθεί με αξιώσεις στο μετεμφυλιακό κλίμα και καθεστώς. Μεσολάβησε ένα μεσοδιάστημα κοινωνικής αντιπολίτευσης που έφερε στις εκλογές του 1958 την ΕΔΑ στο 25%, αλλά εκείνη η αριστερή μετεμφυλιακή άνθηση δεν είχε συνέχεια.

Από την Ενωση Κέντρου στο πραξικόπημα

Πνίγηκε στις εκλογές της βίας και της νοθείας του 1961, ακολούθησε η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και η πολιτιστική άνοιξη των αρχών της δεκαετίας του ’60 που επέτρεψε στον Γεώργιο Παπανδρέου να κερδίσει με την Ενωση Κέντρου την ΕΡΕ του κυρίαρχου από τα μέσα του ’50 Κωνσταντίνου Καραμανλή. Αλλά και εκείνο το συμμαχικό δημοκρατικό σχήμα, ετερογενές, γεμάτο προσωπικές και πολιτικές αντιθέσεις, δεν κατάφερε να υπερασπίσει τη δημοκρατική αναγέννηση. Οι μετωπικές συγκρούσεις με τα Ανάκτορα αλλά και οι κοινωνικές διεκδικήσεις και εντάσεις  στους δρόμους προσέφεραν το επιχείρημα και επέτρεψαν στην κυρίαρχη ακόμη στο Στράτευμα εμφυλιοπολεμική Ακροδεξιά να επιχειρήσει, στο όνομα της τάξης και του υποτιθέμενου επερχόμενου κομμουνιστικού κινδύνου, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και να θέσει για επτά ολόκληρα χρόνια τη χώρα στον γύψο.

Από τον Ανδρέα έως τα χρόνια της χρεοκοπίας

Η πτώση της δικτατορίας και η επελθούσα Μεταπολίτευση βρήκε και πάλι τον ευρύτερο δημοκρατικό, κεντρώο και αριστερό χώρο πολυδιασπασμένο και κατακερματισμένο, με πάμπολλες εκπροσωπήσεις, που δεν επέτρεπαν την ενοποίηση. Χρειάστηκε η ξεχωριστή προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου, με τον πύρινο λόγο του και τις προωθημένες για την εποχή ιδέες του, για να συγκροτηθεί κοινωνικό πλειοψηφικό ρεύμα, ικανό να υπερβεί την πολυδιάσπαση και τον κατακερματισμό της ευρύτερης δημοκρατικής παράταξης. Ο Ανδρέας Παπανδρέου κέρδισε με τις πρωτοβουλίες του τις καρδιές των πολλών ανθρώπων και κατέστησε το κόμμα του κυρίαρχο επί πολλές δεκαετίες. Ακόμη και επίγονοί του, παρότι διαφορετικοί και πολιτικά ασθενέστεροι εκείνου, είχαν ευκαιρίες επικράτησης στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου κυβέρνησε τη χώρα από το 1981 μέχρι το 2004, με ένα μικρό διάλειμμα νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης μεταξύ 1990-1993. Επί 19 ολόκληρα χρόνια όρισε τις τύχες της χώρας. Από το 2004 μέχρι την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008 αδιατάρακτη μπορεί να πει κανείς ότι ήταν η νεοδημοκρατική διακυβέρνηση, παρότι ατελής και αμέριμνη. Στις εκλογές του 2009 πάλι το ΠαΣοΚ, με επικεφαλής τον Γιώργο Παπανδρέου αυτή τη φορά, κέρδισε με σχεδόν 45% την εξουσία, χωρίς ωστόσο αίσθηση των απολύτως προβληματικών συνθηκών που δημιουργούσε η επαπειλούμενη και εμφανώς επερχόμενη χρεοκοπία. Η συνέχεια υπήρξε αποκαρδιωτική.

Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν μπόρεσε να σηκώσει το βάρος των μνημονίων, ούτε να διαχειριστεί τις παρεπόμενες σκληρές πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης που επιβλήθηκαν από τους εταίρους και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προκειμένου να προσφερθεί οικονομική βοήθεια, να ρυθμιστεί το χρέος, να αποτραπεί τεχνικά η χρεοκοπία και να αποφευχθεί η επαπειλούμενη έξοδος από την ευρωζώνη. Ωστόσο οι συνέπειες ήταν βαρύτατες. Χάθηκε το 25% του ΑΕΠ, οι Ελληνες απώλεσαν μαζικά αμοιβές, συντάξεις, δουλειές και βεβαίως την επίπλαστη και δανεική ευημερία τους. Η χώρα έζησε τότε σε πολεμικές συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι οικονομικές απώλειες ήταν αντίστοιχες με εκείνες του εμφυλίου πολέμου.

Η ώρα του Τσίπρα και η μάχη με τους δανειστές

Η μεγαλύτερη ευθύνη της ανείπωτης οικονομικής κρίσης αποδόθηκε στο ΠαΣοΚ, το οποίο έκτοτε παρήκμασε και ακόμη δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι. Αλλά και συνολικά το πολιτικό σύστημα αποδιαρθρώθηκε, επιτρέποντας τότε στον χαρισματικό είναι αλήθεια Αλέξη Τσίπρα και στην ιδιότυπη Αριστερά που εκπροσωπούσε να κερδίσουν τη μάχη των εντυπώσεων και μαζί την εμπιστοσύνη των πολιτών. Ομως, απαράσκευος όπως ήταν και ζώντας, καθ’ ομολογίαν, σε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις, επέλεξε τη σύγκρουση με τους εταίρους και δανειστές φέρνοντας τη χώρα στα πρόθυρα της εξόδου από την ευρωζώνη.

Ωστόσο συνάντησε ισχυρές αντιστάσεις και χρειάστηκε να καταφύγει σε επώδυνο συμβιβασμό προκειμένου να αποφύγει την εθνικών διαστάσεων επαπειλούμενη καταστροφή. Ο συμβιβασμός, όπως είπαμε, ήταν επώδυνος. Δέσμευσε τον ίδιο και το κόμμα του σε μέτρα και πολιτικές που μέχρι τότε αντιστρατεύονταν, με αποτέλεσμα να έλθει αντιμέτωπος με το εκλογικό σώμα. Η αλήθεια είναι ότι έκτοτε πειθάρχησε, εφήρμοσε σχεδόν κατά γράμμα τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις που ανέλαβε και είναι επίσης ακριβές ότι το 2019 παρέδωσε τη χώρα δημοσιονομικά τακτοποιημένη και ικανή να επιχειρήσει άλμα εξόδου από την κρίση. Ωστόσο οι εκλογείς δεν συγχώρησαν το λάθος του 2015. Το 2019 έχασε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, διατηρώντας παρά ταύτα υψηλά ποσοστά πάνω από 30%.

Η διάσπαση στην Αριστερά και το ακάλυπτο κενό

Στα χρόνια της αντιπολίτευσης που ακολούθησαν δεν ολοκλήρωσε τις υπεσχημένες αλλαγές στο κόμμα του, δεν αξιολόγησε τις μεταπανδημικές συνθήκες και προσδοκίες και πολιτεύθηκε όπως το 2019. Στις διπλές εκλογές το καλοκαίρι του 2023 έχασε παταγωδώς, ο ίδιος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και το κόμμα του να συρθεί σε μια εκλογή χωρίς προηγούμενο εκλέγοντας στην ηγεσία του ένα άγνωστο, υπερφίαλο, αποϊδεολογικοποιημένο πρόσωπο, προερχόμενο από τις ΗΠΑ, χωρίς ελληνικές πολιτικές παραστάσεις και χωρίς επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Ηδη η εκλογή του έφερε την πρώτη διάσπαση στον ΣΥΡΙΖΑ και τις προηγούμενες μέρες επαπειλήθηκε δεύτερη, εν μέσω αμφισβητήσεων και εντάσεων. Δεν ξέρουμε ποια τύχη θα έχει ο κ. Κασσελάκης, αλλά είναι βέβαιο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παραπαίει, οδεύει προς μονοψήφια ποσοστά και δεν δείχνει να έχει τις δυνάμεις να επανέλθει με αξιώσεις στη διεκδίκηση της εξουσίας.

Το δυστύχημα είναι ότι η κρίση στην άλλοτε κυβερνώσα Αριστερά παρασέρνει σε στασιμότητα τον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς. Το ΠαΣοΚ δεν καταφέρνει να καλύψει το κενό που αφήνει πίσω του ο ΣΥΡΙΖΑ, η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας επιτρέπει στον Κυριάκο Μητσοτάκη να υπερίπταται της όποιας πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης και βεβαίως ευνοεί τα πολλά εθνολαϊκιστικά σχήματα που βρίσκονται στα δεξιά του.

Οι οιωνοί λοιπόν δεν είναι άριστοι για την ευρύτερη Κεντροαριστερά, η πολυδιάσπαση καλά κρατεί και ηγεσία εμπνευσμένη και ικανή να ενοποιήσει τον χώρο δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Ούτε βεβαίως βλέπουμε να αναπτύσσεται ένα ολοκληρωμένο και αξιόπιστο σχέδιο για τη χώρα, ικανό να κινητοποιήσει τους πολίτες.

Οι πολιτικές μας παραδόσεις λένε ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια και μεγάλες αποτυχίες της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης για να αλλάξει η φορά των πραγμάτων…