Σε παιχνίδι με τον (περιορισμένο) χρόνο και σε παράμετρο καθοριστικής σημασίας για τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Ευρώπη και στο κάθε κράτος-μέλος ξεχωριστά μετατρέπεται η παρατεταμένη ευρωπαϊκή αδράνεια στη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης.

Η άτυπη σύνοδος κορυφής της Πράγας την προηγούμενη εβδομάδα προσέλαβε υπό αυτό το πρίσμα δραματικό χαρακτήρα. Για τους περισσότερους κατέστη σαφές ότι η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για την επιβολή πλαφόν, που έχει υποβληθεί από τον προηγούμενο Μάρτιο και με την οποία προσφάτως συντάχθηκαν 15 συνολικά κυβερνήσεις, είναι μία ρεαλιστική λύση.

Τις προηγούμενες ημέρες η πρόταση σχεδίου επικαιροποιήθηκε, με νέα πρωτοβουλία των κυβερνήσεων της Ελλάδας, της Πολωνίας, του Βελγίου και της Ιταλίας, ενώ λίγο νωρίτερα η πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είχε υποχωρήσει από την προηγούμενη άκαμπτη θέση της, αφήνοντας περιθώριο και δυνατότητες συνεννόησης για την επιβολή ενός προσωρινού έστω πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου.

Κατά τα όσα αναφέρουν κυβερνητικές πηγές, τις προηγούμενες ημέρες και έπειτα από πολλές συζητήσεις και διεργασίες διαφάνηκε η δυνατότητα συγκλίσεων, με στόχο τη διαμόρφωση και υιοθέτηση από την Επιτροπή ενός «δυναμικού πλαφόν» το οποίο πιθανολογείται ότι θα εγκριθεί στη σύνοδο κορυφής της 20ής-21ης Οκτωβρίου. Οι διαφωνίες και επιφυλάξεις της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Δανίας παρέμεναν, ωστόσο με αυτή την αφορμή διαφάνηκε και ότι οι συσχετισμοί στο εσωτερικό της Ενωσης μεταβάλλονται σε σημαντικό βαθμό λόγω της ενεργειακής κρίσης.

Αιχμές για τη γερμανική στάση

Ως προς αυτά ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπογράμμισε κατά τη διάρκεια των εργασιών της συνόδου της Πράγας, όπου προήδρευσε από κοινού με τον πρόεδρο της Ελβετίας Ινιάτσιο Κασίς σε πάνελ με θέμα «Ενέργεια, Κλίμα, Οικονομία»: «Αυτή τη στιγμή χρειάζεται περισσότερη αλληλεγγύη. Χρειάζεται κοινή απάντηση, όπως κάναμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Δεν μπορεί κάθε χώρα να πορεύεται μόνη της». Η αναφορά αυτή ερμηνεύτηκε και ως αιχμή για τη γερμανική στάση, παρουσία του καγκελαρίου Ολαφ Σολτς, ο οποίος συμμετείχε στην ίδια συζήτηση.

Δεδομένων των συνθηκών, της συνέχισης του πολέμου στην Ουκρανία και της έναρξης του χειμώνα, η παράμετρος του χρόνου είναι η κρισιμότερη και για τις πολιτικές εξελίξεις στα κράτη-μέλη. «Πρέπει να πάρουμε αποφάσεις τώρα. Πιστεύω ότι έχουμε ήδη χάσει χρόνο» είπε σχετικά ο Πρωθυπουργός την Παρασκευή και στη συνέχεια δήλωσε εμφατικά ότι «χρειαζόμαστε μια συγκεκριμένη πρόταση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέχρι την επόμενη Σύνοδο και η απόφαση θα πρέπει να ληφθεί μέχρι την επόμενη Σύνοδο».

Εισηγήσεις για αύξηση του ορίου 3%

Υπό την πίεση του ενεργειακού κόστους, των πληθωριστικών πιέσεων και της εξάντλησης των δημοσιονομικών περιθωρίων, το προσεχές διάστημα αποκτά ιδιαίτερη σημασία, ειδικώς σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου μετά το τέλος του χειμώνα είναι προγραμματισμένες ή δρομολογημένες εκλογικές αναμετρήσεις. Το στοιχείο αυτό θεωρείται κομβικό, αφενός ως προς την αποτελεσματικότητα των επιμέρους εθνικών παρεμβάσεων, αφετέρου ως προς τη δημοσιονομική επιβάρυνση και τις επιπτώσεις της. Υπό αυτό το πρίσμα, ο συνδυασμός ενεργειακής κρίσης και ακρίβειας προβληματίζει ιδιαιτέρως το Μέγαρο Μαξίμου, με το βλέμμα στραμμένο και στην τάση ενίσχυσης των ακραίων και λαϊκιστικών κομμάτων εν όψει εκλογών. Το ενδεχόμενο εισόδου στη Βουλή κάποιας από αυτές τις δυνάμεις έχει πυροδοτήσει έναν νέο κύκλο εσωτερικών συζητήσεων και αναζητήσεων, με στόχο την εξεύρεση τρόπων οι οποίοι θα μπορούσαν να ανακόψουν τέτοιες τάσεις. Κατά πληροφορίες, υπάρχουν διατυπωμένες εισηγήσεις ακόμη και για αύξηση του ορίου του 3% για την είσοδο στη Βουλή (επίμονα διαψεύδεται από το περιβάλλον του Πρωθυπουργού), ή για άλλες λύσεις νομικής φύσεως, οι οποίες έχουν διατυπωθεί από συνταγματολόγους όπως ο Νίκος Αλιβιζάτος και πάντως επίσης απορρίπτονται μέχρι στιγμής από την ηγεσία της κυβέρνησης.