Εκτός από την κάλυψη ορισμένων εκ των δομικών κενών της Πολεμικής Αεροπορίας της, που κατά γενική ομολογία δεν συνάδουν με το μέγεθος της ισχύος που επιθυμεί να προβάλει ως ο βασικός πυλώνας του ΝΑΤΟ στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η συμφωνία της Τουρκίας με τη Βρετανία για την αγορά των 20 μαχητικών Eurofighter σηματοδοτεί κάτι πολύ μεγαλύτερο: την ενεργό συμμετοχή της Αγκυρας στη διαμόρφωση της νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας αλλά και τη δυναμική επανασύνδεσή της με τη δυτική συμμαχία ή τουλάχιστον τον στενό πυρήνα της.

Κι αυτά παρά το γεγονός ότι η τουρκική αμυντική βιομηχανία τελεί ακόμη υπό καθεστώς αμερικανικών κυρώσεων, έχοντας αποκλειστεί από το πρόγραμμα των πλέον σύγχρονων μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35, εξαιτίας της προμήθειας των ρωσικών πυραύλων S-400.

Πρόθυμοι εταίροι

Η υπογραφή της Αγκυρας, κόστους περίπου 9,2 δισ. ευρώ, με το ευρωπαϊκό κονσόρτσιουμ στο οποίο μετέχουν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία, συμπεριλαμβάνεται σε αυτές που ο τούρκος πρόεδρος αρέσκεται να αποκαλεί «καζάν-καζάν». Νίκη για όλους. Η μεν Αγκυρα, η οποία βρίσκεται προσώρας σε αδιέξοδο, καθώς αναλυτές υποστηρίζουν ότι μόλις 50 τουρκικά F-16 είναι αυτή τη στιγμή ικανά να επιχειρήσουν, αναβαθμίζει τις δυνατότητές της στον αέρα, χωρίς όμως ακόμη να είναι γνωστό το μείζον, δηλαδή ο εξοπλισμός που θα φέρουν τα Eurofighter. Οι δε Βρετανοί επανεκκινούν μια σχεδόν «νεκρή» γραμμή παραγωγής με χρήση τουρκικού χρήματος.

Το σημαίνον όμως είναι ότι η αγορά των Eurofighter έρχεται σε συνέχεια μιας σειράς διμερών συμφωνιών με ισχυρά μέλη της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ. Την Ισπανία και την Ιταλία, με τις οποίες η Αγκυρα διατηρεί άριστη αμυντική αλλά και διπλωματική συνεργασία. «Η Τουρκία ενισχύει τη θέση και τον δυνητικό ρόλο της τόσο άμεσα στο ΝΑΤΟ, απορροφώντας τις πιέσεις από τη συνεχιζόμενη επαμφοτερίζουσα στάση της στον πόλεμο στην Ουκρανία, όσο και μεσοπρόθεσμα στον σχεδιασμό και την ανάπτυξη της νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας» λέει στο «Βήμα» ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτης Τσάκωνας. Προσθέτει μάλιστα ότι οι διμερείς συνεργασίες ενισχύουν τη δυνατότητα παράκαμψης των ενστάσεων από έτερα κράτη-μέλη της ΕΕ (Ελλάδα- Κύπρος), «ενώ παράλληλα επιβραδύνει την προσπάθεια της ΕΕ για στρατηγική αυτονομία».

Η Αννα Ζαχαριάδου, αναλύτρια σε θέματα άμυνας και ασφάλειας, υπογραμμίζει ότι «η τουρκική αμυντική βιομηχανία καθίσταται ορατή ανάμεσα σε ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ, λόγω και της ιδιότητάς της ως μέλους του ΝΑΤΟ, δεδομένης και της χρονικής συγκυρίας». Επισημαίνει όμως ότι η Τουρκία δεν αντιμετωπίζεται ως πιθανός εταίρος από όλα τα κράτη-μέλη.

Η πραγματικότητα είναι ότι μέσα σε λίγα χρόνια η Αγκυρα έχει συγκλίνει με τις περισσότερες μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Τον περασμένο Σεπτέμβριο η ισπανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόκτηση 45 τουρκικών εκπαιδευτικών μαχητικών αεροσκαφών Hurjet, με κόστος 3,68 δισ. ευρώ. «Η αγορά των Ισπανών είναι άλλου επιπέδου» επισημαίνει στο «Βήμα» έμπειρος έλληνας διπλωμάτης: «Αφορά μεγάλο αριθμό αεροσκαφών, το αντίτιμο είναι πολύ μεγάλο, ενώ η Τουρκία επιβεβαιώνει την επαφή της με μια από τις πλέον παραδοσιακές χώρες της Ενωσης».

Υπενθυμίζεται ότι Ισπανία και Τουρκία συνεργάζονται σε υψηλό επίπεδο στον τομέα της άμυνας εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία. Το 2014 η Μαδρίτη είχε αποστείλει συστοιχία Patriot στα τουρκοσυριακά σύνορα, ενώ αργότερα οι δύο πλευρές διαμοιράστηκαν την τεχνογνωσία σχεδιασμού μονάδων του Πολεμικού Ναυτικού.

Αντίστοιχου επιπέδου είναι και η συνεργασία Τουρκίας-Ιταλίας, με προεξάρχουσα την εξαγορά της Piaggio Aerospace από την Baykar, το «καμάρι» της αμυντικής βιομηχανίας της Αγκυρας, μια από τις πρωτοπόρους εταιρείες κατασκευής drones παγκοσμίως. Η Baykar, μάλιστα, συμφώνησε με την επίσης ιταλική Leonardo στη συμπαραγωγή drones, ενώ την ίδια ώρα Αγκυρα και Ρώμη αντιμετωπίζουν από κοινού μια σειρά από περιφερειακά ζητήματα ασφαλείας.

Σύμφωνα με τον κ. Τσάκωνα δι’ αυτής της οδού η Τουρκία αποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του «προβληματικού συμμάχου». «Επιβεβαιώνει έτσι την παρατήρηση του πρώην αμερικανού πρέσβη στο ΝΑΤΟ, Ivo Daalder, ότι “είναι πολύ δύσκολο να ζεις με την Τουρκία, αλλά αδύνατον να ζεις χωρίς αυτήν”, ενώ αυξάνει τη διαπραγματευτική της δυνατότητα σε σχέση με την ανάληψη ρόλων που θα διευκολύνουν την επίτευξη των στόχων της Συμμαχίας».

Παράκαμψη του SAFE;

Ανεξαρτήτως λοιπόν της συμπερίληψής της ή όχι στο πρόγραμμα SAFE, η Τουρκία έχει αποκτήσει εμμέσως πρόσβαση στους κοινοτικούς πόρους αλλά και τη δυτική τεχνολογία, καθώς συμμετέχει κεφαλαιακά σε ευρωπαϊκές εταιρείες. Οπως όμως λέει στο «Βήμα» κοινοβουλευτικός με άριστη γνώση του εν εξελίξει εγχειρήματος της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, «δεν πρέπει να υποτιμάμε το SAFE. Πρόκειται για δάνεια δισεκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να αναπτυχθούν κοινά ευρωπαϊκά όπλα. Οι προϋποθέσεις που υπάρχουν για να ενταχθεί μια τρίτη χώρα στο SAFE ισχύουν και για το ReArm (σ.σ.: πρόκειται για το ευρύτερο πρόγραμμα ύψους 850 δισ. ευρώ)».

Μπορεί λοιπόν η Τουρκία μέσω των διμερών συμφωνιών αλλά και με τις ευλογίες του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε να βρίσκεται ήδη με τα δύο πόδια εντός της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας, όσον αφορά όμως το SAFE ανώτερες διπλωματικές πηγές ξεκαθαρίζουν ότι η Αθήνα δεν πρόκειται να κάνει πίσω παρά τις ασφυκτικές πιέσεις που της ασκούνται. «Αν η Τουρκία δεν αποσύρει το casus belli και τη θεωρία των “γκρίζων ζωνών”, δεν θα συμμετάσχει».

Η κυρία Ζαχαριάδου υπενθυμίζει ότι κατόπιν πρωτοβουλίας της Αθήνας η Τουρκία εμπίπτει δυνητικά στην πρόβλεψη του άρθρου 16 του SAFE περί κράτους που «αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας και άμυνας της ΕΕ». «Η Ελλάδα έχει φροντίσει να συμπεριληφθούν στα πλαίσια του SAFE διατάξεις, όπου καθιστούν δυσκολότερη τη συμμετοχή της τουρκικής βιομηχανίας στον μηχανισμό» λέει χαρακτηριστικά.

«Η συμμετοχή της Τουρκίας στο SAFE περιορίζεται σε ποσοστό 35% του προβλεπόμενου ποσού των 15 δισ. ευρώ, ενώ στο υπόλοιπο 65% η πρόσβαση δεν είναι δυνατή καθώς εξαρτάται από το ελληνικό (και κυπριακό) βέτο. Αρα, η Αγκυρα στερείται όχι μόνο την πρόσβαση σε κοινοτικούς πόρους αλλά και την ιδιαιτέρως αναγκαία ευρωπαϊκή τεχνογνωσία και καινοτομία» εξηγεί ο κ. Τσάκωνας.

Τι θα γίνει με τους πυραύλους

Οσον αφορά τις ισορροπίες στο Αιγαίο μετά την αγορά των 20 Eurofighter – στα οποία θα πρέπει να προστεθούν και 24 μεταχειρισμένα που σκοπεύει να προμηθευθεί η Αγκυρα από το Κατάρ και το Ομάν – αμυντικοί αναλυτές είναι επιφυλακτικοί αναμένοντας να δουν τι ακριβώς θα συμπεριλαμβάνεται στις συμφωνίες περί των εξοπλισμών, με το διακύβευμα να έγκειται στους γαλλικούς πυραύλους Meteor.

«Αν πράγματι οι Τούρκοι πάρουν Meteor, τότε μειώνεται η ψαλίδα με τα Rafale» λέει στο «Βήμα» έλληνας ιπτάμενος.

Ετερος στρατιωτικός εμπειρογνώμονας υπογραμμίζει, πάντως, ότι με την επιλογή των Eurofighter η Τουρκία «θα παραμείνει δεσμευμένη για τουλάχιστον 15 χρόνια σε μια ενδιάμεση τεχνολογία, σαφώς κατώτερης των F-35», γεγονός που υποδεικνύει ότι η Αθήνα θα διατηρήσει υπεροπλία στους αιθέρες.

Παρότι η Αθήνα δεν αντέδρασε στη συμφωνία για τα Eurofighter, καλά ενημερωμένη πηγή από το υπουργείο Εξωτερικών υπογραμμίζει πως «θα διασφαλιστεί ότι ο εν λόγω εξοπλισμός δεν θα χρησιμοποιηθεί εις βάρος άλλου κράτους-μέλους.

Ακόμα και αν οι Βρετανοί είναι βέβαιοι ότι η Τουρκία θα πάρει τους Meteor, δεν ισχύει το ίδιο ούτε για τους Γερμανούς, πολλώ δε μάλλον για τους καθ’ ύλην αρμόδιους, τους Γάλλους».

Υπενθυμίζεται ότι η Αθήνα έχει ήδη ζητήσει από το Παρίσι να μην παράσχει τους Meteor στην Τουρκία, με τις ίδιες πηγές να επισημαίνουν ότι η ελληνική πρωτεύουσα έχει στα χέρια της επιπλέον μέσα πίεσης.