Για όποιον έχει υπό την ευθύνη του άνθρωπο πάσχοντα, ισχύει μία αρχή: ό,τι και να κάνει, θα είναι λάθος. Η δευτερογενής σχέση με μια νόσο ή αναπηρία είναι γκρίζα ζώνη – καμία σκέψη, πράξη, στάση δεν μπορεί να είναι απολύτως ηθική ή μη ηθική, ωφέλιμη, ανώφελη ή ζημιογόνα για εσένα και τον άλλον. Γι’ αυτό νομίζω πως, στην πραγματικότητα, δεν είναι ούτε ο ακατάπαυστος σωματικός κόπος ούτε η αδρανής συμπόνια ούτε το βάρος της ευθύνης εκείνο που τσακίζει όσους συμβιώνουν με (μη αυτοεξυπηρετούμενους) πάσχοντες. Είναι η απόλυτη αδυναμία τους να θέσουν ένα πρόσημο σε αυτό που κάνουν, να βρουν νόημα στις αποφάσεις τους, να χαράξουν, τελικά, μια πορεία που να έχει έστω και μια ανεπαίσθητη κλίση προς το σωστό ή το λανθασμένο.

Τι γίνεται όταν προκύπτει το ενδεχόμενο να τοποθετήσεις τον πάσχοντά σου σε μια δομή φροντίδας, για παράδειγμα; Από τη μια, πρέπει να παλέψεις με το αίσθημα ότι τον εγκαταλείπεις, ότι είσαι ανήμπορος (ή ανάξιος) να τον φροντίσεις μόνος σου, ότι πηγαίνεις να μεταθέσεις σε κάποιον ξένο μια ευθύνη που είναι, με έναν μεταφυσικό ανορθολογισμό, αποκλειστικά δική σου.

Από την άλλη, πρέπει να παλέψεις με τον ορθολογισμό – τον ορθολογισμό της συνειδητοποίησης ότι κάποιες καταστάσεις σε υπερβαίνουν, ότι δεν δύνασαι να παρέχεις στον άνθρωπό σου τη φροντίδα που χρειάζεται, όχι επειδή δεν θέλεις, αλλά επειδή δεν μπορείς. Δεν είσαι γιατρός ή νοσοκόμος, δεν έχεις φάρμακα και μηχανήματα. Μπορεί να ξέρεις να κάνεις μια ένεση και να θυμάσαι να δίνεις κάποια χάπια, αλλά δεν ξέρεις πότε κάτι πηγαίνει στραβά, δεν ξέρεις να ξεχωρίσεις τα κρεατάκια από την άπνοια, τη νύστα από τον νυσταγμό, δεν έχεις ιδέα τι ζώδιο έχουν τα λευκά αιμοσφαίρια για να μπορείς να προβλέψεις πάνω-κάτω αν θα είναι μια καλή μέρα σήμερα γι’ αυτά.

Η σπονδυλική σου στήλη πιθανώς έχει αρχίσει να στραβώνει από την προσπάθεια να σηκώσεις έναν άνθρωπο εκατό κιλών, που δεν δύναται να σε βοηθήσει, και η ψυχή σου έχει αρχίσει να στραβώνει ακόμα περισσότερο καθώς πλένεις τα γεννητικά όργανα μιας μητέρας ή ενός πατέρα, φέρ’ ειπείν, ενώ προσπαθείς μάταια να τα ανακαλέσεις στη μνήμη σου (αφού κάποτε, πριν από πολύ, πολύ καιρό, πέρασες από κει μέσα), μπας και σου φανεί η όλη κατάσταση κάπως πιο σωστή.

Οχι, δεν είσαι τίποτα τέτοιο – είσαι απλώς ένας άνθρωπος, με είκοσι τέσσερις ώρες στη μέρα του, τα δύο τρία των οποίων πρέπει να τα αφιερώνει στη δουλειά του, στα σουπερμάρκετ του, στα πηγαινέλα του, και το ένα τρίτο (κουτσουρεμένο) πρέπει να το αφιερώνει σε έναν αναγκαίο και όχι ιδιαίτερα αναζωογονητικό ύπνο. Δεν θέλεις να το παραδεχθείς, αλλά το master mode στο πειρατικό βιντεογκέιμ της πραγματικότητας που παίζεις μάλλον θα σε κάνει να πάρεις στον λαιμό σου όλη την ομάδα, τελικά.

Δεν θέλεις να το παραδεχθείς, αλλά το ξέρεις: αυτό το βιντεογκέιμ δεν το έχεις ξαναπαίξει, είναι η πρώτη σου φορά εδώ, πρώτη και τελευταία. Φοβάσαι την ήττα, λες και έχεις την ανάμνησή της, αλλά δεν την έχεις. Η ήττα είναι στο μυαλό σου. Απλώς σε τριβελίζει η υποψία ότι αυτό το παιχνίδι έχει σχεδιαστεί με τέτοιον τρόπο ώστε να μην κερδίζεις.

Συνεχίζεις να παίζεις, ωστόσο, αν και δεν έχεις ιδέα τι κάνεις, ούτε πώς θα καταλήξει όλο αυτό, ούτε αν έχει νόημα. Εντάξει, το νόημα ίσως μπορείς να το εφεύρεις. Είχες διαβάσει στο Ιντερνετ εκείνη την ιστορία με την καθηγήτρια που έλεγε στους φοιτητές της για την αρχή του ανθρώπινου πολιτισμού, αποκαλύπτοντάς τους πως το εύρημα ενός γιατρεμένου μηριαίου οστού σημαίνει πως κάποια στιγμή σταματήσαμε να φερόμαστε σαν ζώα, σταματήσαμε να αφήνουμε πίσω τους αρρώστους, τους λαβωμένους, τους υπερηλίκους μας για να μην καθυστερήσουν την αγέλη, αρχίσαμε να τους νοιαζόμαστε, να τους γιατροπορεύουμε, να μη θέλουμε να τους αποχωριστούμε, να προτιμούμε να καθυστερήσει η αγέλη παρά να τους εγκαταλείψουμε.

Ναι, τότε ανακαλύψαμε την έννοια του αγαπημένου και νιώσαμε όπως όταν ανακαλύψαμε τη φωτιά και τον τροχό: ούγκα μπούγκα, ρε συ, δεν ξέρω τι είναι αυτό το πράμα, αλλά κάνει παπάδες. Από τότε, βέβαια, μεσολάβησαν διάφορα, η έννοια της εγκατάλειψης έγινε κάπως πιο περίπλοκη για να επιτρέπεις στον εαυτό σου να αρκεστεί σε μια ελεύθερη μετάφραση: «δεν εγκαταλείπω» μπορεί να σημαίνει απλώς «δεν σταματώ ν’ αγαπώ», δεν σταματώ να νοιάζομαι, δεν σταματώ να είμαι εκεί, ακόμα κι αν το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να στέκομαι. Αλλά, ακόμα κι αν δεν σε καλύπτει απόλυτα αυτή η μετάφραση, είναι ένα πρώτο βήμα.

Το κόλπο είναι να μην αφήσεις τίποτα να κλονίσει την αλήθεια της αγάπης σου. Πολλές φορές, άθελά μου, έχω κρυφακούσει ανθρώπους στον δρόμο να μιλούν στο τηλέφωνο για κάποιον πάσχοντα που φροντίζουν, συνήθως ολομόναχοι. Βρίσκουν την ευκαιρία να βγουν από το σπίτι, να χαθούν μέσα στη χάβρα της πόλης, εκεί όπου δεν μπορεί να τους προσέξει πραγματικά κανείς, να βρουν καταφύγιο στην ανοιχτωσιά και να βγάλουν τα σώψυχά τους σε κάποιον της εμπιστοσύνης τους.

Σχεδόν πάντα κλαίνε. Κλαίνε από εξουθένωση, από απελπισία. Κλαίνε για το βάρος που σηκώνουν, για τον ανήμπορο αγαπημένο, που ούτε συνεργάζεται ούτε καλυτερεύει και δεν φταίει για τίποτε απ’ τα δυο, κλαίνε που είναι ολομόναχοι, που δεν έχουν κανέναν να τους συνδράμει ή (χειρότερα) που έχουν, αλλά δεν θέλει να τους συνδράμει.

Κυρίως, κλαίνε από ενοχές επειδή κλαίνε. Κι από ενοχές, επίσης, που έφτασαν να αναφέρονται σ’ έναν άνθρωπο σαν να μην είναι άνθρωπος, αλλά μια μηχανή, που δουλειά της είναι να τρώει, αλλά έχει βραχυκυκλώσει και δεν τρώει, που δουλειά της είναι να σηκώνει τοσοδά τη μέση της για να μπορέσεις να στρώσεις καλά την πάνα της, αλλά έχει βραχυκυκλώσει και δεν τη σηκώνει, που δουλειά της είναι να σου λέει «κρυώνω» ή «ζεσταίνομαι», αλλά έχει βραχυκυκλώσει και δεν της παίρνεις κουβέντα ή σου αραδιάζει χιλιάδες κουβέντες μαζί και δεν μπορείς να βγάλεις άκρη, οπότε δεν έχεις παρά να την αγνοήσεις.

Ολα αυτά σε κάνουν να ξεχνάς τι σημαίνει αγάπη, να ξεχνάς ότι και μόνο που σκοτίζεις το μυαλό σου (πολλώ δε μάλλον όταν κάνεις και όλα τα άλλα) είναι από αγάπη. Η οποία αγάπη είναι κι αυτή σαν την κατάρα: πάντα επιστρέφει στον αφέντη της. Και να μη θες ν’ αναγνωρίσεις στον εαυτό σου ότι αγαπάει, αυτό συμβαίνει. Στο κάτω-κάτω, αν συναντούσες εκείνον τον προϊστορικό άνθρωπο που άφησε μια γωνίτσα στη σπηλιά για τον σακάτη του, δεν θα του έλεγες ψυχολογίστικα σοφίσματα. Μάλλον θα του χάιδευες τα μαλλιά χαμογελώντας και θα του έλεγες, χωρίς να διστάζεις που μπορεί να μην καταλάβαινε τη γλώσσα σου: «Κοίτα, κοίτα πόσο μακριά έχεις φτάσει!».

Συμπεράσματα από μια λίστα για ψώνια

Παρατηρώ στον δρόμο έναν νεαρό καθώς μπαίνει στο αυτοκίνητό του. Φαίνεται υπερβολικά νεαρός, αλλά συνειδητοποιώ ότι δεν είναι και σχολιαρόπαιδο – μάλλον γύρω στα είκοσι τρία. Κάνω μια κλισέ σκέψη για τις νέες γενιές που σιγά-σιγά ξεπροβάλλουν, για τα πιτσιρικάκια που αρχίζουν να οδηγούν αυτοκίνητα, να αναζητούν μόνιμες δουλειές, να αγοράζουν πράγματα όπως φίλτρα απορροφητήρα, λάμπες και κατεψυγμένα καρότα.

Υστερα, κάνω μια εξίσου κλισέ σκέψη για την ολοένα και νεανικότερη όψη των ανθρώπων – τους πενηντάρηδες που μοιάζουν τριανταπεντάρηδες, τους τριαντάρηδες που μοιάζουν σαν να έχουν μόλις γυρίσει από την πενταήμερη. Στο τέλος, κάνω την πιο κλισέ σκέψη απ’ όλες: ο κόσμος κατακλύζεται από ανθρώπους νεότερους από εμένα. Μεγαλώνω. Το μόνο κακό στο να μεγαλώνεις είναι ότι δεν μπορείς πια να ενθουσιάζεσαι με «ενήλικα πράγματα». Μπορείς μόνο να νεύεις στις αναγκαιότητες, σαν σ’ έναν παλιό γνωστό που δεν θυμάσαι τ’ όνομά του.