Στο πανεπιστήμιό μας απασχολούνται δύο καθαρίστριες. Θα έπρεπε να απασχολούνται τουλάχιστον πέντε, δεδομένης της έκτασης του κτιρίου, του αριθμού των γραφείων και των αιθουσών, των υπαίθριων χώρων που μοιάζουν με μέρη εξοχικής ιαπωνικής κατοικίας βγαλμένης από καρτ ποστάλ – και που γι’ αυτό ακριβώς χρειάζονται διαρκή συντήρηση, με όλα εκείνα τα δέντρα και τα φυτά, τους τόνους σκόνης, γύρης και φύλλων, καθώς και μία σεβαστή γατοαποικία.
Εν τούτοις, οι καθαρίστριες είναι δύο, απασχολούμενες υπό το καθεστώς ανανεούμενων ψευτοσυμβάσεων, με ένσημα και ρεπό ακριβοθώρητα. Πολλές φορές τις βλέπω κι αναρωτιέμαι πώς τα βγάζουν πέρα. Δύο γυναίκες μικροκαμωμένες, με εγγόνια, κάθε τόσο με χέρια και πόδια που «κοσμούν» έμπλαστρα και δέστρες, με δάχτυλα καμένα από απορρυπαντικά, με μισοδιαλυμένα σπορτέξ παπούτσια που επιλέχθηκαν με προσοχή ώστε να ανακουφίζουν άκανθες, κότσια και κάλους, με τσαντάκια μέσης φορτωμένα κλειδιά, «αρχαία» κινητά τηλέφωνα με κουμπιά και αποξεχασμένα τυλιχτά σοκολατάκια που κάποιος εορτάζων μπορεί να μοίραζε σε κάποιο γραφείο.
Κι ωστόσο ο χώρος δεν είναι απλώς καθαρός – τουλάχιστον όσο το επιτρέπει η ευρύτερη κατάστασή του, η μεγάλη ηλικία του, η κακή αρχιτεκτονική του. Είναι φροντισμένος με έναν τρόπο που μαρτυρά έγνοια, μια έγνοια για το σημείο όπου τέμνονται η πρακτικότητα και η άνεση. Παντού τριγύρω υπάρχουν κάδοι απορριμμάτων, όχι μόνο κανονικοί αλλά και αυτοσχέδιοι – κάποιοι με πέτρες στον πάτο τους, για να μην αναποδογυρίζουν από τον αέρα.
Στα αίθρια, από γωνιά σε γωνιά, υπάρχουν μπουκάλια μισογεμάτα νερό, για να εξυπηρετούν ως τασάκια. Σε όλους σχεδόν τους τοίχους υπάρχουν προσεκτικά κολλημένα χαρτιά με παρακλήσεις: Μα για μισοχαλασμένες πόρτες που πρέπει να κλείνουν χεράτα αντί να κλωτσιούνται και ν’ αφήνονται έρμαια στους νόμους της φυσικής, ώστε να μην τρυπώνουν τα γατιά μέσα και αφήνουν ακαθαρσίες. Μα για γόπες που δεν πρέπει να πετιούνται μέσα στα παρτέρια. Μα για κύπελλα καφέ που δεν πρέπει να πετιούνται στους κάδους εάν δεν είναι άδεια διότι μετά οι σακούλες στάζουν ζουμιά.
Μα για καζανάκια που, ε, απλώς πρέπει να πατιούνται, μα για λεκάνες που, ε, απλώς πρέπει να στοχεύονται, μα για χαρτάκια που πρέπει να πετιούνται στο καλαθάκι δίπλα, μα για χεράκια που πρέπει να πλένονται. Μα τους κάδους ανακύκλωσης όπου δεν πρέπει να πετιούνται άλλα σκουπίδια. Μα για τζαμαρίες που δεν πρέπει να κοπανιούνται, μα για παράθυρα που πρέπει να κλείνουν, μα για σκαλιά που πρέπει να αποφεύγονται διότι το ταβάνι από πάνω μπάζει βρόχινα νερά.
Φυσικά, οι άνθρωποι που κινούνται στον χώρο εξακολουθούν να αγνοούν τους αυτοσχέδιους κάδους, τα αυτοσχέδια τασάκια, τις αυτοσχέδιες παρακλήσεις. Θα πετάξουν το περιτύλιγμα από το σάντουιτς πάνω στα καινούρια, φασκιωμένα δενδρύλλια, θα πετάξουν τα αποτσίγαρά τους στους διαδρόμους, θα αφήσουν κάθε πόρτα που βλέπουν ορθάνοιχτη. Και οι γάτες εξακολουθούν να τρυπώνουν.
Και οι εγκαταβιούντες στον εκάστοτε όροφο εξακολουθούν να τις κυνηγούν όπως ο Ρόκι Μπαλμπόα τις κότες. Αν, όμως, οι γάτες κατορθώσουν να χωθούν σε κάποιον χώρο που δεν κυκλοφορεί συχνά κόσμος για να τις αντιληφθεί εγκαίρως, τότε οι δυο μας καθαρίστριες τις αντιλαμβάνονται μόλις την επομένη – από τη μυρωδιά.
Και ξεφυσώντας τότε πιάνουν τα απορρυπαντικά τους, ρίχνουν κάτι σκόνες πάνω στις κίτρινες λιμνούλες για να στερεοποιηθούν, μετά ρίχνουν και τις χλωρίνες τους για να φύγει η μυρωδιά, όπως πάνε και κάνουν ύστερα και στις τουαλέτες, σ’ εκείνες που είναι ειδικά σχεδιασμένες γι’ ανθρώπους, μολονότι οι άνθρωποι τις χρησιμοποιούν με το ίδιο τακτ με το οποίο χρησιμοποιούν οι γάτες τα έρημα αμφιθέατρα. Και η καθημερινότητα εξακολουθεί να ρέει στο πανεπιστημιακό κτίριο, που στέκεται όρθιο με duct tape and prayers, κυριολεκτικά.
Τα έχει και αυτά το λειτούργημα της καθαρίστριας. Οπως σε όλα τα επαγγέλματα, δεν έχεις ν’ αντεπεξέλθεις μόνο στη δουλειά σου – πρέπει ν’ αντεπεξέλθεις και στην ύπαρξη των ανθρώπων. Οχι μόνο των ανθρώπων που αγνοούν τον κόπο σου και σου προσθέτουν κι άλλον, αλλά και εκείνων που τον υποτιμούν – που σε κοιτούν ενοχλημένοι όταν «εισβάλλεις» στον χώρο τους για να τους τον καθαρίσεις, που σε στραβοκοιτούν αν άφησες σκόνη σε κάνα ράφι (ενώ εσύ στραβοκοιτάς μόνο το ράφι, κυριολεκτικά το στραβοκοιτάς, διότι έχεις ολίγον στραβισμό και πολλή πρεσβυωπία), που σου στερούν την καλημέρα τους επειδή δεν έχεις ένα «δρ» αριστερά του ονόματός σου.
Μόνο που δεν πληρώνεσαι αρκετά για όλο αυτό το δράμα. Αντιθέτως, δεν πληρώνεσαι καθόλου. Μόνο για τη δουλειά σου πληρώνεσαι – κι εκεί λιγότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Γενικώς πρόκειται για έναν πάρα πολύ οικείο άγραφο νόμο: εάν η σκληρή δουλειά απέφερε πλούτο, οι χειρώνακτες θα πήγαιναν στη δουλειά τους με Pagani.
Η μία εκ των δύο καθαριστριών, βέβαια, με την οποία συνομιλώ καθημερινά (σε ελεύθερη μετάφραση: κουτσομπολεύω περί εσωτερικών υποθέσεων ή βαθμολογώ παπούτσια) έχει αυτή την πολλή πρεσβυωπία που θα καθιστούσε την οδήγηση μιας Pagani απαγορευτική. Κι ωστόσο, θα της άξιζε να έχει μία, αν μπορούσε να την οδηγήσει. Διότι δεν είναι μόνο η εμπνεύστρια όλων εκείνων των αυτοσχέδιων πραγμάτων που δείχνουν ότι ο χώρος, ακόμα κι αν δεν διατηρείται – παρά τους κόπους της – καθαρός και μαζεμένος, είναι τουλάχιστον σημαντικός μέσα στον νου κάποιου. Είναι και μια γυναίκα που ξέρει πόσο σημαντικό είναι αυτό που κάνει. Και όταν της επιτρέπεται, το κάνει καλύτερα απ’ όσο θα έπρεπε να είναι πρόθυμη να το κάνει.
Μ’ αυτή τη νοοτροπία ήρθε την προηγούμενη εβδομάδα στο γραφείο, πήρε το σεμεδάκι που έχουμε κάτω από τη νεσπρέσο μας (συνδυάζουμε παραδοσιακή και μοντέρνα αισθητική) και το έπλυνε μοναχή της, να βγάλει τα στίγματα του καφέ. Αυτή την εβδομάδα, ήρθε και άνοιξε την τσάντα με τα χριστουγεννιάτικα που είχα παρατήσει σε μια γωνιά και άρχισε, με περισσή φροντίδα, να τα στολίζει τριγύρω. Και μετά πότισε και τον φίκο, που τον είχε φέρει δώρο η ίδια.
Και πήρε για την ανακύκλωση τα άδεια μπουκάλια του νερού και τα άδεια κουτιά από μελάνι εκτυπωτή. Και ξεσκόνισε και κάτω από τις στοίβες με τα χαρτιά και τους φακέλους, προσέχοντας να βάλει στην ίδια ακριβώς θέση ό,τι είχε μετακινήσει – ακόμα και το στυλό, ακόμα και τον συνδετήρα. Και έβγαλε κι ένα μαμαδίστικο λογύδριο για εκείνο το καλάθι με τις μαρμελάδες και τα κρασιά που έχουμε παρατήσει στη βιβλιοθήκη πέντε χρόνια και για το σακουλάκι με τα αποξηραμένα μπλούμπερι που έχουμε παρατήσει στο ψυγείο δύο μήνες.
Κι εγώ ωστόσο ξεφυσούσα, διότι μου θύμιζε υπερβολικά πολύ τη μητέρα μου: έχουν το ίδιο όνομα, τα λίγα (καμιά σαρανταριά) κιλά και την ίδια εμμονή με τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Ξεφυσούσα και της έλεγα: Εσύ κι η μάνα μου μπορείτε να τρελάνετε άνθρωπο. Το έλεγα και σκεφτόμουν τι τύχη είναι να περιβάλλομαι από γυναίκες σαν αυτή. Προλετάριες – της γης τις μαμάδες.
Ντοστογέφσκι για πιτσιρίκια
Τις προάλλες πήρα ένα λεωφορείο, μισοάδειο, καθόμουν σε μια θεσούλα. Δίπλα μου, από μέσα, ένας πιτσιρίκος. Διάβαζε Ντοστογέφσκι. Οταν ήταν να κατέβει, δίστασε λίγο προτού μιλήσει. Τελικά, είπε κάτι σαν: «Θα μπορούσατε… σας παρακαλώ… πρέπει να κατέβω».
Επρόκειτο για μια ολόκληρη, χαμηλόφωνη πρόταση, που μου έκανε εντύπωση, δεδομένης της ηλικίας του. Θα έφταιγε ο Ντοστογέφσκι. Εχω παρατηρήσει πως έφηβοι και μεταέφηβοι δεν στερούνται καλοσύνης, αλλά μάλλον αστικής ευγένειας. Δεν έχουν κακές προθέσεις, κακούς τρόπους εν γένει, απλώς η γλώσσα τους είναι όσο κουτσουρεμένη είναι η γλώσσα του TikTok – κι αυτό συχνά τους κάνει να φαίνονται πιο άγριοι απ’ ό,τι είναι. Στη δική μου γενιά δεν υπήρχε TikTok. Ημαστε άγριοι επειδή ήμαστε τέρατα. Σε αυτή τη γενιά, οι νέοι δεν είναι τέρατα, μόνο συμπιεσμένοι σε μια γλώσσα α-κοινωνική. Οσο κλισέ κι αν ακούγεται, η λύση παραμένει ίδια: Δώστε στα πιτσιρίκια Ντοστογέφσκι.






