Η Συνθήκη της Λωζάννης είναι συνυφασμένη με τον δεύτερο αιώνα της ιστορίας του ελληνικού κράτους. Η Επανάσταση του 1821 σήμαινε μια αργόσυρτη επέκταση των ορίων της ελληνικής επικράτειας. Η Συνθήκη της Λωζάννης σήμαινε μια οριστική εθνική ολοκλήρωση. Η Ελλάδα που διέγραψε η Συνθήκη είναι σχεδόν αυτή που γνωρίζουμε σήμερα, μόνο τα Δωδεκάνησα προστέθηκαν το 1947. Η διάψευση του οράματος «της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, σήμαινε ένα μικρότερο ελληνικό κράτος. Επρόκειτο όμως για μια οντότητα πιο ρεαλιστική, πιο στέρεη.

Το κατανοούσε πρωτίστως ο αρχιτέκτονας της Συνθήκης των Σεβρών, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος διαπραγματεύθηκε και τη Συνθήκη της Λωζάννης. Ακολούθησε εκεί τη θεμελιώδη αρχή που είχε ακολουθήσει όταν ανέλαβε το μικρασιατικό εγχείρημα το 1919, την ευθυγράμμιση με τους Συμμάχους. Ο αλυτρωτισμός δεν μπορούσε να είναι πλέον πρακτική πολιτική.

Η διάψευση του οράματος «της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, σήμαινε ένα μικρότερο ελληνικό κράτος. Επρόκειτο όμως για μια οντότητα πιο ρεαλιστική, πιο στέρεη

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι πολιτικές ελίτ της εποχής αποδέχθηκαν το νέο εδαφικό καθεστώς σχεδόν ομόφωνα. Μόνη εξαίρεση ήταν ο στρατηγός Πάγκαλος που υποστήριξε την επανάληψη των εχθροπραξιών το 1923. Προσέκρουσε στην αντίθεση του Βενιζέλου και του Πλαστήρα, ηγέτη του στρατιωτικού καθεστώτος του 1922. Αλλά ο Βενιζέλος κατανοούσε τον συσχετισμό δυνάμεων και τις επικρατούσες αντιλήψεις. Καμία μεγάλη δύναμη δεν επρόκειτο να υποστηρίξει την Ελλάδα σε αναμέτρηση με την Τουρκία καθώς επικρατούσε η άποψη ότι οι δύο πλευρές της θάλασσας του Μαρμαρά έπρεπε να υπάγονται στην κυριαρχία ενός μόνο κράτους, ώστε να είναι λειτουργικό οποιοδήποτε διεθνές καθεστώς των Στενών. Το εκκρεμές είχε κινηθεί προς την τουρκική πλευρά, η οποία είχε επικρατήσει στη Μικρά Ασία και έπρεπε να ικανοποιηθεί ώστε να συναφθεί συνθήκη ειρήνης. Οταν ο Πάγκαλος εγκαθίδρυσε μια βραχύβια δικτατορία, το 1925-1926, απέβλεψε στην ανάκτηση της Ανατολικής Θράκης. Ανατράπηκε πριν οδηγήσει την Ελλάδα σε πόλεμο καθώς πολιτικοί και στρατιωτικοί συνειδητοποιούσαν ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε διεθνή απομόνωση, οικονομική κατάρρευση, διακοπή της προσπάθειας αποκατάστασης των προσφύγων, που στηριζόταν σε διεθνή δανεισμό, και, συνεπώς, κοινωνική αποσταθεροποίηση.

Η Συνθήκη της Λωζάννης, πέραν της απώλειας της Ιωνίας, κεφαλαιοποιούσε εδαφικά κέρδη από τους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποκρυστάλλωνε ένα κράτος που διέφευγε από τα όρια της Θεσσαλίας, αποκτούσε ενδοχώρα στη Βαλκανική, ομοιογενή πληθυσμό, λόγω της ανταλλαγής που συμφωνήθηκε παράλληλα με τη συνθήκη ειρήνης, και κυριαρχία επί των περισσότερων νησιών του Αιγαίου. Επίσης, αυτό που συχνά παραβλέπουμε είναι ότι στη Λωζάννη δεν συμφωνήθηκε μόνο ο τερματισμός της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, αλλά ρυθμίστηκε συνολικά το Ανατολικό Ζήτημα, η διαδοχή δηλαδή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το καθεστώς της Λωζάννης, αν και συνέπεια μιας στρατιωτικής ήττας και εθνικής καταστροφής, είχε μακροπρόθεσμα πλεονεκτήματα γιατί συνιστούσε μια ρεαλιστική απεικόνιση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας και γιατί η ρύθμιση αυτή αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου διεθνούς πλαισίου το οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις θεωρούσαν ανεκτό, καθώς το κόστος από μια απόπειρα ανατροπής του εικαζόταν ότι είναι υψηλότερο από το πιθανό όφελος. Αντεξε γιατί δεν υπήρχαν ισχυρά κίνητρα για οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές του Αιγαίου ώστε να επιδιωχθεί η ανατροπή του.

Οταν η Τουρκία εξέτασε διάφορες πιθανότητες κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενόσω παρέμενε ουδέτερη και στάθμιζε τα ενδεχόμενα οφέλη μιας συμμετοχής της στον πόλεμο στο πλευρό του ενός ή του άλλου, παρενόχλησε την ελληνορθόδοξη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης. Δεδομένης όμως της κατοχής της Ελλάδας από τον Αξονα και εν συνεχεία της απελευθέρωσης υπό τη βρετανική επίβλεψη, ήταν αδιανόητο να επιχειρήσει οτιδήποτε εναντίον ελληνικού εδάφους. Εν συνεχεία, η ένταξη των δύο χωρών στο δυτικό σύστημα συμμαχιών, με το δόγμα Τρούμαν το 1947 και την ταυτόχρονη προσχώρηση στο ΝΑΤΟ το 1952, εδραίωσε το συμβατικό καθεστώς της Λωζάννης παρά τις μετέπειτα αλλεπάλληλες ελληνοτουρκικές κρίσεις. Το Κυπριακό, από το 1955, και οι διαφορές για τις θαλάσσιες ζώνες και τον εναέριο χώρο του Αιγαίου, από το 1973 και εξής, αφορούν θέματα πέραν της Συνθήκης της Λωζάννης, ιδίως τα τελευταία σχετίζονται με την εφαρμογή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας.

Η έντονη αμφισβήτηση του καθεστώτος της σημειώνεται από το 1995-1996, με την κρίση των Ιμίων. Εντείνεται έκτοτε καθώς οι τουρκικές αξιώσεις ενισχύονται από το αίσθημα υπεροχής της Αγκυρας ως ανερχόμενης περιφερειακής δύναμης που χαρακτηρίζει την τουρκική πολιτική, ιδίως κατά η διάρκεια της διακυβέρνησης Ερντογάν. Την αμφισβήτηση του εδαφικού καθεστώτος δεν συμμερίζεται ο δυτικός κόσμος. Η τάση αλλαγής συνόρων με άσκηση βίας χαρακτηρίζει τις δυνάμεις που αμφισβητούν τους κανόνες που εδραιώθηκαν στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο. Συνεπώς, η Ελλάδα δεν έχει συμφέρον στην αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία αποτελεί μέρος του Διεθνούς Δικαίου και θεμέλιο του εδαφικού καθεστώτος στην περιοχή από το 1923. Η ενίσχυση της δύναμης αποτροπής, την οποία από την ανάγκη των πραγμάτων πραγματοποιεί η Αθήνα, είναι παράγοντας ασφαλείας, δεν οδηγεί σε επίλυση των διαφορών. Η ανάγκη ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών με την Τουρκία, με πιθανότερη κατάληξη την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, χρειάζεται μια αρχή, το υφιστάμενο καθεστώς κυριαρχίας δεν μπορεί παρά να έχει ως θεμέλιο το καθεστώς της Λωζάννης.

Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.