Το 2019 βρίσκει τον πλανήτη Γη να κατοικείται από 7,6 δισεκατομμύρια ανθρώπους, το κλίμα του πλανήτη να αλλάζει, τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των κατοίκων του να μεγεθύνονται, τα μεταναστευτικά ρεύματα να δοκιμάζουν κοινωνικές ανοχές και ισορροπίες και τις απειλές πολέμου διάσπαρτες σε όλα τα μήκη και πλάτη αυτού του μικρού πλανήτη του Σύμπαντος. Παρόλο που τα προβλήματα είναι αλληλένδετα, αναμφίβολα το πρώτο μέλημα είναι αυτά τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων να μη στερηθούν ούτε μία ημέρα νερό, ψωμί, στέγη, εργασία, υπηρεσίες Υγείας και Παιδείας αλλά και να ζουν σε συνθήκες όπου τα δικαιώματα στη ζωή, στην ελευθερία, στην ασφάλεια, στην ισότητα, στη συμμετοχή στον παγκόσμιο πολιτισμό να είναι εγγυημένα και αδιαπραγμάτευτα.

Για να μην αποτελούν όλα τα παραπάνω ουτοπικά ευχολόγια επαναλαμβανόμενα στην αρχή κάθε νέου έτους, θα ήταν σκόπιμο να αναρωτηθούμε αν και πώς είναι δυνατή η επίτευξή τους. Και βέβαια μια επίτευξη που δεν θα αφορά μόνο το νέο έτος αλλά θα είναι διαρκής και θα εγγυάται βιώσιμες συνθήκες για τις επόμενες γενιές που αενάως έρχονται και φεύγουν. Θεωρώ ότι αφενός οι τεχνολογικές εξελίξεις και αφετέρου το «άνοιγμα δρόμων και συνόρων» των τελευταίων ετών έχουν συντελέσει στην ενίσχυση της συνειδητοποίησης, από όλο και περισσότερους, ότι τα προβλήματα είναι οικουμενικά, αφορούν όλους και η όποια λύση θα επηρεάσει όλους. Βέβαια η συνειδητοποίηση αυτή δεν φαίνεται να εκφράζεται με ικανοποιητικό τρόπο σε επίπεδο κυβερνήσεων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις συμπεριφορές κυβερνήσεων στις συνομιλίες για το κλίμα, θέμα κατ’ εξοχήν οικουμενικό. Οπως προκύπτει από πολλές περιπτώσεις εθνικών εκλογών παγκοσμίως, οι λαοί επιλέγουν κυβερνήσεις με κριτήρια που κυριαρχούν τα τοπικά και ατομικά συμφέροντα έναντι των οικουμενικών, ενώ οι κυβερνήτες, κατά κανόνα, ενδιαφέρονται πρωτίστως για την επανεκλογή τους.

Η «θεσμική οργάνωση του πλανήτη» στηρίζεται στη διακυβερνητική συνεργασία μεταξύ κρατών και δεν διαθέτει τους υπερεθνικούς φορείς που θα διαχειριστούν αυτά τα οικουμενικά ζητήματα. Και δυστυχώς δεν φαίνεται να υπάρχει εύκολος τρόπος ανάδειξης αυτών των υπερεθνικών θεσμών με όρους δημοκρατίας, όπου ο κάθε «οικουμενικός πολίτης» θα έχει λόγο και ευθύνη. Η ιδέα μιας παγκόσμιας κυβέρνησης εύλογα τρομάζει. Ενώ ιδέες που σχετίζονται με μια οικουμενική διακυβέρνηση δεν είναι ώριμες. Οι υπερεθνικοί θεσμοί που λειτουργούν σήμερα επικεντρώνουν τις δράσεις τους είτε σε συζητήσεις είτε σε διαχείριση κρίσεων αφού αυτές επισυμβούν. Παγκόσμιες ρυθμίσεις που να αφορούν στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, στη λήψη μέτρων για το κλίμα, στην εξάλειψη ανισοτήτων, στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, στη διαχείριση των ετερόκλητων προκλήσεων του δημογραφικού προβλήματος, στη διαχείριση των ενεργειακών πόρων, των δικτύων επικοινωνιών και μεταφορών, είτε δεν υπάρχουν είτε δεν εφαρμόζονται παρά την αναγκαιότητά τους. Επιπρόσθετα οι «ηγεμονεύουσες δυνάμεις» δεν μοιάζει να έχουν ως προτεραιότητα την παγκόσμια συνεννόηση και δράση στα θέματα αυτά.

Ακριβώς αυτές οι διαπιστώσεις καθιστούν τη σημαντικότερη προσπάθεια των τελευταίων 60 ετών για υπερεθνική συνύπαρξη εκείνη της οικοδόμησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ως προσπάθεια ιδιαίτερης αξίας και ιστορικής σημασίας. Οφείλουμε να προστατεύσουμε και να αναδείξουμε την προσπάθεια αυτή ως ένα υπόδειγμα για την παγκόσμια συνεννόηση. Ως ένα παράδειγμα για το πώς η ήπειρός μας μπορεί να διαχειριστεί την καθημερινότητα των πολιτών της αλλά και το μέλλον της ηπείρου. Οφείλουμε να εκλάβουμε τις αρρυθμίες της τελευταίας δεκαπενταετίας ως παιδικές ασθένειες και να τις θεραπεύσουμε. Η επιστροφή στο παρελθόν ως ήττα είναι τραυματική και καταστροφική. Ο,τι σημαντικό φέρει μαζί του το παρελθόν θα πρέπει να ενταχθεί στο νέο οικοδόμημα της ενωμένης Ευρώπης με σκοπό να το ενδυναμώσει. Ο κάθε ευρωπαίος πολίτης πρέπει στην πράξη να διαπιστώσει ότι η ευημερία που του προσφέρει η ευρωπαϊκή συμπολιτεία είναι καλύτερη από εκείνη της εθνικής του πολιτείας. Βέβαια αυτό προϋποθέτει ότι δεν μας ενώνει μόνο το κοινό νόμισμα αλλά κοινές αξίες και όραμα.

Ολα τα παραπάνω είναι ιδιαίτερα επίκαιρα λόγω των ευρωπαϊκών εκλογών του 2019. Ο πολιτικός λόγος και οι πολιτικές δυνάμεις που θα αναδείξει η εκλογική διαδικασία θα επηρεάσουν καθοριστικά τις εξελίξεις. Απαιτείται γενναιότητα για να κατανοηθούν τα αδιέξοδα και «ανοιχτά μυαλά» για να βρεθούν νέοι δρόμοι. Οφείλει ο καθένας να αναλογιστεί πώς συμπλέει το ατομικό με το συλλογικό συμφέρον. Η ατομικότητα διασώζεται μέσα στην οικουμενικότητα γιατί υπερβαίνει εγωιστικά φρούρια και συμμετέχει στη ζωή. Σε επίπεδο πολιτικής η διαχείριση αυτής της πορείας απαιτεί ταυτόχρονα συνειδητοποιημένους πολίτες και εμπνευσμένους ηγέτες. Απλουστευτικά και συνθηματολογώντας, το πολιτικό ερώτημα των εκλογών του 2019 είναι: Θέλουμε μια ανοικτή στον κόσμο ενωμένη Ευρώπη ή θέλουμε μια λέσχη φοβισμένων και γερασμένων εθνικών κρατών. Οπως σε όλα τα πολιτικά ερωτήματα, οι απαντήσεις για να είναι πειστικές οφείλουν να δίνουν όραμα αλλά ταυτόχρονα να επιλύουν τα τρέχοντα καθημερινά προβλήματα των πολιτών και της κοινωνίας. Ζητήματα που αφορούν στις οικονομικές ανισότητες, σε μικροσκοπικό και μακροσκοπικό επίπεδο, εντός του ευρωπαϊκού χώρου, στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, στην υπεράσπιση ενός βιώσιμου παγκόσμιου οικονομικού μοντέλου που να εξασφαλίζει αειφόρα ανάπτυξη, ισότητα και ειρήνη, στην αναστροφή της δημογραφικής παρακμής και στη δημιουργία προοπτικών για τους ευρωπαίους νέους, θα συνθέσουν την agenda της συζήτησης των εκλογών. Οι απόψεις που θα επικρατήσουν θα αναδείξουν τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που θα λειτουργήσουν είτε ενισχυτικά είτε ανασχετικά στην πορεία για μια ενωμένη Ευρώπη. Το 2019 είναι κομβικό και πιθανά να αποτελέσει έτος καμπής.

Ο κ. Εμμανουήλ Γιακουμάκης είναι πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.