Ανοδος και πτώση ενός μεγάλου αφηγήματος

Του Μάρκου Καρασαρίνη

«Πρόοδος είναι μια θεωρία που περιλαμβάνει μια σύνθεση του παρελθόντος και μια προφητεία του μέλλοντος» έγραφε ο φιλόλογος και ιστορικός Τζ. Μπ. Μπιούρι το 1920 στο κλασικό του έργο The Idea of Progress. Κωδικοποιώντας επιγραμματικά την έννοια που ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός ανέπτυξε ως τομή με τα κάθε λογής κυκλικά αφηγήματα της αρχαιότητας και των μέσων χρόνων για την πορεία του πολιτισμού, συνόψιζε το πνεύμα της πεποίθησης στην ικανότητα του ανθρώπου να βελτιώσει την κατάστασή του – μια κοσμική πίστη που διαπέρασε την κοινωνία, τη λογοτεχνία, την τέχνη.

Η επιστημονική πρόοδος, είτε με την αισιόδοξη είτε με την απαισιόδοξη οπτική της, υπήρξε το επίκεντρο ενός ολόκληρου λογοτεχνικού ρεύματος το οποίο στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα είχε ως πιο γνωστούς εκπροσώπους τον Ιούλιο Βερν και τον Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς, ενώ αργότερα διάφορους πρωτοπόρους της χρυσής εποχής της επιστημονικής φαντασίας. Πολλοί από αυτούς τους τελευταίους είναι Αμερικανοί – διόλου τυχαία, μια και στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα η έννοια φέρει την ετικέτα «Μade in USA»: για να περιγράψει τη ραγδαία βιομηχανική ανάπτυξη του Πειραιά στο γύρισμα του αιώνα ο ελληνικός Τύπος κάνει λόγο για «αμερικανικήν πρόοδον».

Πολιτικά, οι ΗΠΑ την ίδια εποχή περνούν από τη λεγόμενη «Επίχρυση Εποχή» (Gilded Age), μια περίοδο αύξησης των οικονομικών ανισοτήτων, εκλογικής διαφθοράς και κυβερνητικής αδυναμίας να θεσπιστεί ένα άρτιο ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς, σε εκείνη του «Προοδευτισμού» (Progressive Era), μια στιγμή πολιτικών μετασχηματισμών, κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, περιορισμού των μονοπωλίων. Αλλά και μια σειρά από πολιτικές φιλοσοφίες που αναπτύχθηκαν τον 19ο αιώνα, από τον σαινσιμονισμό ως τον σοσιαλισμό, επεφύλασσαν περίοπτη θέση στην ιδέα της προόδου (έστω κι αν ο Καρλ Μαρξ είχε επισημάνει τις αντινομίες της).

Για την Ευρώπη τα «προοδευτικά» κόμματα υπήρξαν ως αρκετά πρόσφατα o συνήθης όρος της τρέχουσας «Κεντροαριστεράς». Ισως μάλιστα η καθυστερημένη αυτή λεξιλογική μετάβαση να προέκυψε αργά: τα δυτικά «μεγάλα αφηγήματα» αποδομήθηκαν στον απόηχο των δύο παγκοσμίων πολέμων που αποκάλυψαν με δραματικό τρόπο τις αντιφάσεις τους. Ως και το «τέλος της Ιστορίας» του Φράνσις Φουκουγιάμα, το οποίο προϋποθέτει την πρόοδο, στην επικράτηση της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας έβλεπε ουσιαστικά την περαίωσή της.

Θα ήταν υπερβολικό να πει κανείς ότι η έννοια της προόδου έχει περιπέσει σε αχρηστία, αποφεύγεται ωστόσο συστηματικά στην δημόσιο λόγο, κρυπτόμενη, στην καλύτερη περίπτωση, πίσω από λιγότερο φιλόδοξα συνώνυμα. Η ανάγκη, όμως, προοπτικής για το μέλλον, οραματισμού μιας βελτιωμένης εκδοχής του κάθε σήμερα, είναι θεμελιώδης. Και τα τεχνοκρατικά οράματα της ψηφιακής τεχνολογίας ή της τεχνητής νοημοσύνης αποδεικνύονται μάλλον χλωμά υποκατάστατά της.

Από την «ταχύτητα» στην «κίνηση»

Της Εφης Γαζή

Στην ιστορία των ιδεών εντοπίζονται διαφορετικές εκδοχές και νοήματα της προόδου. Γενικά όμως, οι προοδοκεντρικές αφηγήσεις έχουν στον πυρήνα τους μια αντίληψη της ιστορίας που έχει χωρο-χρονικές διαστάσεις και εξελίσσεται γραμμικά. Η γραμμική ιδέα του χρόνου αλλά και η προοπτική του μέλλοντος αποτελούν κληρονομιές της χριστιανικής τελεολογίας που διέρρηξε την κυκλική χρονικότητα της σκέψης στην αρχαιότητα. Ο χριστιανισμός έδωσε νέα νοήματα στην έννοια του «μέλλοντος».

Σταδιακά, ο εσχατολογικός χρόνος εκκοσμικεύθηκε στη δυτική σκέψη. Η άνοδος της επιστήμης, τα ταξίδια των Ευρωπαίων, οι «Ανακαλύψεις», ο Διαφωτισμός καλλιέργησαν την αίσθηση της επέκτασης και της διεύρυνσης του εκκοσμικευμένου χωροχρόνου. Φιλόσοφοι όπως ο Φράνσις Μπέικον συνέδεσαν την έννοια της προόδου με τη γνώση που θα έδινε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να κατανοήσει τη φύση. Βέβαια, ο σπόρος της αμφιβολίας για την απροϋπόθετη σύνδεση «προόδου» και «πολιτισμού» εντοπίζεται σε έργα όπως εκείνα του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ.

Στον ευρύ 19ο αιώνα, η ιδέα της προόδου αναπτύχθηκε γύρω από τις τεχνολογικές εξελίξεις, την εκβιομηχάνιση, τις εξελικτικές θεωρίες. Ο χρόνος έγινε «μετρήσιμος». Η πρόοδος δεν είχε μόνον χρονικές διαστάσεις. Η «χωρική» της διάσταση αφορούσε μια ταξινόμηση πολιτισμών που αποτελούσαν τους «πρωτόγονους». Από εκεί ξεκίνησε η εξέλιξη που κατευθύνθηκε προς τη Δύση. Επίσης, οι επαναστατικές ιδέες από τη Γαλλική μέχρι τη Ρωσική Επανάσταση καλλιέργησαν την αισιοδοξία για το μέλλον και τις δυνατότητες της ριζικής μεταβολής του κόσμου. Στον πρώιμο 20ό αιώνα, η πίστη στην πρόοδο αλλά και στην έννοια της «βελτίωσης» συνδέθηκε με τις θεωρίες της ευγονικής και με τους σχεδιασμούς περί της δημιουργίας του «νέου ανθρώπου».

Ωστόσο, πολλά στοιχεία της ευγονικής ενσωματώθηκαν σε ολοκληρωτικές ιδεολογίες, σε ρατσισμούς καθώς και σε σχεδιασμούς για τον βιοπολιτικό έλεγχο πληθυσμών. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, το Ολοκαύτωμα και η ισοπέδωση που επέφεραν όπλα όπως οι ατομικές βόμβες κλόνισαν σοβαρά την εμπιστοσύνη στην ιδέα της προόδου. Δέχθηκε, επίσης, σοβαρό πλήγμα μετά τη ματαίωση των επαναστατικών ελπίδων που έφερε το τέλος του κομμουνισμού.

Μπορούμε σήμερα να μιλάμε για την έννοια της προόδου; Υπάρχουν προσδοκίες για το μέλλον; Οι συλλογικοί φόβοι, οι μεγάλες κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες, οι πόλεμοι, οι πανδημίες, η περιβαλλοντική κρίση επηρεάζουν αρνητικά την «ψυχική οικονομία» των κοινωνιών. Αντίστοιχα, τεχνο-επιστημονικές εξελίξεις όπως οι βιο-τεχνολογίες, η ρομποτική, η τεχνητή νοημοσύνη δεν αντιμετωπίζονται πάντα με αισιοδοξία. Αντιθέτως, συνδέονται με δυστοπικές αφηγήσεις του μέλλοντος.

Είναι όμως εξ ορισμού αρνητική η αμφισβήτηση της ιδέας μιας γραμμικής και αέναης προόδου; Ενδεχομένως, όχι. Ορισμένες όψεις της ιδέας της προόδου μπορούν να αποβούν δημιουργικές. Για παράδειγμα, στην περίοδο του αμερικανικού New Deal, η ιδέα της προόδου συνδέθηκε με την προσπάθεια να μη μένουν πίσω «στρατιές ανέργων». Στον ύστερο 20ό αιώνα, η έννοια της «μεγέθυνσης» (growth) που αναφέρεται στην αδιάκοπη παραγωγή, κατανάλωση ή και σπατάλη ανθρώπινων, ενεργειακών, περιβαλλοντικών πόρων αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η έννοια της «παύσης» ή της «αναβολής» δεν αποτελεί εξ ορισμού οπισθοδρόμηση, αλλά στιγμή αναστοχασμού και διερώτησης γύρω από την έννοια της προόδου. Η ιδέα της προόδου έχει χωρο-χρονικές διαστάσεις. Μας δίνει, λοιπόν, τη δυνατότητα να τη σκεφτούμε όχι μόνο σε σχέση με την «ταχύτητα» των πραγμάτων, αλλά και σε σχέση με την «κίνηση» των ανθρώπων στον κόσμο και τη θέση που μπορούν να έχουν μέσα σ’ αυτόν.

*Η κυρία Εφη Γαζή είναι καθηγήτρια Θεωρίας της Ιστοριογραφίας και Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Αναζητώντας ένα νέο νόημα

Της Χαριτίνης Καρακωστάκη

Σύμφωνα με το παράδοξο της ανεκτικότητας, που διατύπωσε ο Καρλ Πόπερ, αν μια κοινωνία θέλει να είναι πραγματικά ανεκτική, πρέπει ταυτόχρονα να είναι μη ανεκτική στη μη ανεκτικότητα. Θα πρέπει δηλαδή να μην ανέχεται τους λόγους εκείνους που προέρχονται από μισαλλόδοξες ομάδες που μπορεί να επωφεληθούν από τη γενικότερη ανεκτικότητα της κοινωνίας για να την υποσκάψουν και τελικά να την καταστρατηγήσουν. Στην ίδια λογική, έπονται τα παράδοξα της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Σύμφωνα με το πρώτο, μια δημοκρατία θα πρέπει να μην ανέχεται έναν τύραννο που έχει εκλεγεί δημοκρατικά και, σύμφωνα με το δεύτερο, έναν νταή που θα ασκεί την ελευθερία του για να εκφοβίσει και να υποτάξει τους πιο αδύναμους.  Το πρόβλημα με όλες αυτές τις έννοιες είναι ότι για να πετύχουν τον σκοπό τους πρέπει από ένα σημείο και μετά να εφαρμόσουν την αυτοακύρωσή τους.

Κατ’ ακολουθία, θα περίμενε κανείς ότι κάποιος θα είχε διατυπώσει και το παράδοξο της προόδου. Για να υπάρχει πρόοδος, δηλαδή συνεχής μετακίνηση προς τα εμπρός και ταυτόχρονα υλική και ηθική βελτίωση, θα πρέπει να είμαστε συντηρητικοί τουλάχιστον ως προς την ίδια την ιδέα της προόδου. Αλλιώς, η γραμμική, αδιάκοπη και χωρίς όρια κίνηση προς τα εμπρός που συμβολίζει την πρόοδο, μπορεί να μας ωθήσει να απομακρυνθούμε από αυτήν και εν τέλει να την απορρίψουμε ως κάτι που ανήκει στο παρελθόν από το οποίο επιθυμούμε να διαφύγουμε. Η τάση αυτή μπορεί να ενισχυθεί έτι περαιτέρω από τις διαψεύσεις που έφερε η ίδια η υπόσχεση της προόδου, και πιο συγκεκριμένα η διακεκομμένη και ατελής υλοποίησή της.

Υπάρχουν χονδρικά δύο είδη προόδου, αλληλένδετα ως επί το πλείστον, καθώς μοιάζουν να συμβαδίζουν, αν και συχνά διακόπτονται. Από τη μια η τεχνική πρόοδος, που συνδέεται με την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Από την άλλη η πολιτική και κοινωνική πρόοδος, που συνδέεται με τις ιδέες της αξιοπρέπειας, της ισότητας και της κοινωνικής ένταξης των μέχρι πρότινος περιθωριοποιημένων. Και στις δύο περιπτώσεις, οι δύο μεγάλες ιδεολογίες του 20ού αιώνα, ο σοσιαλισμός και ο φιλελευθερισμός, απέτυχαν να υλοποιήσουν ικανοποιητικά τη διπλή υπόσχεση της προόδου: τη μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσης της φύσης από τη μια, και το τέλος της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από την άλλη.

Το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ εγκαινίασε μια νέα εποχή, κατά την οποία η τεχνολογική πρόοδος γεννά διακινδυνεύσεις, φυσικά δυστυχήματα και επιδημίες που ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα, οι οποίες δεν θα υπήρχαν αν δεν υπήρχε η τεχνολογική πρόοδος, η υπερεκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων και το ανέφελο ξόδεμα των φυσικών πόρων κάθε είδους. Ταυτόχρονα, ούτε ο πολλά υποσχόμενος υπαρκτός σοσιαλισμός ούτε ο αυτοβελτιούμενος καπιταλισμός που θρέφεται από την κριτική του κατάφεραν να τιθασεύσουν τις ανισότητες και να βάλουν τέλος στην εκμετάλλευση.

Για ποια πρόοδο μπορούμε λοιπόν να μιλάμε σήμερα; Εκείνη που είχε σύμβολο τον σιδηρόδρομο, ένα τεχνολογικό θαύμα που κινούνταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε μια ευθεία γραμμή και πάντα προς τα εμπρός και που στα καθ’ ημάς ενσάρκωσε την πιο μεγάλη διάψευση – αξεδιάλυτα πολιτική και τεχνολογική; Ή πρέπει να απομακρυνθούμε από την έννοια της προόδου ολοσχερώς, όπως διατείνονται όλο και περισσότερες φωνές, που φλερτάρουν με την ιδέα της αποανάπτυξης και την επιθυμία της επιστροφής σε έναν τρόπο ζωής πιο «απλό» και «αυθεντικό», που θα μιμείται την παραδοσιακή αντίληψη του χρόνου αλλά και των κοινωνικών ρόλων, σύμφωνα με τους κύκλους βλάστησης της φύσης;

Οπως οι ιδέες της ανεκτικότητας, της δημοκρατίας και της ελευθερίας είναι απαραίτητες για την ανθρωπινότητά μας και δεν μπορούν να αντικατασταθούν ή να πέσουν σε αχρηστία, έτσι και η ιδέα της προόδου χρειάζεται να συντηρηθεί, αλλάζοντας όμως την εννοιολογική της υπόσταση. Αντί για ευθεία γραμμή και κίνηση (προς τα εμπρός) πρέπει να γίνει αντιληπτή σαν (ηθικός) προσανατολισμός και ανακατεύθυνση. Στον προσανατολισμό ξέρεις κατά πού θέλεις να πας, αλλά τίποτα δεν είναι ευθύγραμμο και δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα. Υποχρεούσαι κατά συνέπεια να αναπροσαρμόζεις διαρκώς τη δράση σου.

Εξάλλου, όπως έδειξε και ο Πόπερ στην επιστημολογία του, σε αντίθεση με τη διαδεδομένη αντίληψη ότι η επιστήμη προοδεύει σωρευτικά και θετικιστικά, μέσω της αποθησαύρισης ολοένα και περισσότερων γνώσεων, η πραγματική επιστημονική πρόοδος συντελείται μόνο μέσα από τη δυνατότητα της διάψευσης. Επιστήμη σημαίνει ότι κάθε γνώση, κάθε θεωρία, κάθε τεχνολογική ανακάλυψη είναι αληθής μέχρι να διαψευστεί. Πρόοδος σημαίνει συμφιλίωση με την αβεβαιότητά μας και τις διαψεύσεις της.

*Η κυρία Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην EHESS.

«Προοδευτικούληδες»

Της Κατερίνας Λαμπρινού

Τα τελευταία χρόνια στον δημόσιο λόγο έχει διεισδύσει το φάσμα μιας καρικατούρας: η φιγούρα του «προοδευτικούλη». Σκιαγραφείται συγκαταβατικά, αλλά και πολεμικά, ως ένας υπερευαίσθητος και μάλλον αφελής διανοούμενος που υπερασπίζεται την πολιτική ορθότητα, ένας ευκατάστατος υποκριτής που αδιαφορεί για τον «κανονικό άνθρωπο» και για τις στοιχειώδεις αρχές του πολιτικού ρεαλισμού. Συχνά ο «προοδευτικούλης» αντικαθίσταται από μια ακόμα φαντασιακή φιγούρα που ίσως προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία στις τάξεις των απανταχού παραδοσιοκρατών: αυτής του «δικαιωματιστή». Του επιλεκτικά και μόνο ευαίσθητου, του υπερασπιστή της «δικαιωματικής ασυδοσίας», ενός ναρκισσιστή που αρνείται την ανάληψη οποιασδήποτε υποχρέωσης.

Αυτό είναι μάλλον το πιο πρόσφατο επεισόδιο στη μακρά τροχιά της έννοιας της «προόδου». Η παραφθορά μιας έννοιας, άλλοτε, συνυφασμένης με την αισιοδοξία, τη βαθιά πεποίθηση ότι η πορεία του κόσμου θα εξελισσόταν γραμμικά προς τη γενική ευημερία. Από την ηθική πίστη του Διαφωτισμού στον ορθό λόγο ως την αποθέωση της τεχνικής εξέλιξης που υπήρξε σύμφυτη με τη Bιομηχανική Eπανάσταση, από τη βεβαιότητα της σοσιαλιστικής ουτοπίας ότι η ανθρώπινη χειραφέτηση και η κοινωνική δικαιοσύνη θα επικρατούσαν νομοτελειακά ως και τις πιο πρόσφατες κριτικές αποτιμήσεις της έννοιας το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όταν οι μεγάλες αφηγήσεις κλονίστηκαν ανεπίστρεπτα, η «πρόοδος» διατηρούσε συνολικά θετικές συνδηλώσεις.

Ωστόσο, μεθοδευμένα πια η πρόοδος αποδεσμεύεται όλο και συχνότερα, σε όλο και περισσότερα περιβάλλοντα, από τα ιστορικά της συμφραζόμενα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό που πρόσφατα κέρδισε εκλογικά με τον τραμπισμό είναι ακριβώς και μια εννοιολογική απομείωση του «progressive» σε ένα σύνολο ταυτοτικών και πολιτισμικών θέσεων, πλήρως αποκομμένων από τις οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμιστικές μέριμνες του παρελθόντος. Το «progressive» ως μια ρηχή και κοινωνικά διχαστική πόζα. Επί αυτής της εννοιολογικής κακοποίησης, πολιτικοί όπως ο Τζ. Ντ. Βανς, υποστηρικτές της λεγόμενης de-woke-ification, οικοδομούν την εικόνα της προόδου ως απειλής: μια πολιτισμική και ιδεολογική επιβολή από τις ελίτ των πανεπιστημίων της Ανατολικής Ακτής, που αδιαφορεί για τις χειροπιαστές κοινωνικές ανάγκες των επαρχιακών πόλεων, των αγροτικών κοινοτήτων ή της εργατικής τάξης.

Στην Ελλάδα η πρόοδος υπήρξε σημείο συνάντησης ρευμάτων με ανταγωνιστικές ιδεολογικές αναφορές. Από τους μεσοπολεμικούς «Προοδευτικούς Φιλελεύθερους» του αντιβασιλικού βενιζελικού Γεώργιου Καφαντάρη έως το μεταπολεμικό «Κόμμα Προοδευτικών» του Σπύρου Μαρκεζίνη, τον μετακομμουνιστικό «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου» και τους διανοούμενους των εκσυγχρονιστικών κυβερνήσεων του ΠαΣοΚ, η «πρόοδος», άλλοτε ως υπόσχεση κοινωνικής αλλαγής και άλλοτε ως τεχνικός εκσυγχρονισμός, εμφανίζεται κατά κανόνα με σημείο αναφοράς την Ευρώπη. Στην αντίληψη αυτή υπήρχε το υπόβαθρο που προσέφερε ένα εξαιρετικά επιδραστικό αφήγημα, αυτό του «πολιτισμικού δυϊσμού»: της αίσθησης ότι η Ελλάδα βρίσκεται μπλοκαρισμένη σε ένα εκκρεμές μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ετσι, η «πρόοδος» γινόταν συχνά αντιληπτή ως ένταξη, ευθυγράμμιση, συγχρονισμό με τη Δύση, παρά ως μια αυτόχθονη δυναμική κοινωνικού μετασχηματισμού.

Η θέση αυτή παρήγαγε τον αντίλογό της. Η πρόοδος επικρίθηκε ως επιβολή μιας εισαγόμενης νοοτροπίας ή κατάστασης πραγμάτων. Στις κριτικές αυτές αποτιμήσεις, ποικιλόμορφες πολιτικά, ταυτίστηκε με ετερόκλητες όψεις μιας έξωθεν επιβολής. Τον αυταρχικό μεταρρυθμισμό και τη διοικητική ορθολογικότητα μιας γραφειοκρατικής ελίτ. Μεταπολιτευτικά, με τον κοσμοπολίτικο αντιεθνικισμό και την πολυπολιτισμική ετερότητα. Στο πλαίσιο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, με την απελευθέρωση των αγορών που εισηγούνταν η υπερφιλελεύθερη τεχνοκρατία των διεθνών οργανισμών. Τελευταία, με την πολιτική ορθότητα και τις οικολογικές ευαισθησίες.

Από την πλευρά τους, οι αντίπαλοι του «προοδευτισμού» σπάνια αυτοπροσδιορίζονται ως «συντηρητικοί». Νέα ακροδεξιά και παλαιά δεξιά, υιοθετούν τον τίτλο του λαϊκού-πατριωτικού, δεν μιλούν τη γλώσσα της ιδεολογικής συντήρησης μολονότι ομνύουν σε αυτή, αλλά εμφανίζονται ως υπερασπιστές του λαϊκού αισθήματος και του κοινού νου. Στο πλαίσιο αυτό, η αντίθεση με τον «προοδευτισμό» δεν κατασκευάζεται μόνο ως αντίθεση πολιτική ή ιδεολογική, αλλά βαθιά πολιτισμική: ο λαϊκός άνθρωπος αντιπαρατίθεται στον «προοδευτικούλη», με τον πρώτο να παρουσιάζεται ως αυθεντικός και προσγειωμένος, με γνήσιες κοινωνικές ανησυχίες και βιώματα, ενώ ο δεύτερος ως αποκομμένος και αποξενωμένος από την εγχώρια πραγματικότητα. Ως ξένο σώμα.

Μοιάζει να επιτυγχάνουν, έτσι, προσφυώς την αποσύνδεση του προοδευτικού προτάγματος από τη μέριμνα της συλλογικής ευημερίας και την ταυτόχρονη ταύτισή του με τη συμμόρφωση σε έναν εξωγενή πολιτισμικό κώδικα. Η πρόοδος από βελτίωση γίνεται απορρύθμιση ή κριτική που διασαλεύει τις σταθερές δομές. Η απονομιμοποίηση της γνώσης, της επιστήμης, των δικαιωμάτων και της οικολογίας συνοδοιπορεί με τη δυσπιστία απέναντι στα πολιτισμικά τους συμφραζόμενα, στους ανθρωπότυπους του περασμένου αιώνα: τον διανοούμενο, τον ακτιβιστή, τον τεχνοκράτη. Τους «προοδευτικούληδες».

*Η κυρία Κατερίνα Λαμπρινού είναι διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.