Στο ντοκιμαντέρ του Πάνου Κυπαρίσση «Ο Σολωμός των Ελλήνων», γυρισμένο το 1998, ο σολωμιστής Γιώργος Βελουδής αναφέρει ένα γράμμα του ποιητή προς τον Γεώργιο Τερτσέτη: «…το έθνος ζητά από μας το θησαυρό της δικής μας διάνοιας, της ατομικής, ντυμένον εθνικά». Εννοεί ο Σολωμός – λέει ο Βελουδής – πως οι διανοούμενοι πρέπει να «κατέβουν στον λαό» και να τον «ανεβάσουν» στο επίπεδό τους.
Φευ όμως, έγινε «το εντελώς αντίθετο»: μια γενική πολιτιστική κατάπτωση, ένας «αποπολιτισμός» κατά τον Βελουδή, μια προς τα κάτω ισοπέδωση, ριζωμένη στην άνιση κατανομή υλικών και πνευματικών αγαθών, για την οποία ο ίδιος κατηγορεί το σχολείο. Παραθέτει δε στατιστικά στοιχεία που εντόπισε ο ίδιος για το έτος 1997: 25% του πληθυσμού ακόμα αναλφάβητο ή ημιαναλφάβητο· 57% να μην έχει αποφοιτήσει από την 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. Πώς να γίνει η υψηλή ποίηση του Σολωμού ποίηση λαϊκή μετά; αναρωτιέται ο φιλόλογος.
Τα σκεφτόμουν αυτά καθώς πάρκαρα το αυτοκίνητό μου μπροστά από το Μουσικό Σχολείο Βαρθολομιού πριν μερικές ημέρες: αριστερά ένα τεράστιο μπετονένιο προαύλιο περιτριγυρισμένο από κοντέινερ αντί τάξεων, κοντέινερ γεμάτα πιάνα με ουρά, κοντραμπάσα, ντραμς· και δεξιά τα απέραντα φραουλοχώραφα της Ηλείας.
Από τα κοντέινερ ακούγονταν Χατζιδάκις, κλασική, λάτιν, ρεμπέτικα και αμερικανικά τζαζ στάνταρ. Θα μπορούσα να τα είχα σκεφτεί και μερικούς μήνες πριν, όταν επισκέφθηκα το 1ο ΕΠΑΛ Κορίνθου και είδα μαθητές να στριμώχνονται σ’ ένα προαύλιο στενό σαν ακάλυπτο πολυκατοικίας, ν’ ανεβαίνουν σκάλες από σκοροφαγωμένο μπετόν, να μπαίνουν σε τάξεις με τζάμια σπασμένα και σοβάδες που έπεφταν, πριν μου αποκαλυφθεί πόση δίψα είχαν για την ποίηση, πόση δουλειά είχαν ρίξει οι καθηγητές τους για να τα κάνουν να την αγαπήσουν και να τη γράψουν, και πόσο πολύ λαχταρούσαν να βρουν εργαλεία κατανόησης του τεράστιου κόσμου που έρχεται κατά πάνω τους με ταχύτητες αστρονομικές, στην τέχνη.
Γιατί και στις δύο αυτές περιπτώσεις μη προνομιούχων σχολείων στην περιφέρεια, το σχολείο καμία ισοπέδωση προς τα κάτω δεν είχε επιτελέσει· το εντελώς αντίθετο: στατιστικά το δείγμα μπορεί να είναι αμελητέο, αλλά εγώ είδα δασκάλους που είχαν σκύψει πάνω από τους μαθητές τους με τρυφερότητα και προσήλωση και υπομονή και πάλευαν εναντίον όχι μόνο της διάσπασης προσοχής, που χαρακτηρίζει αναπόφευκτα κάθε ανήλικο της εποχής μας, αλλά κόντρα σε αντικειμενικά αντίξοες συνθήκες, καταφέρνοντας να κεντρίζουν το ενδιαφέρον τους ίσως όχι τόσο ως προς τα συμβατικά που καλούμαστε να μάθουμε παπαγαλιστά στη βιομηχανοποιημένη μας εκπαίδευση, όσο ως προς τα ουσιώδη της ζωής μας: την αγάπη για τις τέχνες, την απορία και την αγανάκτηση για τις ανισότητες του κόσμου μας, τη σημασία της αποδοχής, της κατανόησης, του σεβασμού της διαφωνίας και του διαφορετικού – και τη δύναμη της Τέχνης να μιλάει για όλα αυτά, να ενώνει, να αμφισβητεί, να αντιδρά, να ανοίγει παράθυρα και πόρτες εκεί που τα πάντα μοιάζουν περιορισμένα και μάταια.
Στα Λεχαινά πάλι, πατρίδα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, είδα τους καθηγητές να μιλούν στα παιδιά του κάμπου για γυναικοκτονίες και φεμινιστικούς αγώνες. Στο Βαρθολομιό ο Μάρκος Βαμβακάρης συνέχισε να συνομιλεί με τον Ντιουκ Ελινγκτον. Στην Κόρινθο θαύμασα την ευαισθησία στην ποίηση μαθητών που υποτίθεται ότι δεν εξειδικεύονταν σε φιλολογικά μαθήματα.
Συνομιλώντας με όλους αυτούς τους ανθρώπους δεν σας κρύβω ότι ένιωσα λίγο σαν εκείνους τους παλιούς λογοτέχνες που τολμούσαν κάποτε να χρησιμοποιήσουν λέξεις όπως «πατρίδα» και «λαός» και «ψυχή» και, περιδιαβαίνοντας τη χώρα, από χωριό σε κωμόπολη, ισχυρίζονταν ότι ακουμπούσαν το μεδούλι της Ελλάδας.
Εκτός των αστικών τειχών, οι δάσκαλοι κι οι μαθητές ρουφάνε τον πολιτισμό και το μέλλον αχόρταγα, φτάνει να σκύψεις από πάνω τους χωρίς προκαθορισμένες συνταγές. Αν υπάρχει αποπολιτισμός, είναι αποτέλεσμα της με το ζόρι τυποποίησης της σχολικής διδασκαλίας. Δεν θέλει πολύ να γίνει η ποίηση του Σολωμού λαϊκή: μεράκι θέλει.
Η κυρία Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.