Των Βίβιαν Μαυρίκη, Μιχαέλας Λίλιου

Ηρωες που φώτισαν με την παρουσία τους την πορεία του ελληνικού κράτους προς τη σύστασή του και βοήθησαν στο να γράψουμε τη δική μας ιστορία, βάδισαν στο χώμα της Λιβαδειάς και προσδιόρισαν την πορεία της μέσα στα χρόνια.

Λάμπρος Κατσώνης: Γεννήθηκε το 1752 στη Λιβαδειά. Κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών (1770) κατατάχθηκε στον ρωσικό στόλο και πήρε μέρος σε ναυτικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων. Μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) εγκαταστάθηκε στην Κριμαία, υπηρέτησε στον ρωσικό στρατό και έγινε λοχαγός.

Με την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1787-1792), ο Κατσώνης ζήτησε από τον διοικητή του  να οργανώσει απελευθερωτικό κίνημα στην Ελλάδα. Πήγε στην Τεργέστη, όπου με εισφορές Ελλήνων αγόρασε μια φρεγάτα, την οποία ονόμασε «Αθηνά της Αρκτου» προς τιμήν της Μεγάλης Αικατερίνης και ξεκίνησε τις πολλές και επιτυχημένες πολεμικές επιχειρήσεις του.

Η λήξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου ανάγκασε τα ρωσικά πλοία να αφήσουν το Αιγαίο και ο Κατσώνης έχασε την υποστήριξη των Ρώσων. Συνέχισε τον αγώνα μόνος του. Τελικά, παραιτήθηκε από τον ρωσικό στρατό και εγκαταστάθηκε στο χωριό Καράσοϊ της Κριμαίας, το οποίο μετονόμασε σε Λεβάδεια (σημερινό Livadiya), σε ανάμνηση της γενέτειράς του.

Αθανάσιος Διάκος: Ο Αθανάσιος Διάκος σύμφωνα με πηγές καταγόταν ή από την Ανω Μουσουνίτσα της Φωκίδας (που σήμερα ονομάζεται Αθανάσιος Διάκος) ή από τη γειτονική Αρτονίτσα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός και ο πατέρας του, Νικόλαος, ήταν ένας φτωχός τσοπάνος. Η μητέρα του, όταν έγινε 12 χρόνων τον έστειλε δόκιμο μοναχό στο κοντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου. Πέντε χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την καλογερική, όταν σκότωσε έναν τούρκο αγά. Αμέσως εντάχθηκε ως πρωτοπαλίκαρο στο σώμα του οπλαρχηγού Γούλα Σκαλτσά, και τότε έλαβε και το προσωνύμιο Διάκος, με το οποίο έμεινε γνωστός στην Ιστορία. Eγινε καπετάνιος και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Στην Επανάσταση του 1821 στην Ανατολική Στερεά πρωτοστάτησε, συμμετείχε σε σειρά επιθέσεων κατά των Τούρκων, πάλεψε γενναία, ακόμη και όταν είχε μείνει μόνος του, ωστόσο έπεσε τελικά στα χέρια των εχθρών. Oταν πέρασε από δίκη, του πρότειναν να «συμβιβαστεί» και να ζήσει. Ο Διάκος απάντησε πως ούτε την πίστη του αλλάζει ούτε και το γένος του προδίδει. Το μαρτυρικό του τέλος είναι γνωστό σε όλους μας και μας θυμίζει τη γενναιότητα και την αυταπάρνησή του.

Βασίλης Μπούσγος: Ο Βασίλης Μπούσγος γεννήθηκε το 1796 και μεγάλωσε στη Λιβαδειά, όπου και πέρασε ολόκληρη τη ζωή του. Ηταν το πρωτοπαλίκαρο του Αθ. Διάκου. Μετά τον θάνατο του καπετάνιου του ανακηρύχθηκε αρχηγός των «Βοιωτικών Αρμάτων». Στη συνέχεια έλαβε μέρος σε πολλές μάχες δίπλα σε μεγάλους καπετάνιους όπως τον Οδ. Ανδρούτσο, τον Γ. Καραϊσκάκη και τον  Δ. Υψηλάντη. Είναι αυτός που σκότωσε τον τούρκο ταχυδρόμο που μετέφερε τα γράμματα πασάδων και συνετέλεσε έτσι στο να κερδηθεί η μάχη στα Βασιλικά εναντίον του Μπαϊράμ Πασά. Σε εκείνη τη μάχη, αν και αρχηγός ήταν ο Δυοβουνιώτης, ο Μπούσγος ήταν αυτός που με τα 200 παλικάρια του έδωσε τη νίκη. Ως άνθρωπος ήταν σεμνός και μετρημένος, χωρίς να θέλει να πάρει δόξες και τιμές. Μετά την Επανάσταση, εγκαταστάθηκε στην αγαπημένη του Λιβαδειά και πέθανε φτωχός και τεθλιμμένος, γιατί η πολιτεία δεν τον αντάμειψε. Η μικρή σύνταξη που του έδωσε το νέο ελληνικό κράτος δεν του έφτανε να καλύψει τις βασικές του ανάγκες και η οικογένειά του δεν είχε σπίτι να μείνει. Τελικά, μετά θάνατον, η Λιβαδειά τίμησε με μεγάλες τιμές τον Βασίλη Μπούσγο.