Πολλοί γράφουν εκλαϊκευμένη επιστήμη, λίγοι όμως καταφέρνουν να πιάσουν το νήμα από μια τόσο πρωτότυπη ιδέα σαν κι αυτή του καθηγητή Οικονομικών στο κολέγιο SOAS του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, Χα-Τζουν Τσανγκ. Ως «πεινασμένος οικονομολόγος», όπως αυτοχαρακτηρίζεται, ο κορεατικής καταγωγής συγγραφέας επιχειρεί να «εξηγήσει τον κόσμο» σερβίροντας στον αναγνώστη τις διάφορες οικονομικές θεωρίες και πολιτικές με ιστορίες για τρόφιμα και φαγητά από όλον τον κόσμο.
Ο Χα-Τζουν Τσανγκ στο βιβλίο του «Νόστιμη Οικονομία», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη σε πολύ καλή μετάφραση του Μενέλαου Αστερίου, δεν γράφει μια «εισαγωγή στην οικονομική επιστήμη». Δεν φοβάται να αγγίξει το πολιτικά ακανθώδες ζήτημα της εφαρμογής των οικονομικών ιδεών και θεωριών ιστορικά και στον σύγχρονο κόσμο.
Έχει το θάρρος να αμφισβητεί τη μονοκαλλιέργεια του «εφαρμοσμένου καπιταλισμού», να αναλύει τη σχέση του καπιταλισμού με την ελευθερία και την έλλειψη ελευθερίας και να κρατά μια επιφυλακτική στάση απέναντι στη λατρεία της ελεύθερης αγοράς. Μια οικονομική φιλοσοφία κυρίαρχη μεν, αλλά «άνοστη και ανθυγιεινή σαν το φαγητό στη Βρετανία της δεκαετίας του 1980», όπως ο ίδιος το γεύτηκε ως φοιτητής.
Η εμβρίθεια, η αναλυτική μαεστρία, η φρεσκάδα της πρωτογενούς σκέψης που διαθέτει ο συγγραφέας (διαβάζοντας τη «Νόστιμη Οικονομία» συχνά αναρωτιέται κανείς «μα πώς δεν το σκέφτηκα ποτέ αυτό;») και ταυτόχρονα η ικανότητά του να συνδέει έννοιες και ιδέες που αποτελούν μεν κοινό τόπο και κοινές εμπειρίες για όλους, πλην όμως ουδέποτε παρατέθηκαν η μία δίπλα στην άλλη, θα έλεγε κανείς ότι θυμίζουν την ιδιοφυΐα του Ουμπέρτο Εκο.
Μιλώντας στο «Βήμα» ο Τσανγκ διατήρησε την κριτική στάση που έχει και στο βιβλίο του απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό, ξεκαθαρίζοντας ότι η πραγματική σύγκρουση του καιρού μας δεν είναι μια σύγκρουση γενεών, αλλά μια κοινωνική, ταξική σύγκρουση μεταξύ των υπερ-πλουσίων και των νεόπτωχων της μεσαίας τάξης.
Η πρωτοφανής συγκέντρωση του πλούτου είναι μια διαδικασία που επιταχύνεται έπειτα από κάθε κρίση (και την παγκόσμια εμπορική κρίση που βιώνουμε) από όσους καταφέρνουν «να κάνουν τις κρίσεις ευκαιρίες», κατά την προσφιλή φράση των ιδιοκτητών αυτού του κόσμου.
Και όμως! Εξηγώντας πώς οι εμπορικοί πόλεμοι του Ντόναλντ Τραμπ θα ζημιώσουν περισσότερο απ’ όλους τους ίδιους τους ψηφοφόρους του αμερικανού προέδρου, θρηνώντας για το έλλειμμα συνοχής και οράματος της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, ο Χα-Τζουν Τσανγκ πιστεύει ότι ο «στρατιωτικός κεϊνσιανισμός» που έχουν επιλέξει οι Βρυξέλλες ως μοχλό ανάπτυξης σε έναν κατακερματισμένο και ανερμάτιστο κόσμο θα μπορούσε να αποτελέσει μια αφορμή όχι για περαιτέρω κατασπατάληση των πόρων των Ευρωπαίων και για μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου από την υπερεθνική ελίτ του πολέμου, αλλά για ανακατανομή προς όφελος της οικονομίας της γνώσης και της κοινωνίας των πολιτών.
Διαβάζοντας το βιβλίο σας έχει κανείς την εντύπωση ότι η γενιά των baby boomers, που βρίσκεται σε φάση συνταξιοδότησης, αποσύρεται δίχως να έχει ετοιμάσει για τις επόμενες ούτε ένα πιάτο με νόστιμο, λαχταριστό φαγητό.
«Πράγματι, υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι η γενιά των baby boomers, έχοντας ζήσει μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης και ευκαιριών απασχόλησης που δεν είχαν προηγούμενο, έχει “αδειάσει το ντουλάπι” και έχει αφήσει λίγα για τις επόμενες γενιές, οι οποίες αγωνίζονται για θέσεις εργασίας και βιοτικό επίπεδο. Ενώ υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτό το αφήγημα, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν το αποδεχόμαστε».
Γιατί το λέτε αυτό;
«Κατ’ αρχάς, η έννοια των baby boomers είναι πολύ αμερικανοκεντρική. Αναφέρεται στους ανθρώπους που γεννήθηκαν στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, η οποία διήρκεσε μεταξύ 1946 και 1964. Υπήρξαν επίσης baby booms σε ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά δεν ήταν τόσο ισχυρές ή παρατεταμένες όσο στις ΗΠΑ, ενώ πολλές άλλες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, δεν είχαν καθόλου baby boom. Επιπλέον, δεν ήταν η γενιά αυτή που πήρε τις βασικές αποφάσεις που δημιούργησαν τον τρέχοντα νεοφιλελεύθερο κόσμο, ο οποίος κληροδοτεί ένα ζοφερό μέλλον για πολλούς νεότερους στις περισσότερες χώρες με την οικονομική απορρύθμιση, τις φορολογικές ελαφρύνσεις για τους πλούσιους, τις επιθέσεις στα συνδικάτα, τις ιδιωτικοποιήσεις και ούτω καθεξής. Οταν έγιναν αυτές οι αλλαγές στις αρχές έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι γηραιότεροι boomers δεν ήταν ακόμη ούτε 40 ετών, επομένως δεν κατείχαν κορυφαίες θέσεις στα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Οι boomers έφθασαν σε κορυφαίες θέσεις κάπου μεταξύ των μέσων της δεκαετίας του 1990 (ο Μπιλ Κλίντον, γεννημένος το 1946, έγινε πρόεδρος το 1993) και των μέσων της δεκαετίας του 2010. Αλλά μέχρι τότε το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο είχε ήδη εδραιωθεί και μάλιστα είχε αρχίσει να καταρρέει, όπως έδειξε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008».
Είναι επομένως μία κάπως «παρεξηγημένη» γενιά;
«Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε ολόκληρη τη γενιά αυτή για ό,τι έχει συμβεί. Το μεγαλύτερο μέρος της γενιάς των boomers δεν είχε μεγάλη επιρροή στις πολιτικές αποφάσεις. Και πολλοί από αυτούς ήταν οι ίδιοι θύματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών – παράδειγμα, οι οικονομικές απορρυθμίσεις της δεκαετίας του 1980 και του 1990 που οδήγησαν στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και στην κρίση της ευρωζώνης του 2011, η οποία κατέστρεψε τις ζωές πολλών ανθρώπων, όχι μόνο στην Ελλάδα. Νομίζω ότι η επίρριψη ευθυνών στη γενιά των boomers, η οποία στη συνέχεια μας κάνει να επικεντρωθούμε στις συγκρούσεις των γενεών, είναι μια παραπλάνηση, όπως στα μαγικά κόλπα, που μας εμποδίζει να συζητήσουμε την πραγματική σύγκρουση. Σε κάθε γενιά οι συγκρούσεις μεταξύ των τάξεων είναι πολύ πιο σημαντικές από τις συγκρούσεις μεταξύ των γενεών. Σήμερα, η πραγματική σύγκρουση είναι μεταξύ των υπερ-πλουσίων (δεν μιλάμε καν για “πλούσιους” πια) και των υπολοίπων από εμάς, παρά των boomers και των νεότερων γενεών».
Βιώνουμε μια θεαματική επιστροφή σε πολιτικές οικονομικού προστατευτισμού, κυρίως εκ μέρους της νέας (παλιάς) πολιτικής ηγεσίας στις ΗΠΑ. Η στροφή αυτή από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και του εμπορίου σε πιο εσωστρεφείς πολιτικές θα έχει κερδισμένους και χαμένους;
«Αυτό που κάνει η κυβέρνηση Τραμπ τους τελευταίους έξι μήνες στον τομέα του διεθνούς εμπορίου είναι πραγματικά σοκαριστικό για τη χοντροκοπιά και την ασυναρτησία του. Ωστόσο, οι ΗΠΑ από την εποχή του Μπαράκ Ομπάμα είχαν ήδη αποσυρθεί από το σύστημα “ελεύθερου εμπορίου” που κατασκεύασαν τη δεκαετία του 1980 και του 1990 (με αποκορύφωμα την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου). Ο λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ εμφανίζονται τόσο επιθετικές είναι εξαιτίας της απελπισίας από τη μεγάλη παρακμή της αμερικανικής μεταποίησης και την κάλυψη του κενού από την κινεζική μεταποιητική βιομηχανία. Νομίζω ότι είναι ήδη πολύ αργά για τις ΗΠΑ να αντιστρέψουν την τάση, αλλά στον βαθμό που οι πολιτικές Τραμπ λειτουργούν, θα υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, καθώς σχεδόν όλες οι πολιτικές δημιουργούν νικητές και ηττημένους».
Ποιος νικά έως τώρα και ποιος χάνει;
«Βραχυπρόθεσμα οι νικητές μπορεί να είναι οι αμερικανικές εταιρείες, που μπορούν να χρεώνουν περισσότερα για τα προϊόντα τους και να αποκομίζουν περισσότερα κέρδη επειδή προστατεύονται από τον ξένο ανταγωνισμό, οι μέτοχοι αυτών των εταιρειών, που μπορούν να αποσπάσουν ακόμη περισσότερα κέρδη από αυτές τις εταιρείες (αυτή τη στιγμή οι αμερικανικές εταιρείες δίνουν το 90%-95% των κερδών τους στους μετόχους με τη μορφή μερισμάτων και “επαναγοράς μετοχών”), και ορισμένοι εργαζόμενοι, οι οποίοι εργάζονται για αυτές τις εταιρείες ή βρίσκουν νέες θέσεις εργασίας επειδή ορισμένες ξένες εταιρείες ανοίγουν εργοστάσια στις ΗΠΑ για να “γλιτώσουν τους δασμούς”. Ωστόσο, οι αμερικανοί εργαζόμενοι θα βγουν συνολικά χαμένοι επειδή οι δασμοί θα κάνουν τα αγαθά πιο ακριβά στις ΗΠΑ. Οι αμερικανικές εταιρείες που εισάγουν πρώτες ύλες (χάλυβα, αλουμίνιο, ημιαγωγούς κ.λπ.) – δηλαδή οι περισσότερες αμερικανικές εταιρείες – θα βγουν επίσης χαμένες επειδή και αυτές οι εισαγωγές θα ακριβύνουν. Πέρα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι εμπορικοί τους εταίροι επίσης θα χάσουν βραχυπρόθεσμα επειδή θα πουλούν λιγότερα αγαθά στις ΗΠΑ».
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τον υπόλοιπο πλανήτη;
«Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η αγορά των ΗΠΑ δεν είναι τόσο σημαντική όσο νομίζει ο κόσμος. Η χώρα μπορεί να παράγει το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αλλά αντιπροσωπεύει μόνο το 10%-12% του διεθνούς εμπορίου, διότι είναι μια πολύ “κλειστή” οικονομία. Μακροπρόθεσμα οι απώλειες μπορεί να γίνουν ακόμη μικρότερες καθώς άλλες χώρες και οικονομικά μπλοκ θα αυξήσουν τις μεταξύ τους συναλλαγές και θα αποφεύγουν το εμπόριο με τις ΗΠΑ. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η Κίνα ή η ΕΕ είναι ήδη οι μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι για την πλειονότητα των χωρών στον πλανήτη».
Πιστεύετε ότι οι γλυκόξινες γεύσεις που φέρνουν οι BRICS από την Απω Ανατολή θα καταλήξουν να γίνουν πολύ πικρές για τη Δύση;
«Λοιπόν, δεν είμαι σίγουρος αν η γεύση των BRICS είναι γλυκόξινη. Είναι ένας συνδυασμός γεύσεων που επικρατεί στην κινεζική κουζίνα, αλλά όχι στις περισσότερες από αυτές των άλλων χωρών-μελών, των οποίων ο αριθμός είναι τώρα 10 και αυξάνεται. Οι BRICS είναι μια πολύ ετερογενής ομάδα, η οποία δεν έχει πραγματικά έναν κοινό στόχο εκτός από την υπεράσπισή της έναντι των προσπαθειών της Δύσης, ιδίως των ΗΠΑ, να επιβάλουν τα οικονομικά τους μοντέλα στον υπόλοιπο κόσμο».
Θα πετύχει και στην περίπτωση του Global South η παλαιά αγγλοσαξονική πολιτική τού «διαίρει και βασίλευε», η οποία εφαρμόζεται μέσω της διεύρυνσης των μελών της ομάδας – όπως ακριβώς συνέβη και με την Ευρωπαϊκή Ενωση;
«Οι αγγλοσαξονικές χώρες, ναι, ήταν πολύ καλές στο “διαίρει και βασίλευε”, αλλά νομίζω ότι αυτό που κάνει ο Τραμπ είναι στην πραγματικότητα εντελώς αντίθετο με αυτή την παλιά στρατηγική, καθώς επιτίθεται σε όλους. Αν ήθελε να μειώσει τις εισαγωγές από την Κίνα, για παράδειγμα, θα έπρεπε να ήταν ευγενικός με χώρες όπως η Κορέα, η Ιαπωνία, το Βιετνάμ και το Μπανγκλαντές, καθώς είναι οι προφανείς εναλλακτικές λύσεις στα κινεζικά προϊόντα, αλλά έχει απειλήσει και αυτές τις χώρες με υψηλούς δασμούς. Αυτή τη στιγμή κάνουν παραχωρήσεις, αλλά αυτές οι παραχωρήσεις δεν είναι τόσο μεγάλες όσο υποστηρίζουν οι ΗΠΑ. Για παράδειγμα, η Ιαπωνία ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει τις εισαγωγές ρυζιού από τις ΗΠΑ κατά 70 εκατ. δολάρια. Πρόκειται για σταγόνα στους ωκεανούς της αμερικανικής οικονομίας των 29 τρισ. δολαρίων και της ιαπωνικής οικονομίας των 4 τρισ. δολαρίων. Μακροπρόθεσμα όλες οι οικονομίες θα προσπαθήσουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από την αγορά των ΗΠΑ».
Το αμερικανικό δολάριο θα συνεχίσει να είναι το βασικό συστατικό της ευημερίας των λαών – τουλάχιστον σε φαντασιακό επίπεδο;
«Η ηγεμονία του δολαρίου μαζί με τη στρατιωτική ισχύ υπήρξε ένα από τα κλειδιά για την κυριαρχία των ΗΠΑ στον κόσμο, παρά τη φθίνουσα οικονομική τους ισχύ. Τελικά η ηγεμονία αυτή θα μειωθεί, όπως είχε περιοριστεί μεταπολεμικά η ηγεμονία της στερλίνας ακολουθώντας με την πτώση της οικονομικής ισχύος της Βρετανίας. Αλλά τα πράγματα δεν θα αλλάξουν από τη μία μέρα στην άλλη. Ωστόσο, εάν η κυβέρνηση Τραμπ καταφέρει να μειώσει σκόπιμα την αξία του δολαρίου, κάτι που προσπαθεί προκειμένου να περιορίσει τα εμπορικά της ελλείμματα, η παρακμή της ηγεμονίας του δολαρίου μπορεί να επισπευσθεί».
Η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης έχει αποφασίσει να μετατρέψει τον πόλεμο σε μοχλό οικονομικής ανάπτυξης. Πιστεύετε ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό και ευκταίο; Τα δισεκατομμύρια ευρώ που θα δαπανήσουν οι κυβερνήσεις για να φτιάξουν κανόνια θα λείψουν ή όχι από την παραγωγή βουτύρου;
«Η χρήση των στρατιωτικών δαπανών ως τρόπου τόνωσης της ζήτησης σε μια υποτονική οικονομία είναι γνωστή ως “στρατιωτικός κεϊνσιανισμός”. Δεν είναι μια επιθυμητή μορφή τόνωσης της ζήτησης επειδή τα τελικά προϊόντα θα σπαταληθούν, εκτός αν υπάρξει πραγματικά πόλεμος – κάτι που στην πραγματικότητα δεν θέλουμε. Είναι πραγματικά λυπηρό το γεγονός ότι η ΕΕ χρειαζόταν να απειληθεί στρατιωτικά για να μπορέσει να αλλάξει μερικές από τις πιο προβληματικές πτυχές της οικονομικής της διαχείρισης. Πέρα από αυτό το θεμελιώδες πρόβλημα που σκιαγράφησα, πιστεύω ότι η πρόσφατη υιοθέτηση του στρατιωτικού κεϊνσιανισμού μπορεί – και πρέπει – να οδηγήσει σε πιο θετικά αποτελέσματα.
Πρώτον, ήταν καλό που ο στρατιωτικός κεϊνσιανισμός έκανε τη Γερμανία να καταργήσει το διαβόητο συνταγματικό φρένο στα δημόσια χρέη, που έχει περιορίσει σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα της ΕΕ και κυρίως της ευρωζώνης να ζει με ελλείμματα σε περιόδους ανεπαρκούς ζήτησης. Οι δημοσιονομικά πιο ευάλωτες οικονομίες, όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να αδράξουν την ευκαιρία για να δρομολογήσουν μια πιο σοβαρή συζήτηση σχετικά με τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ προς μια πιο αναπτυξιακή κατεύθυνση.
Δεύτερον, οι χώρες της ΕΕ θα πρέπει να πασχίσουν όσο μπορούν προκειμένου οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες να μεγιστοποιούν τα οφέλη για τους πολίτες όσον αφορά τη δημιουργία γνώσης. Άλλωστε, η έρευνα στους περισσότερους τομείς στους οποίους οι ΗΠΑ κατάφεραν να αποκτήσουν παγκόσμια τεχνολογική υπεροχή (αεροσκάφη, υπολογιστές, ημιαγωγοί) χρηματοδοτήθηκε αρχικά από τον αμερικανικό στρατό. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, το όφελος για τους πολίτες από τις στρατιωτικές δαπάνες είναι περισσότερο τυχαίο παρά σχεδιασμένο. Αλλά η ΕΕ μπορεί εξαρχής να επιλέξει στρατιωτικά ερευνητικά προγράμματα με γνώμονα τα οφέλη για την κοινωνία των πολιτών».







