Ανεξαρτήτως «βάρους» του χειμώνα, τα πρώτα σημάδια της άνοιξης δεν θα πάψουν ποτέ να συνδυάζουν την άνθιση των λουλουδιών με την ανάταση του εσωτερικού μας κόσμου. Ολα «ανοίγουν» την άνοιξη και κυρίως η πόρτα για το καλοκαίρι! Ανοίγει ο ουρανός, ξεθωριάζουν τα σύννεφα, τα πουλιά χτίζουν νέες φωλιές, οι αμυγδαλιές ανθίζουν. Ανοίγουν οι πόρτες των σπιτιών, ανοίγουν οι ντουλάπες για να βγουν οι πολύχρωμες ανοιξιάτικες ενδυμασίες δίνοντας τη θέση τους στα μπουφάν, στα σκουφιά και στα κασκόλ.

Οταν μπαίνει η άνοιξη, ανοίγουν επίσης τα θερινά σινεμά, άλλο ένα χαρμόσυνο σημάδι για το καλοκαίρι, αν και εφέτος η εποχή για τους κλειστούς κινηματογράφους, που τώρα θα αρχίσουν να κλείνουν για τη θερινή σεζόν, είναι από τις χειρότερες της ιστορίας τους. Γιατί τις περισσότερες από αυτές τις ταινίες που θα δείτε να αναφέρονται παρακάτω τις είχαμε κάποτε απολαύσει σε αίθουσες όπως το Ιντεάλ και το Αστορ που σήμερα κινδυνεύουν με λουκέτο. Ή στο Εμπασσυ του Κολωνακίου, που δεν υπάρχει εδώ και καιρό…

Χαρακτηριστικό ανοιξιάτικο στιγμιότυπο από την ταινία του Ρομπ Μάρσαλ «Αναμνήσεις μιας γκέισας».

Ανοιξιάτικη κινηματογραφική ποικιλία

Οι κινηματογραφικές εικόνες έχουν επίσης την ικανότητα να σου ανοίγουν την ψυχή και αυτό δεν συμβαίνει μόνο όταν ο φακός αποτυπώνει την ομορφιά πολλών τοποθεσιών που στη συνείδησή μας είναι ούτως ή άλλως συνδεδεμένες με την άνοιξη και το καλοκαίρι.

Σε κάποιες περιπτώσεις, από τον τίτλο και μόνο μια ταινίας «νιώθεις» το κλίμα της. Για παράδειγμα, μια ταινία που τιτλοφορείται «Τρέλες του Απρίλη» (The April fools, 1968) σε τι άλλο θα μπορούσε να παραπέμπει εκτός από αυτό που δηλώνει ο τίτλος της; Και πράγματι αυτή την απριλιάτικη τρέλα ζουν κάτω από εντελώς ασυνήθιστες συνθήκες ο Τζακ Λέμον και η Κατρίν Ντενέβ στην ταινία του Στιούαρτ Ρόζενμπεργκ, η οποία είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου γυρισμένη στη Νέα Υόρκη.

Οπως κάθε εποχή έτσι και η άνοιξη δεν λογαριάζει τίποτα. Θα τη βρούμε στις ανθισμένες κερασιές της ταινίας «Αναμνήσεις μια γκέισας» (Memoirs of a Geisha, 2010) του Ρομπ Μάρσαλ, θα τη βρούμε όμως και στα γήπεδα του μπέιζμπολ ταινιών όπως «Το δικό τους παιχνίδι» (A League of Their Own, 1992) της Πένι Μάρσαλ και «Η κυρία και ο ταύρος» (Bull Durham, 1988) του Ρον Μάρσαλ. Ανοιξη σημαίνει επίσης αποχαιρετισμός στη σχολική χρονιά και (για τους Αμερικανούς) οι τίτλοι τέλους της μεταφράζονται σε χοροεσπερίδες όπως συμβαίνει σε τινέιτζερ κομεντί, όπως οι ταινίες «10 πράγματα που μισώ σε σένα» (10 Things I Hate About You, 1999) με τον Χιθ Λέτζερ και «Κακά κορίτσια» (Mean Girls, 2004) με τη Λίντσεϊ Λόχαν. Και, φυσικά, η άνοιξη είναι συνδεδεμένη με την έννοια της αναγέννησης και κάποιες ταινίες όπως το «Eat, pray, love» (2010) είναι γεμάτη και από τα δύο. Βασισμένη στα απομνημονεύματα της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ (εκδόθηκαν το 2006), η ταινία του Ράιαν Μέρφι ακολουθεί το αναπάντεχο ταξίδι που αποφασίζει να κάνει μια γυναίκα (Τζούλια Ρόμπερτς) σε όλον τον κόσμο με στόχο να ανακαλύψει για πρώτη φορά τον αληθινό εαυτό της.

Η Τοσκάνη μέσα από το βλέμμα του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στην «Κλεμμένη ομορφιά».

Το φως της Τοσκάνης

Ευλογημένο σημείο όχι μόνο της Ιταλίας αλλά του κόσμου ολόκληρου, η Τοσκάνη στην Κεντρική Ιταλία έχει αποδειχθεί το ιδανικό φυσικό σκηνικό για ταινίες οι οποίες έχουν ανάγκη να φωτίσουν την επίγεια μαγεία του τοπίου γυρισμάτων. Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι αξιοποίησε τουριστικά τη μαγεία της στην «Κλεμμένη ομορφιά» (Stealing beauty, 1996), η δημιουργική κορύφωση του Φεντερίκο Φελίνι είχε φόντο και την Τοσκάνη, το Κιαντσιάνο Τέρμε στο «8 ½» (1963), και ο Ιρανός Αμπάς Κιαροστάμι στοχάστηκε πάνω της στο «Γνήσιο αντίγραφο» (Copie conforme, 2010).

Ακόμα και όταν οι ιστορίες των ταινιών «σκουραίνουν» από τις σκιές του περιεχομένου τους, ο ίδιος ο τόπος της Τοσκάνης σε αναγκάζει προς στιγμήν να το ξεχνάς. Αυτό, για παράδειγμα, συμβαίνει στην ταινία «Η ζωή είναι ωραία» (La vita e bella, 1998) του Ρομπέρτο Μπενίνι, φόντο της οποίας είναι η πόλη του Αρέτσο, εκεί όπου ο Γκουίντο Ορεφίτσε (Μπενίνι) κατοικεί με τον γιο του και νιώθει την απειλή της ναζιστικής Γερμανίας. Την ίδια ακριβώς ώρα που νιώθουμε ότι παρακολουθούμε κάτι πολύ τραγικό, ο τόπος και μαζί του ο χαρακτήρας του Γκουίντο, που δεν χάνει ποτέ το χιούμορ του, φτιάχνουν έναν αρμονικό συνδυασμό που προκαλεί ευφορία.

Η Βανέσα Ρεντγκρέιβ και ο Φράνκο Νέρο διαβάζουν «Γράμματα από την Ιουλιέτα».

Στον «Ηλιόλουστο έρωτα» (2005), του οποίου ο ξένος τίτλος «Under the Tuscan Sun» τα λέει όλα, η Αμερικανίδα Νταϊάν Λέιν αγοράζει μια βίλα στην Τοσκάνη προκειμένου να αλλάξει πλεύση στη ζωή της, ενώ πυρήνας της ευχάριστης κομεντί «Γράμματα στην Ιουλιέτα» (Letters to Juliet, 2010) υπήρξε η περίφημη αυλή της Ιουλιέτας στη Βερόνα της Βόρειας Ιταλίας, την πόλη όπου διαδραματίζεται το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Η Casa di Giulietta είναι τουριστικός πόλος εκατοντάδων γυναικών ετησίως, οι περισσότερες εκ των οποίων τοιχοκολλούν γράμματα απευθυνόμενα στην Ιουλιέτα, τα οποία στη συνέχεια απαντώνται από δημοτικούς υπαλλήλους της πόλης που κάνουν αυτή τη δουλειά.

Ενας άλλος ιταλός σκηνοθέτης, ο Φράνκο Τζεφιρέλι, είχε επίσης ισχυρούς δεσμούς με την Τοσκάνη όπου γύρισε τη δική του εκδοχή του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» (Romeo and Juliet, 1966), όπως και το «Τσάι με τον Μουσολίνι» (Tea with Mussolini, 1999), μια ταινία που φέρει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του σκηνοθέτη από την περίοδο της φασιστικής Ιταλίας όταν ήταν παιδί.

Το έαρ του Τζέιμς Αϊβορι στο «Μόρις», με τον Τζέιμς Γουίλμπι και τον Χιου Γκραντ.

Η περίπτωση Τζέιμς Αϊβορι – Ε. Μ. Φόρστερ

Περίοπτη θέση στους δημιουργούς που λατρεύουν την ανοιξιάτικη – καλοκαιρινή φύση και προσπαθούν να την αποτυπώσουν στις ταινίες τους κρατά ο Τζέιμς Αϊβορι, ο πιο «Βρετανός» Αμερικανός του οποίου οι ταινίες είναι συνήθως «υπαίθριες». Ακόμα και το Οσκαρ σεναρίου που ο Αϊβορι κέρδισε  για το «Να με φωνάζεις με το όνομά σου» (Call me by your name, 2017) του Λούκα Γκουαντανίνο, έχει ως φόντο φυσικά σημεία της Λομβαρδίας, την οποία ο Γκουαντανίνο γνωρίζει πολύ καλά και κινηματογραφεί υπέροχα. Ομως αυτό ακριβώς έκανε και ο ίδιος ο Αϊβορι στη δική του ταινία «Δωμάτιο με θέα» (A room with a view, 1985), μια μεταφορά του αγαπημένου συγγραφέα Ε. Μ. Φόρστερ.

Mε φόντο τη Φλωρεντία των αρχών του αιώνα μας και με πρωταγωνιστές τους Ελενα Μπόναμ Κάρτερ, Τζούλιαν Σαντς και έναν αγνώριστο Ντάνιελ Ντέι Λιούις πριν ακόμα γίνει σταρ, ο Αϊβορι «φυτεύει» στη μαγεία της φύσης ένα παράξενο ειδύλλιο, κεντώντας ένα πανέμορφο σε εικόνες έργο που ασκεί κριτική στον πουριτανισμό της αγγλικής εδουαρδιανής κοινωνίας.

Ξεφυλλίζοντας κάποιες άλλες σελίδες του Φόρστερ, ο Αϊβορι λίγα χρόνια αργότερα θα γυρίσει τον «Μορίς» (Maurice, 1987), όπου και πάλι η καταπιεστική εκείνη κοινωνία λειτουργεί καταλυτικά στην περίπτωση ενός ζεύγους ομοφυλοφίλων (Τζέιμς Γουίλμπι και Χιου Γκραντ). Οι πιο όμορφες σκηνές στο «Μορίς» είναι εκείνες που δείχνουν τους δύο νέους να απολαμβάνουν ξέγνοιαστα τον έρωτά τους βυθισμένοι στο πλούσιο πράσινο των φυσικών χώρων του βρετανικού υπαίθρου (όπως το Κέιμπριτζσαϊρ όπου βρίσκεται το Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ) όπου η ταινία γυρίστηκε.

Η μοναδική άνοιξη του βρετανικού τοπίου

Στις κινηματογραφικές μεταφορές των μυθιστορημάτων της βρετανίδας συγγραφέως Τζέιν Οστεν (1775-1817) τα προβλήματα του έρωτα συνδυάζονται με την ευφορία της άνοιξης, καθώς οι ιστορίες τους είναι βουτηγμένες μέσα στην καταπράσινη, πλούσια φύση περιοχών της Μεγάλης Βρετανίας. Στην «Εμα» (1996) η Γκουίνεθ Πάλτροου υποδύεται το καλο-κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο του τίτλου που στην Αγγλία του 19ου αιώνα λησμονεί τις δικές του ανάγκες σκοτώνοντας την ώρα του με το να «τακτοποιεί» την ερωτική ζωή άλλων γυναικών. O σκηνοθέτης Ντάγκλας Μακ Γκραθ αξιοποιεί θαυμάσια περιοχές όπως του Μπάκιγχαμσαϊρ, του Σόμερσετ, του Ντόρσετ και του Μίντλεσεξ, οι οποίες παίζουν καταλυτικό ρόλο στην ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα της ταινίας, που πριν από μερικά χρόνια ξαναγυρίστηκε με πρωταγωνίστρια την Ανα Τέιλορ Γιανγκ.

«Λογική και ευαισθησία» του Ανγκ Λι. Ενας ταϊβανέζος σκηνοθέτης «διαβάζει» Τζέιν Οστεν.

Πόσες φορές, αλήθεια, έχουμε πιάσει τον εαυτό μας ανάμεσα στην έννοια των λέξεων «λογική» και «ευαισθησία»; Στη μια πλευρά η μέθοδος του μυαλού, στην απέναντι η μέθοδος της ψυχής. Για τις αδελφές Ελενορ και Μάριαν Ντάσχουντ, την Εμα Τόμσον και την Κέιτ Γουίνσλετ της ταινίας «Λογική και ευαισθησία» (Sense and sensibility, 1995), η διαμάχη ανάμεσα σε αυτές τις δύο έννοιες θα είναι καταλυτική. Ενα θαυμάσιο φιλμ περιόδου (1791) στο οποίο ο σκηνοθέτης Ανγκ Λι εκμεταλλεύεται την ομορφιά της βρετανικής φύσης, με χρήση χαρακτηριστικών κτιρίων όπως το Efford House στο Πλίμουθ, το Montacute House στο Σόμερσετ και το Blickling Hall στο Νόρφολκ.

Η Κίρα Νάιτλι σε εαρινό φόντο στην «Περηφάνια και προκατάληψη» του Τζο Ράιτ.

Πολλοί όμως ήταν οι οίκοι, τα πάρκα και οι κήποι της Μεγάλης Βρετανίας που χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες των γυρισμάτων της ταινίας «Περηφάνια και προκατάληψη» (Pride and prejudice, 2005) του Τζο Ράιτ, μιας από τις αρκετές κινηματογραφικές μεταφορές του διασημότερου ίσως μυθιστορήματος της  Οστεν. Το Chatsworth House στο Ντέρμπισαϊρ, το Basildon Park στο Μπέρκσαϊρ, το Groombridge Place στο Κεντ, το Wilton House στο Γουίλτσαϊρ· χώροι όλοι τους που σε  ανοιξιάτικο φόντο «φιλοξενούν» έρωτες με εμπόδια, παρεξηγήσεις, υποκρισία, αλαζονεία, γυναικεία περηφάνια και διαφόρων ειδών προκαταλήψεις στην επαρχιακή Αγγλία του 19ου αιώνα.

Δεν είναι φυσικά μόνο τα μυθιστορήματα της Τζέιν Οστεν που έχουν μπολιάσει με την ανοιξιάτικη ομορφιά του βρετανικού τοπίου την κινηματογραφική οθόνη, ενώ δεν είναι μόνο βρετανοί οι σκηνοθέτες που ασχολούνται μαζί τους. Το 1993 η Πολωνή Ανιέσκα Χόλαντ έδωσε τη δική της εκδοχή του «Μυστικού κήπο» (The secret garden) της Φράνσες Χόντσον Μπερνέτ, γυρίζοντας την ταινία σε φυσικούς χώρους του Λούτον, του Γιόρκσαϊρ και του Μπάκιγχαμσαϊρ.

Το ελληνικό φως

Κεφάλαιο από μόνο του το φως της Ελλάδας, δεν χρειάζεται συστάσεις και στην πραγματικότητα του αξίζουν βιβλία ολόκληρα. Σχεδόν όλος ο εμπορικός κινηματογράφος στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 βασίζεται στο ελληνικό φως, είτε μιλάμε για ανοιξιάτικες και καλοκαιρινές κωμωδίες είτε για δράματα όπως – ένα απλό παράδειγμα – η «Ανθισμένη αμυγδαλιά» (1959), ένα ρομαντικό δράμα του Χρήστου Αποστόλου με τον Ανδρέα Μπάρκουλη και την Κάκια Αναλυτή που τοποθετείται σε πασχαλινή περίοδο στην Αθήνα, στην αλλαγή του 19ου προς τον 20ό αιώνα.

Ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Γιάννης Δαλιανίδης εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο τρόπο το ελληνικό τοπίο, γι’ αυτό και οι ανοιξιάτικες – καλοκαιρινές ταινίες τους εξακολουθούν να προκαλούν τόσο μεγάλη ευφορία όποτε προβάλλονται στην τηλεόραση. Επίσης, ταινίες όπως η «Αρχόντισσα και ο αλήτης» του Σακελλάριου και «Επιχείρηση Απόλλων» του (υποτιμημένου) Γιώργου Σκαλενάκη αξίζουν μόνο και μόνο για να δει κανείς τις διαδρομές που έγιναν για τα γυρίσματά τους· όλα σε φυσικούς χώρους.

Σκηνή από την ταινία «Η εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων» του Δήμου Αβδελιώδη.

Το ελληνικό τοπίο δεν έπαψε ποτέ να συγκινεί τους σκηνοθέτες ακόμα και όταν ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε να φθίνει στη δεκαετία του 1970. Ανάμεσα στη θάλασσα αυτών των ταινιών κάποιες που μπορούν να επισημανθούν για την φυσική ομορφιά τους είναι ο «Θεόφιλος» (1987) του Λάκη Παπαστάθη για την υπέροχη αξιοποίηση της φωτεινότητας της Μυτιλήνης, όπως και η «Εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων» (1999) του Δήμου Αβδελιώδη, ενός δημιουργού που ταυτίστηκε με την πολυαγαπημένη του Χίο καταθέτοντας υπέροχες ταινίες.