Το 2008 ένας μεγάλος κύκλος έκλεισε. Η περίοδος της πολύ γρήγορης και βαθιάς παγκοσμιοποίησης, που ξεκίνησε με την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods (1971), έδωσε τη θέση της σε μια φάση αποπαγκοσμιοποίησης, η οποία εντάθηκε στη συνέχεια με την πανδημία, την ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Και ακόμη είναι νωρίς για να εκτιμήσουμε πού μπορεί να μας οδηγήσει όλη αυτή η διαδικασία, πόσο μακριά μπορεί να φτάσει.

Υπογραμμίζω ότι το φαινόμενο της αποπαγκοσμιοποίησης (όπως άλλωστε και της παγκοσμιοποίησης) δεν είναι μόνο οικονομικό: τα πλήγματα που δέχεται η δημοκρατία εντάσσονται σε αυτή τη διαδικασία και οι λεγόμενες «δημοκρατορίες», ή αλλιώς οι spin dictators, αποτελούν μια σημαντικότατη πτυχή του. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι εντεινόμενες γεωπολιτικές ανακατατάξεις στοιχειοθετούν ένα βασικό στοιχείο της αποπαγκοσμιοποίησης, ενώ καίρια είναι η σημασία των ταυτοτικών αντιθέσεων που συγκροτούν τη βάση του πολιτικού διπολισμού που παρατηρείται στον δυτικό κόσμο.

Σημασία, όμως, έχει να κατανοήσουμε ότι το υπόδειγμα της κεφαλαιακής συσσώρευσης που επικράτησε από το 1971 μέχρι το 2008 και το οποίο θεωρούμε προϊόν της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» δίνει τη θέση του σε ένα άλλο μοντέλο στο οποίο οι κοινωνικές και οικολογικές ευαισθησίες παίζουν καθοριστικό ρόλο. Η «συναίνεση της Κορνουάλης», από το 2021, αποτελεί ένα πρόταγμα των G7, με βάση αυτού του τύπου τις ευαισθησίες. Το ερώτημα βέβαια είναι αν στις συνθήκες της αποπαγκοσμιοποίησης είναι εφικτή αυτή η στροφή προς επιλογές αναγκαίες μεν, αλλά με υψηλό κόστος δε. Η ενεργειακή κρίση έδειξε ότι η μετάβαση σε καθεστώτα εναλλακτικά στα τρέχοντα είναι υψηλού κινδύνου.

Δεν θα πρέπει να βιαστούμε να αναζητήσουμε τον βασικό «παίκτη» αυτού του νέου υποδείγματος συσσώρευσης. Οι μανιχαϊστικές λογικές δεν έχουν νόημα και οι επιλογές ανάμεσα σε κράτος και αγορά δείχνουν να είναι ξεπερασμένες: «όταν βυθίζεται ένα καράβι, ακόμα και οι άθεοι επικαλούνται τον Θεό». Δεν θυμάμαι πού το διάβασα αλλά το βρίσκω πολύ πετυχημένο. Με λίγα λόγια, το κράτος έχει αναλάβει ήδη πολύ μεγάλες πρωτοβουλίες και θα εξακολουθήσει να το κάνει στο μέτρο που είναι ο μοναδικός τρόπος για να αντιμετωπιστούν τόσο κρίσιμες καταστάσεις όσο αυτές που ζούμε τα τελευταία χρόνια, δηλαδή με κρατικές παρεμβάσεις που επιδιώκουν να στηρίξουν το επίπεδο ζωής των πολιτών. Αλλωστε η κρίση του 2008 έδειξε πως ο ισχυρισμός ότι η αγορά μπορεί από μόνη της να λύσει όλα τα προβλήματα είναι μάλλον εκτός τόπου και χρόνου. Και αν οι προγνώσεις για επικείμενη ύφεση επαληθευθούν, τότε οι απαιτήσεις για κρατικές παρεμβάσεις θα αυξηθούν κατακόρυφα.

Αλλά και πάλι, υπό τις σημερινές συνθήκες δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για ένα κράτος όπως εκείνο που γνωρίσαμε στο παρελθόν. Το κράτος που χρειαζόμαστε είναι διαφορετικού χαρακτήρα, έξυπνο, ποιοτικό, αποτελεσματικό, στρατηγικό. Στο μέτρο που δεν θα το πετύχουμε – και φοβάμαι ότι στην Ελλάδα δύσκολα θα συμβεί κάτι τέτοιο – θα εξακολουθήσουμε να βλέπουμε τη διεθνή θέση της χώρας να αποδυναμώνεται.

Το πρόβλημα στο εξής δεν θα είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας, όχι πως στερούνται σημασίας. Το πρόβλημα θα είναι κατά πόσον ένα κράτος έχει τη βούληση αλλά και είναι σε θέση να αξιοποιήσει τους μηχανισμούς του και τα πλεονεκτήματα που διαθέτει για να εξασφαλίσει κοινωνική ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη. Τη στιγμή που οι ουτοπίες έχουν πάψει να δημιουργούν ιδανικά πάνω στα οποία να χτίζονται πολιτικές πρακτικές, αυτό που απομένει είναι ο άγονος αλλά επικίνδυνος, γιατί είναι ευάλωτος στη δημαγωγία, αντισυστημισμός. Και εδώ βρίσκονται τα δύσκολα και οι προκλήσεις για την οικονομία του αύριο. Οσο καινοτόμα και ψηφιακή και αν γίνει, τίποτα δεν εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της δημοκρατίας, τίποτε δεν μας λέει ότι οι αποτυχημένοι δημαγωγοί του χθες δεν μπορούν να επανέλθουν νικητές σε συνθήκες που γίνονται χειρότερες για μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, καθώς ο φόβος και η ανασφάλεια κυριεύει σημαντικά στρώματα του πληθυσμού. Τα παραδείγματα είναι μπροστά μας και φωνάζουν, θα ήταν δε κουτό από μέρους μας να θεωρήσουμε ότι είμαστε προστατευμένοι ή ότι ισχύει το αφελές «η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα». Φυσικά και συναντά αδιέξοδα και πρέπει να μάθει να τα αντιμετωπίζει.

Η δημοκρατία απαιτεί προσπάθεια και μεταξύ άλλων απαιτεί τη δημιουργία ενός καπιταλιστικού προτύπου που θα μπορεί να πείσει τους πολίτες μιας χώρας για την ικανότητά του να μη δημιουργεί έντονες ανισότητες. Η Ελλάδα στον τομέα της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν τα πηγαίνει καθόλου καλά: τα τελευταία δέκα χρόνια σε όλους σχεδόν τους δείκτες βρισκόμαστε στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκή Ενωσης και συχνά η απόσταση που μας χωρίζει από τους προπορευόμενους μεγαλώνει. Η εικόνα δεν είναι καθόλου ελπιδοφόρα ιδίως στους τομείς της διαγενεακής ανισότητας, όπου παρά τα όσα λέγονται οι πιο απλοί δείκτες, όπως της νεανικής απασχόλησης, του δημοσίου χρέους και του Ασφαλιστικού, δεν εμπνέουν αισιοδοξία, καθώς οι νεανικές ηλικίες βαρύνονται δυσανάλογα. Πώς πιστεύει κανείς ότι όλοι οι νέοι που έφυγαν για καλύτερη τύχη εκτός Ελλάδας θα επιστρέψουν τη στιγμή που τα βασικά προβλήματα που τους έδιωξαν δεν έχουν αντιμετωπιστεί; Και αν μειώνεται η ανεργία σε απόλυτους αριθμούς – η ανεργία των νέων βέβαια παραμένει υψηλή -, οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι χαμηλών προσόντων και αμοιβών.

Δεν θέλω να αμφισβητήσω τις καλές προθέσεις, αλλά δεν αρκούν. Χρειάζεται μια πολύ μεγάλη προσπάθεια – ή αλλιώς μεταρρυθμίσεις – και στον χώρο της οικονομίας, όπου βρισκόμαστε πολύ μακριά από το επιθυμητό, παρά την εικόνα που δίνουν οι βασικοί οικονομικοί δείκτες, αλλά και των κοινωνικών πολιτικών, προκειμένου η Ελλάδα να εξασφαλίσει μια βελτιούμενη ευημερία σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που θα βασίζεται σε ισχυρά θεμέλια.

Χρειαζόμαστε, με διαφορετικά λόγια, μια συνέχεια και επιμονή σε μακροχρόνιες μεταρρυθμιστικές πολιτικές και μια δημόσια διοίκηση που θα μπορεί να επωμιστεί το σχετικό βάρος. Χρειαζόμαστε ακόμη μια ισχυρή πολιτική ελίτ που θα ενδιαφέρεται για τη χώρα και όχι, αποκλειστικά, για την πολιτική εξόντωση του αντιπάλου και την εξουσία. Και νομίζω ότι είμαστε πάρα πολύ μακριά από το να πετύχουμε έστω και κάποιους από τους στόχους αυτούς. Με οτιδήποτε και αν συνεπάγεται κάτι τέτοιο.

Και τέλος είναι ανάγκη να διαμορφωθεί μια πολιτική πρόταση για το πώς θέλουμε την Ελλάδα, μια πρόταση που θα μπορεί να θέλξει κυρίως τους νεότερους, εκείνους δηλαδή που δυσανασχετούν περισσότερο και δικαίως με τον πολιτικό κυνισμό και τη διάσταση ανάμεσα στον πολιτικό λόγο και την πολιτική πρακτική. Το lifestyle που κατακλύζει όλα τα έντυπα κάθε τύπου δημιουργεί πρότυπα τα οποία είναι αναντίστοιχα με τις δυνατότητες της πλειονότητας των νέων Ελλήνων, δημιουργώντας έτσι ευαίσθητες στη δημαγωγία κοινωνικές ομάδες. Δημιουργεί θυμό και οργή εναντίον ενός συστήματος που τους αποκλείει από τη συμμετοχή στην ευημερία.

Τα φαινόμενα για τα οποία μίλησα προηγουμένως δεν αποτελούν ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, αλλά αφορούν όλον τον Δυτικό κόσμο. Μόνο που φοβάμαι πως στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε με μεγάλη ελαφρότητα το τι ακριβώς συμβαίνει και το ποιες θα είναι οι συνέπειες για τη δημοκρατία μας, δεν αντιμετωπίζουμε με τη δέουσα σοβαρότητα τα προβλήματα που έχουμε μπροστά μας.

Ο κ. Κώστας Κωστής είναι καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Το παρόν άρθρο  δημοσιεύτηκε στο Ειδικό Αφιέρωμα για την Οικονομία της Έντυπης Έκδοσης του Βήματος, την Κυριακή 25 Αυγούστου 2022