Η «Γέρμα» – ένα από τα σημαντικότερα έργα του ισπανικού θεατρικού ρεπερτορίου – πραγματεύεται την αγωνιώδη αναζήτηση της μητρότητας ως εκπλήρωση ενός εαυτού γεννημένου από την καταπίεση των κοινωνικών συμβάσεων και το τίμημα της επιθυμίας. Μέσα στο έργο του ο Φεδερίκο Γκαρσία Λόρκα φυτεύει την αγωνία της δικής του ανεκπλήρωτης πραγματικότητας σε μια χρονική περίοδο, όταν γύρω του τα στηρίγματα έχουν όλα καταρρεύσει.
Η τραγική ηρωίδα του Λόρκα παρουσιάζεται ξανά στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης από τις 19 Δεκεμβρίου, με τη σκηνοθετική ματιά της Μαρίας Πρωτόπαππα, τριάντα τρία χρόνια μετά το ανέβασμα του έργου από τον Μίμη Κουγιουμτζή, στη μνήμη του οποίου αφιερώνεται και η παράσταση. Μαζί της επί σκηνής, ο Γιάννος Περλέγκας με τον οποίο συνυπογράφουν και τη δραματουργική επεξεργασία, ο Σίμος Κακάλας που συναντιούνται πρώτη φορά σκηνικά, η Ηλέκτρα Μπαρούτα που βρίσκονται ξανά μετά την «Αντιγόνη» του Ανούιγ και ο Νώντας Δαμόπουλος, μια συνεργασία που συνεχίζεται μετά την επιτυχημένη «Ανδρομάχη».
Οξύς παρατηρητής και σχολιαστής της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής ζωής, συχνά εμβαθύνοντας στο θέμα της ελληνικής ταυτότητας και γλώσσας, ηθοποιός αλλά και σκηνοθέτης αρχαίων τραγωδιών και σύγχρονων κωμωδιών, ο Σίμος Κακάλας μοιράζεται μαζί μας ορισμένες σκέψεις για τη θεατρική «Γέρμα – Η ανεκπλήρωτη» και τη σύγχρονη Ελλάδα.
Με τη Μαρία Πρωτόπαππα συναντιέστε πρώτη φορά σκηνικά στη «Γέρμα». Πώς συμπλέετε στον κόσμο του Λόρκα;
Αυτό που θαυμάζω στη Μαρία είναι ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα. Ο τρόπος που ψάχνει, που επιμένει στη λεπτομέρεια, που αναζητά ένα σύμπαν και προσπαθεί να το κατανοήσει σε βάθος. Όλα αυτά τα παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον και προσπαθώ κι εγώ να ακολουθήσω, να καταλάβω αυτό το κλίμα, αυτόν τον κόσμο που χτίζει.
Η «Γέρμα» που παρουσιάζετε είναι μια φεμινιστική ανάγνωση του έργου;
Θα έλεγα περισσότερο ότι πρόκειται για μια βαθιά ανθρωπιστική προσέγγιση. Ζούμε σε μια εποχή που υπάρχει μεγάλη ανάγκη να βάζουμε ταμπέλες για να καταλαβαίνουμε τον κόσμο γύρω μας – και το κατανοώ αυτό. Σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο σύνθετος, τα πράγματα πρέπει κάπως να απλοποιηθούν. Όμως εδώ μιλάμε για κάτι πολύ πιο ευρύ.Η «Γέρμα» είναι ένα από εκείνα τα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας που κουβαλούν ένα πολύ συγκεκριμένο φορτίο: ισπανικότητα, φολκλόρ, μουσική, κοστούμια, ατμόσφαιρα, ένα πάθος σχεδόν γραφικό. Το ερώτημα είναι πάντα: αν δεν ακολουθήσεις αυτή την πεπατημένη, τι κάνεις; Η ματιά της Μαρίας, όμως, διαπερνά όλο αυτό το φολκλόρ και το ξεπερνά. Κάνει το έργο πολύ πιο ευρύ, θα τολμούσα να πω ευρωπαϊκό, μακριά από την εμπορευματοποίηση του «ντουέντε» και του εξωτισμού.

Ο Σίμος Κακάλας υποδύεται τον Χουάν στη «Γέρμα» σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαππα. @Ρούλα Ρέβη/Artwork: Γιάννης Σταματόπουλος
Υποδύεστε τον σύζυγο της Γέρμας, τον Χουάν. Πώς προσεγγίζετε αυτόν τον ρόλο;
Ο Χουάν είναι ένας άνθρωπος καταδυναστευμένος από την έννοια της τιμής, του καθήκοντος, από τις κοινωνικές επιταγές, την Εκκλησία, από το τι «πρέπει» να είναι ένας άνδρας. Και το τραγικό είναι ότι δεν θέλει να είναι αυτό. Ζει μια διαρκή εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που θα ήθελε και σε αυτό που του επιβάλλεται. Οι πατριαρχικές δομές καταπιέζουν τους ανθρώπους να χωρέσουν σε πολύ συγκεκριμένους ρόλους και αυτό τελικά είναι καταπιεστικό για όλους – όχι μόνο για τις γυναίκες.
«Στη «Γέρμα» όλοι κινούνται μέσα από ένα «πρέπει». Κανείς δεν κάνει αυτό που πραγματικά θέλει. Όλοι συζητούν, όλοι αποφασίζουν για τους άλλους. Αυτό το αίσθημα ασφυξίας είναι τρομακτικά σύγχρονο».
Στο πλαίσιο της συζήτηση για την πατριαρχία και τις καταπιεστικές της δομές, βλέπετε ομοιότητες ανάμεσα στην ισπανική κοινωνία που περιγράφει ο Λόρκα και στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα;
Φυσικά υπάρχουν ομοιότητες. Στην Ισπανία –και ειδικά την εποχή του Λόρκα– η θρησκεία παίζει τεράστιο ρόλο. Όχι μόνο ως παρηγοριά ή πνευματικό καταφύγιο για την ίαση της ψυχής, αλλά και ως μηχανισμός εξουσίας. Κάτι αντίστοιχο, με διαφορετικούς όρους, συμβαίνει και εδώ. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η «Γέρμα» γράφεται μέσα στη δίνη μεγάλων ευρωπαϊκών αναταραχών όταν αρχίζουν να ξεπροβάλλουν καινούρια πολιτικά συστήματα: συμβαίνουν πολιτικές αναμοχλεύσεις, υπάρχει φόβος και αναζήτηση ταυτότητας, μια έντονη απαίτηση από τον κόσμο επιστροφής στα «παλιά καλά ήθη και έθιμα». Μία επανάληψη όλων αυτών των ζητημάτων έχουμε και σήμερα.
Ποιες θεματικές του έργου σας αγγίζουν περισσότερο προσωπικά;
Με ενδιαφέρει η ίδια η στάση του Λόρκα. Ο τρόπος που στέκεται απέναντι στην κοινωνία και στα αδιέξοδά της. Επίσης, το πόσο έντονη είναι η συγγένεια του έργου του με την αρχαία τραγωδία: ο χορός, η έννοια της κοινότητας, ο ποιητικός λόγος που δεν είναι ρεαλιστικός με τη στενή έννοια. Όλα αυτά είναι πολύ διαφωτιστικά και εξαιρετικά επίκαιρα.
Πιστεύετε ότι ο Λόρκα «ταιριάζει» στην εποχή μας;
Οτιδήποτε είναι τόσο καλογραμμένο και έχει καταφέρει να αγγίξει τον πυρήνα μιας ιδέας, έχει πάντα θέση στη σημερινή εποχή. Πρόκειται για κείμενα στα οποία οφείλουμε να επιστρέφουμε ξανά και ξανά. Στη «Γέρμα» όλοι κινούνται μέσα από ένα «πρέπει». Κανείς δεν κάνει αυτό που πραγματικά θέλει. Όλοι συζητούν, όλοι αποφασίζουν για τους άλλους. Αυτό το αίσθημα ασφυξίας είναι τρομακτικά σύγχρονο.

«Γέρμα» σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαπα. Φωτ.: Ρούλα Ρέβη/Artwork: Γιάννης Σταματόπουλος
Η σκηνοθετική ματιά της Μαρίας Πρωτόπαππα αφήνει χώρο στον θεατή;
Αφήνει πάρα πολύ χώρο. Ταυτόχρονα, όμως, η θέση της είναι σαφής. Υπάρχουν καθαρές νύξεις για τη ζωή του Λόρκα και για το ιστορικό πλαίσιο του έργου. Ο θεατής δεν χειραγωγείται, αλλά καλείται να σκεφτεί.
Η παράσταση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Μίμη Κουγιουμτζή. Πώς λειτουργεί αυτό μέσα στο έργο;
Υπάρχουν ορισμένες αναφορές, κάποια σημεία ιδιαίτερα συγκινητικά, αλλά δεν πρόκειται για αναβίωση της παλιότερης παράστασης. Είναι μια νέα δουλειά, που απλώς συνομιλεί με τη μνήμη.
«Προσπαθώ πάντοτε να προσεγγίζω με ειλικρίνεια τα πράγματα. Δεν ξέρω αν τα προσεγγίζω σωστά ή λάθος, αλλά πάντοτε στοχεύω στην ειλικρίνεια στη σκηνή, γιατί νομίζω ότι είναι κάτι που χρειαζόμαστε επειγόντως».
Σε αυτή τη φάση της πορείας σας, τι αναζητάτε ως καλλιτέχνης;
Προσπαθώ πάντοτε να προσεγγίζω με ειλικρίνεια τα πράγματα. Δεν ξέρω αν τα προσεγγίζω σωστά ή λάθος, αλλά πάντοτε στοχεύω στην ειλικρίνεια στη σκηνή, γιατί νομίζω ότι είναι κάτι που χρειαζόμαστε επειγόντως. Εχω πάντα υπόψη μου τι συμβαίνει γύρω μας και ότι ζούμε σε μια ιδιότυπη χώρα, με μια ιδιαιτερότητα. Μια χώρα με τους δικούς της κανόνες και δεν το λέω θετικά αυτό. Υπάρχει το «The Greek way» και το ότι τα κάνουμε όλα διαφορετικά. Όπως έλεγε και ο αείμνηστος Διονύσης Σαββόπουλος «εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε» κι εμείς μέσα στα Βαλκάνια, είμαστε ένα ιδιότυπο βαλκανικό κράτος, που πιστεύει ότι όλα είναι καλώς καμωμένα, ότι είμαστε οι καλύτεροι. Έτσι κάπως αυτό υπάρχει σαν εσάνς παντού, τουλάχιστον αυτό βλέπω εγώ.
Μετά από σοβαρή οικονομική κρίση και όχι μόνο, δεν έχουμε αγγίξει ένα επίπεδο αυτογνωσίας.
Δεν είμαστε από τους λαούς που έχουν επίγνωση της ταυτότητάς τους, αλλά από αυτούς που τους συμβαίνει το αντίθετο. Το ρήγμα είναι πολύ βαθύ – κάποια πράγματα είναι τετελεσμένα, δεν υπάρχει επιστροφή. Τώρα είμαστε σε αναζήτηση μιας καινούργιας φάσης και μιας καινούργιας ταυτότητας. Όμως είμαστε ένα κράτος το οποίο μιλάει συνεχώς για την ταυτότητά του με έναν τρόπο υπερφίαλο και μειωτικό για τους άλλους, και παρ’ όλα αυτά δεν έχουμε ταυτότητα. Το θέμα είναι για ποια ταυτότητα μιλάμε. Για αυτή που βλέπουμε στις ειδήσεις, στην εξεταστική της βουλής; Αυτή είναι ταυτότητα μας;
Δεν είναι ξεκάθαρο τι συμβαίνει… Επιπλέον έχουμε αμερικανοποιηθεί εντελώς, όχι μόνο στην κουλτούρα αλλά και στα ήθη, ακόμα και η γλώσσα μας είναι καθαρά αμερικανοκρατούμενη. Δεν έχω πρόβλημα με το ανακάτεμα των γλωσσών, όμως μου φαίνεται ότι έχουμε μια σχέση «master-slave», όπως είναι αυτή ενός υποτακτικού που υποτάσσεται στους τρόπους στον κατακτητή του.
Αισιοδοξία χωράει από τη μεριά σας σε σχέση με τη δίψα του κοινού που παρατηρείται στο θέατρο και στα θεάματα γενικότερα;
Πολλές εκδηλώσεις είναι sold out – και οι παραστάσεις και οι μουσικές σκηνές. Δεν είμαι σίγουρος αν είναι αληθινό ή πλασματικό όλο αυτό, γιατί υπάρχει και ένας πόλεμος εντυπώσεων μέσα στην αυξημένη προσέλευση θεατών που βλέπουμε. Δεν ξέρω αν αυτό που συμβαίνει είναι πνευματική ανάταση ή κυρίως μια ανάγκη ψυχαγωγίας. Ίσως είναι και τα δύο. Είμαστε αυτή τη στιγμή πολύ μέσα στα γεγονότα για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. Χορεύουμε όλοι αναγκαστικά στον ρυθμό της εποχής.
Δημιουργικά που κινείστε αυτή την περίοδο;
Αυτή την περίοδο ξανασκαλίζω το κρητικό ποίημα του Απόκοπου του Μπεργαδή (16ος αιώνας), που θα παρουσιαστεί ως αναλόγιο στο Εθνικό Θέατρο στο πλαίσιο της φετινής εστίασης του Εθνικού στη γλώσσα και το ευρύτερο δίκτυο που αυτή διαμορφώνει. Είναι μια επαναπροσέγγιση της σχέσης μου με τη γλώσσα μέσω αυτού του μεσαιωνικού ποιήματος, μια ανάγκη καταβύθισης στη γλώσσα σε έναν τόπο όπου κυριαρχεί το κείμενο και μόνο το κείμενο και η αφήγηση, μακριά από εικονοποιήσεις και την ανάγκη να σκηνοθετήσεις, να κάνεις όψη και δράση τα πράγματα.
Δείτε το τρέιλερ της παράστασης εδώ:
Αγορά εισιτηρίων για την παράσταση «Γέρμα – Η ανεκπλήρωτη» από το inTickets.
INFO «Γέρμα», Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν-Υπόγειο, Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή: 21.00 Σάββατο: 18.00 & 21.00 Κυριακή: έως 18/1 18.00 & 21.00 και από 25/1 μόνο 18.00







