«Κάθε κρισιμη στιγμή συνοδεύεται από αυτή την εσωτερική παρόρμηση. Να μη δεχτείς τον κόμπο ως τελικό όριο. Να βρεις τον τρόπο, με ευθύνη, με σταθερότητα, με κόστος, να περάσεις απέναντι. Αυτή η δύναμη δεν προκύπτει από τη φιλοδοξία, αλλά από την ανάγκη να παραμείνεις πιστός σε μια αποστολή που υπερβαίνει το πρόσωπό σου. Να υπηρετήσεις, όχι αυτό που σε συμφέρει, αλλά αυτό που θεωρείς σωστό.

Το βιβλίο αυτό γεννήθηκε από μια τέτοια ανάγκη. Όχι από την ανάγκη για προσωπική δικαίωση. Δεν γράφτηκε για να εξωραΐσει αποφάσεις, να ωραιοποιήσει γεγονότα ή να κατασκευάσει ένα αφήγημα βολικό για τον συγγραφέα του. Ο αναγνώστης, εξάλλου, γρήγορα θα συνειδητοποιήσει πως το βιβλίο γράφτηκε από την αίσθηση μιας εσωτερικής υποχρέωσης: την ανάγκη της μαρτυρίας. Να ειπωθούν τα γεγονότα όπως τα έζησα, να αποτυπωθούν οι συνθήκες, οι συγκρούσεις, τα διλήμματα και το κόστος», γράφει ο Αλέξης Τσίπρας, προλογίζοντας την «Ιθάκη» του και τις μνήμες απο την πρύμνη του Odyssey, ανοιχτά από το Βαθύ.

Και πώς εμένα μου φαίνεται ότι έχουμε τον ίδιο λογογράφο;

Πειραγμένο βέβαια από τις ιδιαίτερες προτιμήσεις μας. Στον Τσίπρα, φερ’ ειπείν, η λέξη «χρέος» εμφανίζεται αντί της «αποδόμησης», που λατρεύω. Μόνον ο όρος «κόμπος» είναι κοινός. Γι’ αυτόν είναι κάτι σαν γόρδιος που πρέπει να μπερδευτεί κι άλλο. Σε μένα, είναι η καντιλίτσα του παιδικού τραγουδιού που με νανούριζαν. Όταν γράφω, αναφέρομαι στον βορρόμειο κόμπο και στους τρεις κρίκους (συμβολικό, φαντασιακό, πραγματικό), που ο Λακάν χρησιμοποίησε από το 1972, για να εισάγει μια νέα γραφή των δικών του μαθημίων. Προσπαθώ επίσης να τοποθετώ το νόημα στην τομή συμβολικού και φαντασιακού, εφόσον το νόημα είναι επίπτωση του συμβολικού στο φαντασιακό, επιτρέποντας στο πραγματικό να εισέλθει με τέτοιον τρόπο, ώστε η επίπτωση της ανάγνωσης των κειμένων μου να μπορεί να είναι και πραγματική. Να κάνει κάτι στον αναγνώστη και όχι τίποτα.

Διότι «τίποτα» είναι η ανάγνωση του Προλόγου του Τσίπρα που διάβασα. Αλλά ένα ευχάριστο, τιποτένιο «τίποτα», τόσο που, εάν δεν γνωρίζει κανείς το παρελθόν του και το μέλλον του συγγραφέα – που θα διαρκέσει καθώς φαίνεται πολύ – θα το εκλάμβανε ως άλλη μια δακρύβρεκτη νουβέλα της σειράς Βίπερ Νόρα, όπως «Ο Ξανθός Διάβολος», «Το μαγεμένο νησί» και «Η μελωδία της αγάπης».

Τι κάνει ο Τσίπρας για να ξαναγίνει αρχηγός;

Απευθύνεται στο «αντικείμενο μικρό α», (το αντικείμενο του πόθου) όπου η φαλλική απόλαυση και η απόλαυση του Άλλου συνυπάρχουν.

Αντίθετα από τον ανέραστο λόγο των πολιτικών, ο λογογράφος του -που μπορεί να είναι και ο ίδιος ο Τσίπρας- προχωρεί με τσαχπινιά σε μια γλώσσα αισθηματική όπου με κλωθογυρίσματα, αλλαγές βαθμίδας, υποσχέσεις ευτυχίας, μετατρέπει τη γνώση, που «αποκτήθηκε μέσα στη φωτιά της κρίσης, σε σκέψη, σε σχέδιο, σε όραμα για την Ελλάδα του αύριο» (sic). Μόνο που τον μέντορά του, τον φιλόσοφο Αριστείδη Μπαλτά, αντικατέστησε ο Μαραντζίδης. Και ο γαλλοτραφής Γαβρόγλου δεν τον ειδοποίησε για τον «θάνατο του συγγραφέα» ούτε για τον Μπαρτ.

Αν με διάβαζε, θα γνώριζε την τύχη του: μόλις ένα κείμενο γραφτεί, η πρόθεση, το βιογραφικό ή οι εμπειρίες του συγγραφέα παύουν να έχουν πρωταρχική σημασία για την ερμηνεία του. Το νόημα του κειμένου απελευθερώνεται και δημιουργείται στη σχέση του με τον αναγνώστη, όχι με τον δημιουργό του (τον λογογράφο του).

Άργησε να ακουστεί η δική του φωνή. Τον ντε Γκολ οι Γάλλοι τον άκουγαν από το BBC. Τη «φωνή της αλήθειας» από τη Ρουμανία. Από τη Βουλή όμως τόσα χρόνια, δε βγήκε από το στόμα του λέξη. Κάτι είπε στον Κασσελάκη για τη βαλίτσα με τα πυρηνικά που έσκασαν στα χέρια τους. Η μόνη που γλύτωσε είναι η Αχτσιόγλου!

Φέρνει όμως την άνοιξη μόνον ένας κούκος;