Το αυτοσαρκαστικό χιούμορ, οι βαθιά προσωπικές αποκαλύψεις αλλά και ο αναστοχασμός μιας ολόκληρης ζωής περνούν με την ένταση μιας κινηματογραφικής ανασκόπησης που δεν θες να αφήσεις από τα χέρια σου, στην αυτοβιογραφική αφήγηση του Αλ Πατσίνο, «Sonny Boy», γραμμένη από τον ίδιο σε συνεργασία με τον δημοσιογράφο Ντέιβ Ίτζκοφ.
Στα 85 του ο Πατσίνο δεν έχει τίποτα να κρύψει, γι’ αυτό και η γλώσσα του ρέει αποκαλυπτική και ειλικρινής, αφοσιωμένη πρωτίστως να αποδώσει φόρο τιμής στην αγαπημένη του μητέρα, την οποία έχασε νωρίς από τη ζωή του, όταν ήταν 22 ετών. Εκείνη τον μύησε εξάλλου στο σινεμά παίρνοντάς τον μαζί της στις κινηματογραφικές εξόδους της από την ηλικία των 3- 4 ετών.
Αυτοβιογραφώντας την παιδική ηλικία
Το βιβλίο «χρησιμεύει και ως παρακαταθήκη του Πατσίνο στα τέσσερα αγαπημένα παιδιά του – την 34χρονη Τζούλι, τα 23χρονα δίδυμα Άντον και Ολίβια και τον 16 μηνών Ρόμαν, από τρεις διαφορετικές συντρόφους στη ζωή του.

Sonny Boy – Η επίσημη αυτοβιογραφία
Αν θέλει κάποιος να εισχωρήσει βαθύτερα στα δραματικά γεγονότα που καθόρισαν τη ζωή ενός κορυφαίου πρωταγωνιστή του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου, δεν έχει παρά να διαβάσει κάθε πτυχή των οικογενειακών δεσμών, των φιλικών σχέσεων και των ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων που καθόρισαν την παιδική και νεανική εξέλιξη του. Αντίστοιχα, αν το ζητούμενο είναι η βουτιά στα παρασκήνια του Χόλιγουντ, τότε κι εδώ τυχεροί είμαστε ως αναγνώστες, καθώς ο Πατσίνο κάθε άλλο παρά τσιγκουνεύεται τις αποκαλύψεις για τις ταινίες -σταθμούς όπου σκληραγωγήθηκε στα νιάτα του.
«Η μοναδική μου συντροφιά, πέρα από τους παππούδες, τη μητέρα μου και το σκυλάκι μας, που το έλεγαν Τρίξι, ήταν οι χαρακτήρες που ενσάρκωνα από τις ταινίες που με πήγαινε η μητέρα μου».
Στον τίτλο του βιβλίου, το παρατσούκλι «Sonny Boy» αντιστοιχεί στο προσωνύμιο που του έδωσε η μητέρα του, εμπνευσμένο από το ομώνυμο τραγούδι του Αλ Τζόλσον από τη μακρινή δεκαετία του 1920. «Δεν είχαμε τηλεόραση ούτε πολλά μέσα ψυχαγωγίας εκτός από κάτι δίσκους του Αλ Τζόλσον, τον οποίο μιμούμουν όταν ήμουν τριών τεσσάρων χρονών για να διασκεδάζει η οικογένειά μου. Η μοναδική μου συντροφιά, πέρα από τους παππούδες, τη μητέρα μου και το σκυλάκι μας, που το έλεγαν Τρίξι, ήταν οι χαρακτήρες που ενσάρκωνα από τις ταινίες που με πήγαινε η μητέρα μου. Πρέπει να ήμουν το μόνο πεντάχρονο που το πήγαν να δει το The Lost Weekend (Το χαμένο Σαββατοκύριακο). Με είχε συνεπάρει η ερμηνεία του Ρέι Μίλαντ ως αυτοκαταστροφικού αλκοολικού, για την οποία κέρδισε Όσκαρ».
Οι γονείς του Πατσίνο, κάτω από 20 ετών και οι δύο, χώρισαν όταν ο ίδιος ήταν πολύ μικρός. Μεγάλωσε μια εργατική γειτονιά στο Σάουθ Μπρονξ με την συναισθηματικά εύθραυστη μητέρα του και τους παππούδες του. Καθοριστική συμβολή στα πρώιμα στάδια της ζωής του είχε και η γιαγιά του από την Ιταλία, η μητέρα του πατέρα του, την οποία ο Πατσίνο αποκαλεί «δώρο θεού».
«Στα έξι του χρόνια, η μητέρα του προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή της».
Στα έξι του χρόνια, η μητέρα του προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή της – το γεγονός παραμένει ως βαθύ τραύμα μέσα του. «Χρόνια αργότερα, έπαιξα στην ταινία Dog Day Afternoon (Σκυλίσια μέρα) και μια από τις τελευταίες σκηνές, σε αυτή που παίρνουν τον χαρακτήρα του Τζον Καζάλ με φορείο, όντας ήδη νεκρός, μου έφερε στο νου τη στιγμή που είδα τη μητέρα μου να την παίρνουν με το ασθενοφόρο. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι τότε ήθελε όντως να πεθάνει, τουλάχιστον όχι ακόμα. Επέστρεψε στο σπίτι μας ζωντανή κι εγώ βγήκα στους δρόμους», περιγράφει ο Πατσίνο. Επιρρεπής στα ατυχήματα, στα δέκα του έπεσε πάνω σε ένα σιδερένιο κάγκελο που τον βρήκε ανάμεσα στα πόδια φέρνοντας αβάσταχτο πόνο, πανικό στη μητέρα, τη γιαγιά και τη θεία του και άλλο ένα ψυχικό τραύμα που τον στοιχειώνει μέχρι σήμερα.

Ο Αλ Πατσίνο στη «Σκυλίσια μέρα»
Με τρυφερότητα, θυμάται επίσης να τρέχει στη γειτονιά με τα φιλαράκια του Κλίφι, Μπρους και Πίτι. Και οι τρεις αυτοί φίλοι πέθαναν αργότερα από υπερβολική δόση ναρκωτικών, μια μοίρα από την οποία γλίτωσε ο Πατσίνο χάρη στην επαγρύπνηση της οικογένειάς του. Αυτό το κομμάτι των απομνημονευμάτων είναι σημαντικό, ενδεχομένως όχι τόσο αποκαλυπτικό όσο άλλες ιστορίες που αφηγείται ο ίδιος. Το θέατρο αποτέλεσε πάντως μια διέξοδο για εκείνον.
Θέατρο και υποκριτική
Η φωνή του Πατσίνο δυναμώνει όταν μιλάει για την υποκριτική και για τον στόχο του να ενσαρκώσει ενστικτωδώς έναν χαρακτήρα. Σταμάτησε το High School of Performing Arts στα 16 του, έκανε περιστασιακές δουλειές και έπαιζε σε μικροσκοπικούς χώρους, μακριά από το Μπρόντγουεϊ. Μετά σπούδασε υποκριτική στο θρυλικό Actors Studio. Δάσκαλοί του ήταν προσωπικότητες όπως ο Λι Στράσμπεργκ, ενώ βαθιά επηρεάστηκε από τη ρωσική λογοτεχνία και τον Τσέχωφ.
Στο ξεκίνημά του ήταν φτωχός, πεινασμένος – κυριολεκτικά. Κοιμόταν σε πατώματα, έκανε μικροδουλειές και έπαιζε σε μικρές σκηνές. Είχε όμως και πίστη στον εαυτό του. Ήξερε ότι θα τα καταφέρει. Ο επιστήθιος φίλος και μέντοράς του, ο Βρετανός ηθοποιός Τσάρλι Λότον, ο οποίος δίδαξε υποκριτική και στον Μάρτιν Σιν, επίσης, φίλο του Αλ Πατσίνο, διαδραμάτισε καθοριστική σημασία στην εξέλιξή του.
«Αλ, θα γίνεις μεγάλος σταρ». Ο Τσάρλι ποτέ δεν μιλούσε έτσι. Κι όταν λέω ποτέ εννοώ ποτέ. Όσο τον ήξερα, ποτέ δεν μίλησε για τέτοια πράγματα. Δεν ήταν του στιλ του. Έσκασε από το πουθενά»
«Όταν ήμουν δεκαεννέα είκοσι χρονών, ο Τσάρλι κι εγώ επιστρέφαμε από μια από τις βόλτες μας, γεμάτες περίπατο και συζήτηση στο διαμέρισμά μου στο Μπρονξ. Καθώς έριχνα μια ματιά στο γραμματοκιβώτιό μου, εκείνος ανέβαινε τις σκάλες. Σταμάτησε στη σκάλα, γύρισε και με κοίταξε, έκανε μια παύση ύστερα μου είπε: «Αλ, θα γίνεις μεγάλος σταρ».
Ο Τσάρλι ποτέ δεν μιλούσε έτσι. Κι όταν λέω ποτέ εννοώ ποτέ. Όσο τον ήξερα, ποτέ δεν μίλησε για τέτοια πράγματα. Δεν ήταν του στιλ του. Έσκασε από το πουθενά. «Το ξέρω, Τσαρλ, το ξέρω» του είπα και και το εννοούσα. Δεν είμαι θρήσκος ούτε τίποτα τέτοιο. Αλλά νιώθω ότι υπάρχει κάτι βαθύτερο. Δεν χρειάζεται να το πούμε «Θεό». Στους Ανώνυμους Αλκοολικούς το αποκαλούν «ανώτερη δύναμη».Ό,τι κι αν είναι, ό,τι κι αν πιστεύετε ότι είναι, ήταν δικό μου. Πίστευα ότι θα συνέβαινε, αν και δεν ήταν κάτι που με απασχολούσε εκείνη την εποχή ούτε περνούσε από το μυαλό μου. Υπέθετα ότι θα συνέβαινε και το αποδέχτηκα. Ό,τι κι αν ήταν αυτό το πράγμα με την υποκριτική, μπορούσα να το κάνω».
Η πρώτη μεγάλη θεατρική επιτυχία του Αλ Πατσίνο ήταν το 1969 στο Μπρόντγουεϊ με το έργο Does a Tiger Wear a Necktie? («Η τίγρη φοράει γραβάτα;»), που του χάρισε βραβείο Tony.
Η κινηματογραφική εκτόξευση
Η μεγάλη στροφή στον κινηματογράφο έγινε με τον ρόλο του στο Πανικός στο Νιντλ Παρκ (1971), που εντυπωσίασε τον Φράνσις Φορντ Κόπολα και τον επέλεξε για τον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε στον «Νονό». Τα στούντιο δεν τον ήθελαν, αλλά δεν ήθελαν και κανέναν άλλον, ούτε καν τον Μάρλον Μπράντο, από τους ηθοποιούς που πρότεινε ο Κόπολα, ο οποίος επέμεινε και το αποτέλεσμα ήταν μία από τις πιο εμβληματικές ταινίες με εμβληματικούς χαρακτήρες στην ιστορία του κινηματογράφου.

Οι Αλ Πατσίνο και Μάρλον Μπράντο στον «Νονό».
Ο Πατσίνο θυμάται την πρώτη του αμήχανη κοινωνική συνεύρεση με τον Μάρλον Μπράντο στο ίδιο δωμάτιο όταν ο Κόπολα τον προέτρεψε να φάνε μαζί προκειμένου η σχέση τους να πάρει μια μορφή…οικογενειακού δεσμού πριν παίξουν μαζί.
«Έφαγα με τον Μπράντο σε ένα λιτό δωμάτιο του νοσοκομείου όπου κάναμε γυρίσματα, στην 14η οδό. Καθόταν στο ένα νοσοκομειακό κρεβάτι κι εγώ στο άλλο. Με ρωτούσε διάφορα, από που είμαι, πόσο καιρό είμαι ηθοποιός, και παράλληλα έτρωγε κοτόπουλο cacciatore με τα χέρια. Τα χέρια του ήταν γεμάτα με κόκκινη σάλτσα. Το ίδιο και το πρόσωπό του. Αυτό ήταν το μόνο που σκεφτόμουν καθ’ όλη τη διάρκεια. Ό,τι και να έλεγε, το μυαλό μου είχε εστιάσει στο γεμάτο λεκέδες θέαμα που είχα μπροστά μου. Εκείνος μου μιλούσε – μπλα, μπλα, μπλα – κι εγώ ήμουν υπνωτισμένος. Τι θα έκανε με το κοτόπουλο; Ήλπιζα να μη μου ζητήσει να το πετάξω στα σκουπίδια. Το ξεφορτώθηκε με κάποιον τρόπο χωρίς να σηκωθεί. Με κοίταζε απορημένος, σαν να με ρωτούσε, τι σκέφτεσαι; Τι θα κάνει με τα χέρια του; αναρωτιόμουν. Μήπως να του φέρω μια χαρτοπετσέτα; Μα πριν προλάβω, άπλωσε και τα δυο του χέρια στο λευκό κρεβάτι του νοσοκομείου, σκουπίστηκε στα σεντόνια, χωρίς να το σκεφτεί καν, και συνέχισε να μιλάει. Έτσι φέρονται οι σταρ του κινηματογράφου; Μπορούν να κάνουν ό,τι γουστάρουν, σκέφτηκα».
Στο βιβλίο, ο Πατσίνο αναφέρεται επίσης σε ρόλους που αρνήθηκε, όπως αυτόν του Χαν Σόλο στον «Πόλεμο των Άστρων». Η μεγάλη επιτυχία του «Νονού» τον έκανε σταρ και τον ακολουθούσε για ένα διάστημα παντού. Επισκίαζε ό,τι κι αν έκανε. «Ήμουν εντελώς μπερδεμένος με την όλη αναταραχή», εκμυστηρεύεται ο ηθοποιός. «Μετά τον Νονό μου έδιναν οποιοδήποτε ρόλο. Μου πρόσφεραν τον ρόλο του Χαν Σόλο στο Star Wars (Ο Πόλεμος των Άστρων). Βρέθηκα, λοιπόν, να διαβάζω τον Πόλεμο των Άστρων. Έδειξα το σενάριο στον Τσάρλι. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα» του είπα. «Ούτε εγώ» μου απάντησε. Οπότε δεν δέχτηκα.»
Ο Πατσίνο μιλά ανοιχτά για τον εθισμό στο αλκοόλ και τις στιγμές που ένιωσε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Περιγράφει νύχτες μεθυσμένος, προετοιμασίες για ρόλους βουτηγμένες στο αλκοόλ, σχέσεις που διαλύθηκαν, και χρήματα που χάθηκαν. Ωστόσο πάντα στεκόταν ξανά στα πόδια του.
Σημειώνει ότι ένιωθε τη φήμη να τον επηρεάζει και να τον απομονώνει. Αντίθετα δεν ένιωθε ότι είχε τον σωστό τρόπο να αντιμετωπίσει την ένταση που την συνόδευε. Τα Όσκαρ ήταν ένα ακόμη πρόβλημα για εκείνον, μια αναγνώριση με την οποία έπρεπε κάποια στιγμή να συμφιλιωθεί.

Νταϊάν Κίτον και Αλ Πατσίνο στον «Νονό».
Υπήρξαν χρόνια που ο Πατσίνο είχε χρέη εκατομμυρίων δολαρίων. Όμως πάντα υπήρχε κάποιος να τον στηρίξει – φίλοι, γυναίκες, συνεργάτες βρίσκονταν σταθερά στο πλευρό του. Ξεχωριστή θέση στο βιβλίο έχουν οι Νταϊάν Κίτον, συμπρωταγωνίστριά του στον «Νονό», η Μπέβερλι Ντ’ Άντζελο, με την οποία ο Αλ Πατσίνο απέκτησε δύο παιδιά, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο τον οποίο αναγκαζόταν να ανταγωνιστεί καθώς συχνά έκαναν οντισιόν για τους ίδιους ρόλους.

Οι Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Αλ Πατσίνο στην προώθηση της ταινίας «Righteous Kill» το 2008. AP Photo/Michel Euler)
Παρά την περιστασιακή ανταγωνιστικότητα ανάμεσά τους, ο Πατσίνο σημειώνει ότι παραμένουν πάντα δεμένοι φίλοι μέσα από την αγάπη τους για την υποκριτική και τον κινηματογράφο. Θερμή φιλία ένωνε τον Αλ Πατσίνο και με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, την οποία θεωρούσε αληθινό θησαυρό, χάρη στην ομιλητικότητα και την κοινωνικότητά της.
Όσκαρ και αναγνώριση
Ο Αλ Πατσίνο, ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του καιρού μας, δεν έπαψε ποτέ να λατρεύει με πάθος την υποκριτική. Όταν ανακάλυψε το θέατρο έξω από τα όρια του Νοτίου Μπρονξ, γεννήθηκε για εκείνον ένας παντοτινός έρωτας. Όπως λέει και στο χαρακτηριστικό απόσπασμα που περιλαμβάνεται στο οπισθόφυλλο του Sonny Boy: «Η πύλη που άνοιξε δεν οδηγούσε σε καριέρα ούτε σε επιτυχία ή σε πολλά χρήματα, αλλά σε αιώνιο έρωτα. Σκέφτηκα: »Θέλω να κάνω αυτό το πράγμα για πάντα»».

@BOB GALBRAITH/ Associated Press
Στα μεγάλα πλατό του Χόλιγουντ γράφτηκε ένα καθοριστικό κεφάλαιο της ζωής του. Και όταν το Όσκαρ ήρθε το 1993 για την ερμηνεία του στο «Άρωμα γυναίκας», μετά από οκτώ υποψηφιότητες, ήταν το επιστέγασμα μιας σπουδαίας διαδρομής.
Όπως αναγνωρίζει ο Αλ Πατσίνο στο κεφάλαιο «Τη στιγμή που πίστευα ότι είμαι εκτός παιχνιδιού»: «Μόλις κερδίσεις Όσκαρ, όπου και να πας, ο κόσμος ξέρει ότι πέτυχες κάτι ξεχωριστό, και για καμιά βδομάδα σού συμπεριφέρεται ανάλογα. Υποθέτω ότι αυτός είναι και ο λόγος που γιορτάζουμε την Ημέρα της Μητέρας και του Πατέρα. Έχουμε την ανάγκη να μας επιβραβεύουν, χρειαζόμαστε μια ανταμοιβή για όλες τις δυσκολίες που βιώνουμε.
Σκεπτόμενοι τι έχει να προσφέρει η ζωή, πιθανότητα, άνθρωποι πιο σοφοί από μένα καθιέρωσαν αυές τις μικρές στιγμές χειροκροτήματος για όλους μας. «Έκανες καλή δουλειά. «Να σε χαιρόμαστε» και παράλληλα σου τσιμπάνε τα μάγουλα. «Στην ηλικία σου και περπατάς ακόμα, πω!πω!». Ή την Ημέρα του Πατέρα: «Σ’ ευχαριστώ, είσαι καταπληκτικός μπαμπάς». Νομίζω ότι αυτό το τελευταίο είναι γραμμένο σε ένα Όσκαρ-μινιατούρα που μου χάρισε ένα από τα παιδιά μου. Τέτοιες χειρονομίες μάς βοηθούν να βγάλουμε τη νύχτα, ή μια ολόκληρη ζωή».
INFO Η Επίσιμη Αυτοβιογραφία Al Pacino – Sonny Boy κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Key Books σε μετάφραση της Κατερίνας Μποσινάκη.