Δεν γνωρίζω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στον αποψινό τρίτο τελικό του πρωταθλήματος μπάσκετ μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού. Μακάρι όλα να κυλήσουν όπως πρέπει.
Όμως, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, το βέβαιο είναι ότι από τα όσα κωμικοτραγικά συνέβησαν στο ΣΕΦ, υπάρχουν ήδη δύο χαμένοι. Ο πρώτος είναι το ίδιο το άθλημα.

Εντάξει, το μπάσκετ δεν είναι –ούτε πρόκειται να γίνει– ποδόσφαιρο, αλλά το παρακολουθεί πολύς κόσμος. Και εντάξει, το πρωτάθλημα στο μπάσκετ δεν έχει την αξία του ποδοσφαιρικού, όμως όταν υπάρχει μάχη Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού, τα πράγματα μπαίνουν σε εντελώς διαφορετική βάση.

Δεν θα μπω στη συζήτηση για το αν ο κ. Γιαννακόπουλος –που από το Αμπού Ντάμπι άνοιξε βεντέτα με τους φιλάθλους του Ολυμπιακού και τη συνέχισε με βίντεο του στυλ «έρχομαι τώρα και στο ΣΕΦ να σας δείξω»– έπρεπε να είναι στο γήπεδο. Πραγματικά, δεν έχω ξαναδεί μεγαλομέτοχο ομάδας, σε έξαλλη κατάσταση, να κάνει χειρονομίες προς οπαδούς της αντίπαλης ομάδας, παρουσιάζοντας μια εικόνα ολόιδια με εκείνους που τον έβριζαν από την εξέδρα.

Και, ναι, θα μπορούσε να υπάρξει από τη διοίκηση του Ολυμπιακού μια έκκληση από τα μεγάφωνα, ώστε να σταματήσουν τα συνθήματα κατά του κ. Γιαννακόπουλου και της οικογένειάς του.

Προτιμώ να σταθώ στον δεύτερο και πιο μεγάλο χαμένο αυτής της υπόθεσης, που δεν είναι άλλος από την κυβέρνηση και την αποφασιστικότητά της. Αν κάποιος ανατρέξει στις δηλώσεις που έγιναν αμέσως μετά τα επεισόδια και σε όσες ακολούθησαν τις επόμενες μέρες, μπορεί εύκολα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση –για να χρησιμοποιήσω μπασκετικούς όρους– επιχείρησε να βγει στον αιφνιδιασμό με σκοπό να βάλει τρίποντο, αλλά τελικά «έφαγε» μια μεγαλοπρεπέστατη τάπα.

Αμέσως μετά τα θλιβερά γεγονότα, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, σε αυστηρό ύφος, έκανε λόγο για αξιόποινες συμπεριφορές παραγόντων. Τονίζω, το αξιόποινες. Ωραία. Ποιοι είναι οι παράγοντες που προέβησαν σε αυτές τις πράξεις; Και γιατί αυτές οι αξιόποινε , κατά τον υπουργό, πράξεις, δεν διώχθηκαν;

Όπως και να έχει, το μήνυμα που τελικά πέρασε στον κόσμο είναι πως άλλο είναι ο απλός πολίτης κι άλλο ο παράγοντας. Αν είσαι παράγοντας, μπορείς να χειρονομείς, να προκαλείς και γενικώς να ασχημονείς, χωρίς καμία επίπτωση. Δηλαδή, δύο μέτρα και δύο σταθμά για τον νόμο, για τον οποίο υποτίθεται ότι είμαστε όλοι ίσοι. Ξέραμε τη βουλευτική ασυλία, που επιτρέπει στους βουλευτές να λένε ό,τι θέλουν, καλυπτόμενοι πίσω της – τώρα μάθαμε ότι ασυλία έχουν και οι παράγοντες, για να κάνουν και να λένε ό,τι τους καπνίσει.

Ας πάμε, όμως, στον μεγάλο χαμένο που δεν είναι άλλος από την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης. Μιλάμε για μια απίστευτη πολιτική και επικοινωνιακή τραγωδία. Στην αρχή, το Μέγαρο Μαξίμου εμφανίστηκε σκληρό, αποφασισμένο να τραβήξει αυτιά. Βγαίνει ο αρμόδιος υπουργός –υποθέτω με τις ευλογίες του Πρωθυπουργού– και στέλνει τελεσίγραφο στους μεγαλομετόχους των δύο ομάδων: Ή κάθεστε στο ίδιο τραπέζι ή τέλος το πρωτάθλημα.

Των δηλώσεων του υπουργού ακολούθησε ένα μπαράζ αναρτήσεων στο διαδίκτυο από γνωστούς και άγνωστους κυβερνητικούς «παπαγάλους», που άφηναν να εννοηθεί ότι ο κ. Μητσοτάκης θα το κάνει όπως η Θάτσερ. Θα τους βάλει –για να το πω λαϊκά– τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι.

Όλος αυτός ο «τσαμπουκάς» της κυβέρνησης κράτησε λιγότερο από 24 ώρες. Οι παράγοντες αρνήθηκαν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και το αφήγημα της αποφασιστικότητας μετατράπηκε σε «τουλάχιστον να μη γελοιοποιηθούμε». Έτσι, αρχικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης και στη συνέχεια ο αρμόδιος υπουργός –όπως λέγεται και στη γλώσσα της εξέδρας– «το γύρισαν στην παλαβή». Το μήνυμα άλλαξε και από το «ή μαζί στο τραπέζι ή τέλος το πρωτάθλημα» έγινε «ελάτε έστω και χώρια, μην εκτεθούμε εντελώς».

Έτσι και έγινε, και σώθηκε(;) το πρωτάθλημα στο μπάσκετ. Όμως το έργο της κυβέρνησης «είμαστε αποφασισμένοι» δέχθηκε μια μεγαλοπρεπέστατη τάπα που το μετέτρεψε από ταινία δράσης σε κωμωδία. Μένει να δούμε πώς θα τελειώσει το πρωτάθλημα.