Ανατρέχοντας στην σχέση Βατικανού – οπτικοακουστικού θεάματος θα δούμε ότι οι ταινίες, όπως και οι σειρές, που έχουν αποπειραθεί να ασχοληθούν με το περίφημο ζήτημα της ανάδειξης νέου Πάπα της Ρώμης, έχουν προσφέρει ελκυστικές ιστορίες, όπως, για παράδειγμα συνέβη με τις δύο σχετικά πρόσφατες σειρές «The Young Pope» και «The New Pope» με τους Τζουντ Λο και Τζον Μάλκοβιτς, ή με την ταινία του Φερνάντο Μεϊρέλες «Οι δύο Πάπες» όπου πρωταγωνιστούν οι Τζόναθαν Πράις και Αντονι Χόπκινς στους ρόλους του τίτλου.
Ωστόσο, στο ανά χείρας κείμενο εστιάζουμε σε δύο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες, που αναδεικνύοντας τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, το δράμα και το χιούμορ, είναι – ίσως – οι πιο αντιπροσωπευτικές που έχουν γυριστεί μέχρι σήμερα επί του θέματος. Και προσφέρουν στον θεατή μια σφαιρική εικόνα για το τι πραγματικά μπορεί να συμβαίνει στα άδυτα του Βατικανού για την εκλογή νέου Πάπα.
Κατάσταση πολιορκίας
Η μία είναι το περσινό «Κονκλάβιο» (Conclave, Αγγλία/ΗΠΑ) όπου ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους κληρικούς για την ανάδειξη του νέου Πάπα της Ρώμης θα είναι ένας «κανονικός πόλεμος». Ο χαρακτηρισμός ακούγεται μέσα στην ίδια την ταινία που γύρισε ο Γερμανός σκηνοθέτης Εντουαρντ Μπέργκερ, γνωστός από την πρόσφατη, σπουδαία κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο».
Όπως επίσης ακούγεται στην υποψήφια για οκτώ Οσκαρ φέτος ταινία (κέρδισε στην κατηγορία του καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου), η εκλογή του Πάπα, ως διαδικασία δεν μοιάζει να διαφέρει και τόσο από τον πόλεμο που λαμβάνει χώρα στην πολιτική για την ανάδειξη του αρχηγού ενός κράτους ή ακόμα ενός κόμματος σε οποιαδήποτε χώρα. Μπαλαντέρ σε όλα αυτά ο πρωτοπρεσβύτερος (πολύ καλός ο Ρέιφ Φάινς) που είναι και ο ίδιος (χωρίς να το θέλει) υποψήφιος και προσπαθεί να συντονίσει το …χάος όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμα κρατώντας τις ισορροπίες στους «πολιορκημένους» υποψήφιους που μάχονται αδυσώπητα μεταξύ τους.
Χάος στην κυριολεξία. Το ότι εν προκειμένω η αρένα της «μάχης» είναι η Καθολική Εκκλησία, που με την σειρά της κάποια σχέση θα πρέπει να έχει με την… θρησκεία (άρα με την πνευματικότητα), είναι ζήτημα εντελώς άνευ σημασίας. Πέρα από κάποιες εξαιρέσεις που το μόνο που κάνουν είναι να επιβεβαιώσουν τον κανόνα, καμία πνευματικότητα δεν θα βρεις ανάμεσα στην «ανθρωποφαγία» των αντίπαλων στρατοπέδων των υποψηφίων, την ώρα που οι ίδιοι οι ψηφοφόροι αλλάζουν γνώμη ανάλογα με την περίσταση.
Και αυτή βέβαια είναι η ουσία της ταινίας: με άλλοθι την θρησκεία γινόμαστε μάρτυρες σε ένα ρινγκ προσωπικών φιλοδοξιών, συμφερόντων, σκανδάλων όπως οι εξαγορές ψήφων, τα κτυπήματα κάτω από την μέση, η λασπολογία κ.ο.κ.
Στο «Κονκλάβιο» υπάρχουν στιγμές που το Βατικανό δεν διαφέρει από χώρο σύσκεψης… μεγαλομαφιόζων που στοχεύουν στην απόλυτη εξουσία (ανάμεσα στους ιερείς που διεκδικούν τον θρόνο, οι Τζον Λίθγκοου, Σέρτζιο Καστελίτο και Στάνλεϊ Τούτσι). Από μόνα τους βέβαια όλα αυτά είναι υπέρ αρκετά για να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον σου στην θεατρικής δομής συναρπαστική τούτη ταινία που συχνά σου δίνει την εντύπωση θρίλερ μυστηρίου χωρίς πτώματα.
H ματιά του Μορέτι
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο κινηματογράφος επέλεξε τον δρόμο της κωμωδίας προκειμένου να μιλήσει… σοβαρά για την Καθολική Εκκλησία, και το «Έχουμε Πάπα!» (Habemus Papam, Ιταλία) του Νάνι Μορέτι αυτό ακριβώς καταφέρνει. Μέσα από την υπερβολή (που φλερτάρει επικινδύνως με τη φάρσα), ο ιταλός δημιουργός, το 2011, έφτιαξε την (ως τότε) απόλυτη ταινία Βατικανού, διασκεδαστική, έξυπνη και συγχρόνως σοβαρή, μελαγχολική μα και αθώα, όπως σχεδόν όλες του.
Κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του ψυχαναλυτή που μπαίνει στο Βατικανό προκειμένου να αναλάβει την περίπτωση του νεοεκλεγέντος Πάπα (Μισέλ Πικολί) όταν ο τελευταίος αρνείται να απευθυνθεί στο κοινό ως είθισται μετά την εκλογή του, ο Μορέτι επιτρέπει στην ταινία του να εκτροχιαστεί και να αποκτήσει μια παράξενη παιδικότητα η οποία ποτέ δεν την ακυρώνει.
Η μηχανή της κωμωδίας του Μορέτι λειτουργεί από πολύ νωρίς αποτελεσματικά. Οταν ο ψυχαναλυτής έρχεται στο Βατικανό, παίρνει οδηγίες από τους καρδινάλιους σε σχέση με το τι πρέπει να ρωτήσει και τι… όχι. Οταν ο Πάπας ζητά να βγει στον δρόμο και στη συνέχεια ξεφεύγει για να αναζητήσει το παρελθόν του, ο ψυχαναλυτής φυλακίζεται στο Βατικανό γιατί απαγορεύεται να έρθει σε επικοινωνία με τον έξω κόσμο αν πρώτα δεν βρεθεί ο εξαφανισμένος Πάπας. Βλέπουμε τους ιερείς να παίζουν πρωτάθλημα βόλεϊ χωρισμένοι σε ηπείρους, να κάνουν πλάκες, να κουτσομπολεύουν. Εν τω μεταξύ στον δρόμο ο Πάπας είναι ένα τίποτε. Κανείς δεν τον αναγνωρίζει και η ελευθερία του γίνεται ασφυκτική και αδιέξοδη.
Το ίδιο αποτελεσματικά όμως λειτουργεί η κάθε άλλο παρά αστεία θέση της ταινίας: ό,τι και να γίνει στη ζωή σου, είναι προτιμότερο να μη χάσεις ποτέ τον εαυτό σου. Ο νέος Πάπας δεν πιστεύει στον εαυτό του για τη θέση που του έχουν δώσει και ακριβώς επειδή το δείχνει, ενδεχομένως να είναι ο καταλληλότερος για αυτήν. Η φυγή του τον βοηθά να ξαναβρεί για λίγο όλα όσα μέσα στο Βατικανό είχε χάσει και ξεχάσει. Τη ζωή, την τραγωδία, το γέλιο, τον ήλιο, την επαφή με τον κόσμο. Αλλά και πάλι, πού έχει να πάει;