Τι συμβαίνει με το κινηματογραφικό τοπίο στην Αθήνα; Υπάρχει περίπτωση να βρεθεί μία λύση στη συνεχή αιμορραγία κινηματογραφικών αιθουσών και πολιτισμού στο κέντρο της πόλης; Χάνεται ένα μέρος της πολιστικής μνήμης της πόλης όταν τα σινεμά παθαίνουν… rebranding ή μετατρέπονται το ένα μετά το άλλο σε θέατρα;
Με αφορμή την αυριανή σημαντική εκδήλωση του Ινστιτούτου Γκαίτε για τον αστικό εξευγενισμό και την τουριστικοποίηση των ευρωπαϊκών πόλεων που ροκανίζει τον πολιτιστικό ιστό της αστικής ζωής, η αρχαιολόγος και ιδιοκτήτρια των κινηματογράφων Αθηναία, Ριβιέρα, VOX και Ααβόρα, Πέγκυ Ρίγγα, μιλάει στο ΒΗΜΑ για τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το πολύπαθο κινηματογραφικό τοπίο της Αθήνας, καθώς και για τις πιθανές πρωτοβουλίες ανάκαμψης του.
Αν και απέχουμε πολύ από την εξεύρεση λύσης για τα σινεμά του αθηναϊκού κέντρου που χάνονται και καμιά φορά όταν επανέρχονται, η επαναφορά τους έχει τη μορφή θεατρικών σκηνών, η πρώτη εκδήλωση της σειράς Heritage in Focus (Η κληρονομιά στο επίκεντρο) την Τετάρτη 27 Νοεμβρίου του Ινστιτούτου Γκαίτε (Goethe-Institut Athen), φέρνει στο προσκήνιο το φαινόμενο της πολιτισμικής αποδυνάμωσης των ευρωπαϊκών πόλεων ως αντικείμενο συζήτησης και έρευνας.
Το πάνελ των ομιλητών με το παράδειγμα της Αθήνας και του Βερολίνου που διέσωσε την κουλτούρα των βερολινέζικων κλαμπ εντάσσοντάς αυτά στην άυλη παγκόσμια κληρονομιά, είναι δυναμικό.
Συμμετέχουν η πρόεδρος της Επιτροπής των Κλαμπ του Βερολίνου Marcel Weber, η καλλιτέχνιδα Linda Paganelli (που αυτή τη στιγμή παρουσιάζει έκθεση με θέμα τον αστικό εξευγενισμό στο Stadtmuseum Berlin), η αρχιτέκτονας και καλλιτέχνιδα από την Αθήνα Σοφία Ντώνα, η θεωρητικός του κινηματογράφου και πρόεδρος της Ταινιοθήκης Ελλάδος Μαρία Κομνηνού, καθώς και η αρχαιολόγος και ιδιοκτήτρια κινηματογράφων Πέγκυ Ρίγγα.
Συντονίστρια της συζήτησης είναι η δημοσιογράφος επί πολιτιστικών θεμάτων Cathryn Drake. Οι ομιλητές θα αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους γύρω από «τη δυναμική του αστικού εξευγενισμού (το γνωστό gentrification) και της ολοένα μεγαλύτερης πίεσης των επενδυτών αλλά και ενός όλο και πιο εμπορικού διεθνούς τουρισμού.»
Αθηναϊκά σινεμά και σχέδια για το μέλλον
Εδώ και καιρό, η απώλεια των μονών κινηματογραφικών αιθουσών στο κέντρο της Αθήνας είναι μια πληγή που συνεχίζει να αιμορραγεί με συνεχείς απώλειες που δεν θα επουλωθούν σύντομα. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούν οι χρονοβόρες διαδικασίες της αποκατάστασης και ανακαίνισης του διατηρητέου Μεγάρου Σλήμαν-Μελά που μετά από την επιτυχημένη έκθεση «wanderlust/all passports», η οποία ολοκληρώθηκε προχθές στις 24 Νοεμβρίου, έκλεισε πλέον μέχρι να περαιωθεί το επενδυτικό πρόγραμμα του Oμίλου Mitsis που δραστηριοποιείται στον τουρισμό. Μέρος του Μεγάρου είναι και το διατηρητέο σινεμά Ιντεάλ, το οποίο σφράγισε την είσοδό του πριν από περίπου ένα χρόνο. Όταν ανοίξει, θα αποτελεί μέρος ενός αναμορφωμένου πολυχώρου και ξενοδοχειακού συγκροτήματος.
Η αποχώρηση του Ιντεάλ από την κινηματογραφική Αθήνα έρχεται να προστεθεί στα φαντάσματα του Αττικόν και του Απόλλωνα που σιωπούν εδώ και 12 χρόνια (πάμε για τα 13 τον Φεβρουάριο του 2025 στη μαύρη επέτειο του άγριου βανδαλισμού της πρωτεύουσας την περίοδο των μνημονίων). Ο επενδυτής που μίσθωσε το συγκρότημα της Σταδίου, το οποίο ανήκει στον Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία και φιλοξενεί τους κινηματογράφους, ο Όμιλος Άτρια, προχωρά στην ανάπλασή του. Απομένει να δούμε πότε και πώς οι κινηματογραφικές αίθουσες, κηρυγμένες ως διατηρητέες το 2019, θα επανέλθουν σε λειτουργία. Παράλληλα, οι απώλειες εμβληματικών σινεμά σε γειτονιές της πόλης, συνεχίζονται, με χαρακτηριστική περίπτωση το κλείσιμο του Σινέ ΠΑΛΑΣ στο Παγκράτι για τη μετατροπή του οποίου σε σουπερμάρκετ ή όχι, έγινε μεγάλη συζήτηση φέτος το καλοκαίρι.
«Το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να κηρυχθούν διατηρητέες οι εναπομείνασες παραδοσιακές χειμερινές αίθουσες» προτείνει στο πλαίσιο της κουβέντας μας η κ. Ρίγγα, η οποία ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση μετά το θάνατο του πατέρα της το 2013 και σήμερα λειτουργεί τρία θερινά σινεμά (Αθήνα, Ριβιέρα, VOX) και ένα χειμερινό (Ααβόρα).
Όπως παρατηρεί η ίδια: «Η Αθήνα εξέρχεται από μία παρατεταμένη κρίση άνω των δέκα χρόνων. Και εκεί που πήγαμε να βρούμε κάποια ισορροπία, προέκυψε η πανδημία και μετά το gentrification και η τουριστικοποίηση. Και χάνονται οι κινηματογράφοι, γίνονται μαγαζιά, ξενοδοχεία και φαγάδικα. Οι παροχές προς τους τουρίστες είναι μονοκαλλιέργεια πλέον. Τα θερινά σινεμά την έχουν γλιτώσει γιατί είναι τουριστικό προϊόν. Και δεν σας κρύβω ότι κι εγώ το καλοκαίρι κάποιες από τις επιλογές που κάνω, είναι απεύθυνση προς τους τουρίστες. Δηλαδή, αν έχω να προβάλλω δύο ταινίες που θεωρώ ότι θα ταιριάζουν στο ύφος του κινηματογράφου και η μία είναι στα αγγλικά ενώ η άλλη είναι στα φιλανδικά, θα προτιμήσω να προβάλω αυτή που είναι στα αγγλικά.»
Διατηρητέες χειμερινές αίθουσες, χαμηλά ενοίκια, κινηματογραφική παιδεία
Βεβαίως 47 θερινά σινεμά της Αθήνας είναι κηρυγμένα διατηρητέα. Η Πέγκυ Ρίγγα, κόρη του αιθουσάρχη Θόδωρου Ρίγγα που είχε πρωτοστατήσει ως πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Επαγγελματιών Θερινών Κινηματογράφων σε συνεργασία με τη Μελίνα Μερκούρη στην κήρυξη των θερινών σινεμά ως διατηρητέων, προκρίνει μία ανάλογη πρωτοβουλία που θα δώσει το φιλί της ζωής και στις μονές χειμερινές αίθουσες της Αθήνας.
«Το μόνο που μας σώζει, έτσι όπως εξελίσσεται η κατάσταση, είναι να κηρυχθούν διατηρητέες οι εναπομείνασες παραδοσιακές χειμερινές αίθουσες»
«Έτσι όπως εξελίσσεται η κατάσταση, λόγω και του αδηφάγου – θα έλεγα – ενδιαφέροντος από την πλευρά των θεατρικών επιχειρηματιών να μετατρέπονται οι κινηματογράφοι σε θέατρα, η λύση είναι να κηρυχθούν διατηρητέες οι εναπομείνασες παραδοσιακές χειμερινές αίθουσες», λέει η κ. Ρίγγα.
«Πραγματικά δεν υπάρχει κάτι άλλο που μπορεί να γίνει. Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα που έχω ακούσει, ένα από αυτά είναι ότι δεν μπορείς να δεσμεύεις την περιουσία του ιδιοκτήτη. Δεν γίνεται να μην μπορεί εκείνος να διαχειριστεί το ακίνητο που φιλοξενεί την κινηματογραφική αίθουσα, όπως θέλει. Τα περισσότερα όμως από αυτά τα ακίνητα, ειδικά αυτά που είναι στο κέντρο της Αθήνας, ανήκουν στο Δημόσιο.
Τότε, μήπως μέσα στο πνεύμα που θέλει τον κινηματογράφο να είναι μέρος του πολιτισμού, θα πρέπει να σωθούν και οι μονές αίθουσες; Έστω και με τη «θυσία» της ιδιοκτησίας. Επιπλέον οι αίθουσες πρέπει να έχουν και χαμηλό ενοίκιο προκειμένου να μπορούν να ανταποκριθούν στα αυξημένα κόστη της ενέργειας.», παρατηρεί η αιθουσάρχης.
Η κ. Ρίγγα προσπαθεί να βρει μια λύση αυτή την εποχή καθώς το Ααβόρα παραμένει κλειστό, μετά από μια διαρροή σωλήνων στην πολυκατοικία που φιλοξενεί τον κινηματογράφο. Η αναστολή της λειτουργίας του δημοφιλούς σινεμά στη γειτονιά της Ιπποκράτους, καθυστερεί και την ανακαίνισή του. Ελπίζοντας σε μια εξεύρεση λύσης σύντομα, μας λέει ότι την προσεγγίζουν πολλοί ζητώντας το Ααβόρα για θέατρο.
«Καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι το μόνο ενδιαφέρον για έναν κεντρικό κινηματογράφο που παραμένει κλειστός είναι η μετατροπή του σε θέατρο και όχι η διατήρησή του ως κινηματογραφική αίθουσα. Αν ανοίξετε το Αθηνόραμα αυτή τη στιγμή γράφει: Κινηματογράφοι 41. Μάλιστα ένας από αυτούς είναι και θερινός, είναι το Ατενέ που παραμένει ακόμα ανοιχτό. Το καλοκαίρι οι κινηματογράφοι ήταν πάνω από 110 στην Αθήνα. Βέβαια στον αριθμό 40 των κινηματογράφων δεν συνυπολογίζονται οι οθόνες των multiplex. Ωστόσο ο αριθμός των σινεμά σε σχέση με το καλοκαίρι είναι τρομακτικός.», διαπιστώνει η κ. Ρίγγα.
Αλλαγές στον χάρτη της πόλης
Τα τελευταία χρόνια που το κινηματογραφικό τοπίο της Αθήνας έχει αλλάξει ριζικά, η ίδια θεωρεί τον εαυτό της τυχερό, γιατί διαχειρίζεται τρία θερινά σινεμά και ένα χειμερινό. Όπως σημειώνει, όλα τα σινεμά που έκλεισαν από την πανδημία και μετά, δεν έκλεισαν επειδή το θέλησαν οι οικογενειακές επιχειρήσεις που τα διαχειρίζονταν, αλλά οι ιδιοκτήτες.
Κι ενώ τα κινηματογραφικά τοπόσημα της πόλης λιγοστεύουν, υπάρχει και το φαινόμενο της αλλαγής του ονόματος ενός κινηματογράφου όταν οι επιχειρηματίες που τα αναλαμβάνουν αποφασίζουν να προσδώσουν στην αίθουσα τη σφραγίδα του δικού τους brand.
Αλλάζει ο χάρτης της πόλης και σύντομα δεν θα μπορούμε να συνεννοηθούμε οι Αθηναίοι μεταξύ μας;
Η Πέγκυ Ρίγγα είναι εναντίον αυτών των αλλαγών καθώς συντελούν στην απώλεια της πολιτιστικής μνήμης της πόλης: «Θεωρώ απαράδεκτη την αλλαγή των ονομάτων των κινηματογράφων. H Ανδόρα έγινε Newman και η Αλεξάνδρα, Cinobo Πατησίων, το οποίο μόνο σύγχυση φέρνει στις καταχωρήσεις των εφημερίδων, όταν γράφουν Newman (πρώην Ανδόρα) και Cinobo Πατησίων (πρώην Αλεξάνδρα). Μιλάμε για σινεμά που έχουν από 50 έως 70 χρόνια στην πλάτη τους και τους αλλάζουν ξαφνικά το όνομα για ένα brand. Το rebranding μπορεί να γίνει διαφορετικά, όχι με την αλλαγή του ονόματος.»
Ας μην τα βλέπουμε όμως όλα μαύρα. Το σινεμά έχει περάσει πολλές φουρτούνες, τώρα υποφέρει από την υπερπροσφορά οθονών σε κάθε νοικοκυριό. Στο παρελθόν είχε να αντιμετωπίσει την έλευση του βίντεο στην αγορά της οικιακής ψυχαγωγίας, μετά τα ιδιωτικά κανάλια στην ελληνική τηλεόραση, στη συνέχεια την πειρατεία και το downloading, ακολούθως τις πλατφόρμες streaming που ανέκαμψαν δυναμικά μετά την πανδημία του COVID. Ο κόσμος κλείστηκε μέσα και όταν ξαναβγήκε κατέκλυσε τα θέατρα, όχι τα σινεμά (αυτό μόνο το καλοκαίρι). Για να ξεπεράσει όμως το σινεμά και αυτή την κρίση, χρειάζεται οπωσδήποτε στήριξη από την πολιτεία.
«Εκτός από το να κηρυχθούν διατηρητέες οι κινηματογραφικές αίθουσες και να έχουν και ένα λογικό ενοίκιο για να επιβιώσουν, πρέπει να ενταχθεί στη σχολική εκπαίδευση η κινηματογραφική παιδεία ώστε να πηγαίνουν οι μαθητές στην κινηματογραφική αίθουσα. Η κινηματογραφική εμπειρία είναι διαφορετική κάθε βράδυ, όπως συμβαίνει και στο θέατρο, γιατί αλλάζει το κοινό και ως εκ τούτου αλλάζει η αίσθηση της συλλογικής ψυχαγωγίας», επιμένει η κ. Ρίγγα.
Όπως θυμάται η ίδια, την εποχή της ισπανικής γρίπης στις ΗΠΑ (1918-1920), που επίσης έπληξε τα σινεμά, σημειώθηκε μεγάλη αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των κινηματογράφων, καθώς τα μεγάλα αμερικανικά στούντιο ανέλαβαν τις κινηματογραφικές αίθουσες από τις οικογενειακές επιχειρήσεις.
«Άλλαξε άρδην το τοπίο και μέχρι να σταθεροποιηθεί μεσολάβησαν αρκετά χρόνια. Περνάμε και τώρα μία μεταβατική φάση μέχρι να επέλθει ισορροπία. Ίσως θα πρέπει να διδαχθούμε από το παράδειγμα των κινηματογράφων στην Αμερική την περίοδο της ισπανικής γρίπης και να μη μας ξενίζει αυτό που συμβαίνει στην Αθήνα σήμερα. Τότε όλα τα σινεμά πέρασαν στην ιδιοκτησία των μεγάλων στούντιο. Μέχρι τότε κυριαρχούσε το μοντέλο των παραδοσιακών μονών αιθουσών που υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα με τις οικογενειακές επιχειρήσεις που τα διαχειρίζονται. Ας μην περάσουμε στο άλλο άκρο, να γίνουν όλα corporate και μπίζνες.»
INFO HERITAGE IN FOCUS – Η κληρονομιά στο επίκεντρο. Μια σειρά εκδηλώσεων του Goethe–Institut Athen σε συνεργασία με το Humboldt Forum. Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης «Χώροι μουσικής και κινηματογράφου σε κίνδυνο» την Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024 στο Goethe–Institut Athen, στις 20.30.