«Μιλήστε», λένε. «Σπάστε τον φόβο», λένε. «Βρείτε θάρρος», λένε. Μόνο να λένε ξέρουν. Αρνήθηκα να ακούσω το ηχητικό απόσπασμα της γυναικοκτονίας της Κυριακής Γρίβα.
Πάτησα το κουμπί της σίγασης κι όμως ακούω μέσα στα αυτιά μου τη φωνή της. Ακούω το ουρλιαχτό της. Το ακούω, το ορκίζομαι. Ακούω εκείνο το παραλυτικό «χάνομαι» και νιώθω -τι ύψιστη λέξη το νιώθω- το σώμα μου να τείνει προς τα μέσα. Να μαζεύεται, να συρρικνώνεται, να επιστρέφει σε θέση εμβρυακή για να προστατευθεί.
Το «χάνομαι» της Κυριακής αλλάζει ηχόχρωμα. Ξαφνικά είναι το «χάνομαι» της Νίνας, της Γεωργίας, της Ελένης, της Άννας, της Αναστάζια, της Εύας, της Βίκυς, της Άιντα, της Κατερίνας.
Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, επανέλαβε ότι υπάρχει πρωτόκολλο με συγκεκριμένες ενέργειες που οφείλουν οι αστυνομικοί να ακολουθούν όταν έχουν μπροστά τους μια γυναίκα που κινδυνεύει.
«Θα δούμε αν τηρήθηκε. Είναι σύγχρονο και πολύ πρόσφατο και συντάχθηκε μαζί με τους εισαγγελείς και με οργανώσεις, κυρίως ΜΚΟ», ανέφερε.
Είναι τόσο σύγχρονο και τόσο πρόσφατο που μάλλον στο Αστυνομικό Τμήμα των Αγίων Αναργύρων δεν είχαν προλάβει να το διαβάσουν οπότε με ένα αυτοσχεδιαστικό σχήμα οδήγησαν την Κυριακή στον βέβαιο θάνατο, ως ένα «τιμητικό παράσημο» γιατί τα έκανε όλα σωστά.
Πώς είναι δυνατόν να διώχνεις μια γυναίκα από από το τμήμα όταν σου λέει ότι ο πρώην -κακοποιητικός- σύντροφός της είναι κάτω από το σπίτι της κι εκείνη φοβάται να επιστρέψει; Πώς είναι δυνατόν η αστυνομία να της λέει να πάρει την αστυνομία για να βρει περιπολικό;
Περιπολικό που δεν υπήρχε, αλλά υπήρχε σύμφωνα με παραδοχή της ΕΛ.ΑΣ. Πώς είναι δυνατόν να στέκεσαι με τέτοια τρομακτική αδιαφορία απέναντι σε έναν άνθρωπο που σε έχει καλέσει, ως τον καθ’ ύλην αρμόδιο, για να τον προστατεύσεις;
-«Να στείλω περιπολικό στο σπίτι σας για τον πρώην;»
-«Όχι είμαι στο τμήμα και θέλω να πάω σπίτι και φοβάμαι να πάω μόνη μου. Τον είδα. Περιμένει έξω από την πόρτα».
-«Ωραία, το περιπολικό δεν είναι ταξί. Θα στείλω άμα θέλετε στο σπίτι σας».
Μακάρι το περιπολικό να ήταν ταξί. «Θα σας παρακαλούσα να με περιμένετε να μπω στην πόρτα και μετά να φύγετε, αν μπορείτε. Πήγαινε κορίτσι μου και μην φοβάσαι. Θα σε περιμένω και να κλειδώσεις. Καλό σου βράδυ».
Μέσα από την τζαμαρία της εισόδου πάνω από τα γραμματοκιβώτια τον βλέπω να μου σηκώνει το χέρι. Κουνάω το κεφάλι και τον ευχαριστώ ξανά για τα δύο λεπτά υπομονής.
Μια μικρή καθυστέρηση για την επόμενη δική του κούρσα, μια τεράστια ανακούφιση για όλα εκείνα τα κορίτσια που χρειάστηκαν μια βοήθεια που τους προσφέρθηκε απλόχερα μέχρι να περάσουν το κατώφλι της πόρτας τους, υπό την εποπτεία ενός αγνώστου ανθρώπου.
Ενός ανθρώπου που ίσως στο σπίτι τον περίμενε η κόρη του και ήξερε πώς είναι να φοβάται. Ίσως και όχι. Δεν είναι ήταν ποτέ προαπαιτούμενο ενσυναίσθησης το προσωπικό βίωμα.
Ζούμε σε μια κοινωνία με ένα ανύπαρκτο σύστημα προστασίας, έχοντας απέναντί μας πλήρως απρόθυμους -και ανίκανους πολλές φορές- υπεύθυνους να μας βοηθήσουν.
Η Κυριακή ήρθε αντιμέτωπη με την εξοργιστική αδράνεια των αρχών, ολωσδιόλου ενδεικτική της απαξίωσης που δεχόμαστε διαρκώς με τις ευθύνες να μετακυλίονται στο θύμα γιατί προκάλεσε και τα ‘θελε και τα ‘παθε.
Τι έκαναν οι αστυνομικές αρχές για να προστατεύσουν τη ζωή της; Τίποτα.
Για λόγους ασφαλείας η κλήση καταγράφεται.