Με αφετηρία την -προ λίγων ημερών- ενεργοποίηση της διαδικτυακής πλατφόρμας εκδήλωσης ενδιαφέροντος από τα εγγεγραμμένα μέλη για το ενδεχόμενο συμμετοχής του στις προκριματικές διαδικασίες κατάρτισης του ευρωψηφοδελτίου, ο ΣΥΡΙΖΑ εισήλθε επισήμως πλέον σε καθεστώς εκστρατείας για την πρώτη, μεγάλη, εκλογική μάχη της θητείας Κασσελάκη.

Ναι μεν ο Στ. Κασσελάκης ήταν πρόεδρος του κόμματος κατά την περίοδο διεξαγωγής των αυτοδιοικητικών εκλογών του Οκτωβρίου, πανηγυρίζοντας μάλιστα για τις «νίκες» των Δούκα (Αθήνα), Αγγελούδη (Θεσσαλονίκη) και Κουρέτα (Θεσσαλία) διότι ηττήθηκε ο κυβερνητικός μηχανισμός, εντελώς διαφορετικός όμως ήταν ο ταυτοτικός χαρακτήρας εκείνης της διαδικασίας. Και φυσικά εντελώς διαφοροποιημένο το νέο διακύβευμα, όπως άλλος και ο πολιτικός αντίκτυπος αυτής που έρχεται τον προσεχή Ιούνιο.

Το ευρωπαϊκό μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ

Στην Κουμουνδούρου γνωρίζουν (και δεν το κρύβουν) ότι από την έκβαση εξαρτάται -ολωσδιόλου- το μέλλον της παράταξης. Αφότου εξελέγη ο 35χρονος επιχειρηματίας στην ηγεσία του, ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει μ’ εκείνη τη βάρκα που βρίσκεται στη μέση ενός ποταμού, πλέει σε μάλλον θολά και αχαρτογράφητα νερά χωρίς να έχει κατασταλάξει ποια κατεύθυνση οφείλει να διαλέξει έτσι ώστε να φτάσει σ’ ένα ασφαλές λιμάνι.

Καταστατικά ο ΣΥΡΙΖΑ συνιστά μια δύναμη αριστερού ευρωπαϊσμού κι οι δύο εκπρόσωποι που του έχουν απομείνει πλέον (Κ. Αρβανίτης, Ελ. Κουντουρά) για διαφορετικούς λόγους αποτελούν κλαδιά του European LEFT, του οποίου το κόμμα αποτελεί ιδρυτικό μέλος από το 2004.

Μέχρι τις εσωκομματικές διεργασίες του περασμένου φθινοπώρου και τη μεγάλη έξοδο στελεχών του ριζοσπαστικού τμήματος, εκ του οποίου συγκροτήθηκε η Νέα Αριστερά, η συνθήκη ήταν αδιαπραγμάτευτη. Ουδέποτε, δημοσίως τουλάχιστον, είχε εξεταστεί οτιδήποτε άλλο από τη στήριξη μιας Ευρώπης που αποκρούει τον νεοφιλελευθερισμό και τον νεο-συντηρητισμό «ως συνολική αντίληψη εξουσίας».

Η στροφή προς στο κέντρο

Ω καιροί, ω ήθη όμως. Να δηλαδή που, ιδίως μετά την πιο πρόσφατη χρονικά συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, εισήλθε στην ατζέντα της Κουμουνδούρου η εκδοχή του επαναπροσδιορισμού της ευρωπαϊκής πυξίδας του ΣΥΡΙΖΑ και μιας ενδεχόμενης μετατόπισής του προς τον διευρυμένο κεντροαριστερό χώρο.

Σε κάθε άλλη περίπτωση η ένταξη τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, ύστερα από πρόταση της τριανδρίας Γ. Ραγκούση – Κ. Ζαχαριάδη – Θ. Θεοχαρόπουλου, θα είχε καεί στην πυρά ως ένα αμαρτωλό έγγραφο.

Αντί όμως ν’ αφοριστεί μεμιάς, παραπέμφθηκε προς συζήτηση στο κομβικό Συνέδριο του Φεβρουαρίου. Ένα Συνέδριο που στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ευαγγελίζονται ως ευκαιρία «ανασυγκρότησης, αναστοχασμού και επανεκκίνησης». Άρα κάθε πρόταση είναι διαπραγματεύσιμη – ουχί απορριπτέα, όπως είχε διευκρινιστεί στη συνεδρίαση της ΚΕ. Γι’ αυτό και εισήλθε στην ημερήσια διάταξη.

Γιατί δεν ισχύουν οι αφορισμοί

Αντιστοίχως στα συμπεράσματα του Οργάνου είχε υπογραμμιστεί με έντονα γράμματα η ανάγκη «ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ως το μεγαλύτερο κόμμα του προοδευτικού χώρου στην Ελλάδα κι ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη, να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο». Όλο αυτό εντός «μιας ενωμένης Ευρώπης λαών και πολιτών», στην οποία η παράταξη θα λειτουργεί ταυτόχρονα «ως μια γέφυρα συνεργασίας και συμπόρευσης των αριστερών, σοσιαλιστικών και πράσινων δυνάμεων».

Κι αν είχε γίνει λόγος για κινήσεις εντός των γραμμών «του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς», ως προτεραιότητα οριοθετήθηκε «μια Δημοκρατική, Κοινωνική και Οικολογική Ευρώπη», η οποία θα είναι «ικανή να προστατεύσει το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και να πρωταγωνιστήσει τόσο στην πανευρωπαϊκή συνεργασία, όσο και στην παγκόσμια, ως αυτόνομος πόλος ειρήνης, σταθερότητας και κοινής ευημερίας».

Εύλογα συμπεραίνεται ότι η πυραμίδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποκλείει οτιδήποτε θα περικλείει και θα εκφράζει τις ιδέες και τις θέσεις της.

Οι προϋποθέσεις μετατόπισης

Η παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στο αριστερό σκέλος της Ευρώπης δεν πρόκειται να επιφέρει αναταράξεις κι ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό. Το τι θα συμβεί όμως αν κριθεί θεμελιώδης η πρόθεση – απόφαση μετάβασης στην ομάδα των Σοσιαλιστών, θα πρέπει ομολογουμένως να εξεταστεί.

Το εγχείρημα αυτό εξαρτάται από ορισμένες παραμέτρους. Το πρώτο και απλό βήμα είναι το αίτημα που θα επισημοποιεί την αλλαγή πλεύσης και την πιο κεντρώα κατεύθυνση. Είναι μια απόφαση που το Ευρωκοινοβούλιο αποδέχεται άνευ ενστάσεων, καθώς πρόκειται για πολιτική απόφαση παράταξης.

Η στάση του ΠαΣοΚ

Το επόμενο στάδιο είναι λίγο πιο περίπλοκο. Κι αυτό διότι για να ενταχθεί σε μια ευρωομάδα ένα νέο κόμμα θα πρέπει να προηγηθεί σίγουρα μια ευρεία συζήτηση των άλλων μελών. Στην οποία συζήτηση θα έχει λόγο και το ΠαΣοΚ, που ούτως ή άλλως ανήκει στους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές.

Πόσο εφικτό φαντάζει, αλήθεια, να εμφανιστεί θετικά διακείμενο, δεδομένης και της όξυνσης στις «διπλωματικές σχέσεις» των δύο ελληνικών παρατάξεων; Όχι πολύ, προβλέπουμε.

Κι αν το ΠαΣοΚ εγείρει ενστάσεις σ’ ένα τέτοιο αίτημα, θέτοντας ένα άτυπο βέτο όπως εικάζεται πως θα συμβεί, εκτιμάται εξαιρετικά αμφίβολο τα υπόλοιπα κόμματα (του PES και κατ’ επέκταση του S&D), να ενδιαφερθούν για την οικοδόμηση γεφυρών συνεννόησης από το μηδέν. Μάλλον θα υποστηρίξουν το υπάρχον status quo και θ’ αποφύγουν εσωτερικές προστριβές.

Άλλωστε ο Νίκος Ανδρουλάκης, ως πρώην ευρωβουλευτής, χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στον κύκλο των Ευρωσοσιαλιστών κι έχει αναπτύξει προσωπικές σχέσεις με πρωτοκλασάτα στελέχη (όπως, μεταξύ άλλων, η πρόεδρος του S&D Ιράτσε Γκαρθία Πέρεθ). Την ίδια στιγμή δε το ΠαΣοΚ θεωρείται ο παραδοσιακά αναγνωρισμένος εταίρος των Σοσιαλιστών, που όσο κερδίζει έδαφος στην Ελλάδα τόσο ενισχύει τη δυναμική του αντίστοιχου πολιτικού πόλου στην Ευρώπη.

Θα πρέπει, οπότε, να μεσολαβήσει μια έντονη παρασκηνιακή διεργασία για να καμφθούν οι αντιστάσεις σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο και να υπάρξει συναίνεση. Θα συζητηθεί μεν μια τέτοια προοπτική, αν κι εφόσον το αποφασίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα ήθελαν ν’ αποφύγουν να θεωρηθούν «ξενοδοχείο» και καταφύγιο κομμάτων που αναζητούν προσωρινή στέγη.

Οι εσωκομματικές αντιδράσεις

Ακόμη κι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ, καλά καταρτισμένοι επί των ευρωπαϊκών θεμάτων, κατανοούν πως μια τέτοια απόπειρα ίσως δεν αξίζει τον κόπο. Αναζητούν κάποιον λόγο που να είναι αναγκαία μια τέτοια κίνηση και φτάνουν ν’ απορούν ως ένα βαθμό με την κουβέντα που έχει ανοίξει.

«Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ να φύγει από την Αριστερά;» αναρωτιόταν άνθρωπος με εμπειρία στο μετερίζι της ευρωπαϊκής πολιτικής. Είναι μια άποψη με την οποία ταυτίστηκε μάλιστα κι ο Νίκος Παππάς, υποστηρίζοντας πρόσφατα ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να αποχωρήσει από την Αριστερά». Απλώς χρειάζεται να εμβαθύνει «στις σχέσεις του με τους Σοσιαλιστές».

Άλλη πηγή από την Κουμουνδούρου έκανε αναφορά για «διλήμματα χωρίς ουσία, τα οποία θα ήταν προτιμότερο να έχουν απορριφθεί εν τη γενέσει τους», διότι περισσότερο «μπερδεύουν τον κόσμο» παρά «τον απασχολούν». Πρόκειται ούτως ή άλλως για δυο χώρους που συνορεύουν, άρα δεν έχει ουσία και η μετακίνηση.

Το «σοβαρό» ευρωψηφοδέλτιο

Το θεμελιώδες ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση, για την Κουμουνδούρου είναι η πολυμετωπική μάχη που θα δοθεί στις 9 Ιουνίου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βρίσκει απέναντί του αποκλειστικά τη Νέα Δημοκρατία και το κυβερνητικό αφήγημά της. Έχει αντίπαλό του το ΠαΣοΚ, στον μεταξύ τους αγώνα για τη δεύτερη θέση μαζί με τη συγκέντρωση ενός αξιοπρεπούς ποσοστού, αλλά και -σε μικρότερο βαθμό- το ανεβασμένο ΚΚΕ, που ευνοημένο από τη συγκυρία ερίζει για την τρίτη θέση.

Όπως επίσης οφείλει να μην αγνοήσει τη Νέα Αριστερά, που γίνεται σαφές πια ότι απομυζεί ψήφους από τη δική του ριζοσπαστική δεξαμενή. Πόσο μάλλον, αν πάρει την άγουσα για τον σοσιαλιστικό χώρο.

Κυρίως όμως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στην άλλη πλευρά του γηπέδου τον ίδιο του τον εαυτό. Γι’ αυτό και με την κατάρτιση ενός ψηφοδελτίου που θα ανταποκρίνεται στις ευρωπαϊκές ανάγκες της επόμενης πενταετίας (2024-2029) αποτελούμενο από στελέχη με γνώση του αντικειμένου, θα επιχειρήσει να πείσει ως η καταλληλότερη εναλλακτική διέξοδος.

Ποιοι θα πέσουν στη μάχη των Ευρωεκλογών

Ανεξάρτητα της διαδικασίας υποψηφιοτήτων η ηγεσία της Κουμουνδούρου σκοπεύει να στηρίξει εκ νέου τους δύο εν ενεργεία Ευρωβουλευτές της. Τόσο ο Κώστας Αρβανίτης όσο και η Έλενα Κουντουρά έχουν δεχθεί προεδρική πρόταση να κατέλθουν εκ νέου ως υποψήφιοι και να διεκδικήσουν την επανεκλογή τους.

«Από τη στιγμή που γίνεται η πρόταση, εγώ την αποδέχομαι» είχε επισημάνει προ ημερών στο Βήμα ο Κώστας Αρβανίτης αποκαλύπτοντας την κουβέντα που είχε μεσολαβήσει με τον Στ. Κασσελάκη. Απλώς θέλησε παράλληλα ο γνωστός δημοσιογράφος να διευκρινίσει πως «ο προεκλογικός αγώνας θα γίνει στην ώρα του», καθώς προέχει η εν εξελίξει εκτέλεση των καθηκόντων του.

Δεδομένης της επιθυμίας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και των συνεργατών του το ψηφοδέλτιο ν’ αποτελείται από πρόσωπα με ταιριαστό background (πολιτικό, πανεπιστημιακό και κοινωνικό), η συμμετοχή του Νικόλα Φαραντούρη (συμβούλου Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ) στους προκριματικούς έχει ήδη «κλειδώσει».

Ο πολύγλωσσος Κεφαλονίτης νομικός και καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς διαθέτει ένα «portfolio» με εύρος γνώσεων και διεθνών παραστάσεων από πολλές θέσεις ευθύνης προκειμένου να λογίζεται μεταξύ αυτών που ανταποκρίνονται στην κεντρική γραμμή για ένα ψηφοδέλτιο με ειδικό βάρος.

Εν αντιθέσει δηλαδή με τον πρώην διεθνή μπασκετμπολίστα Νίκο Παππά, που από καιρό επιδιώκει τρόπο άμεσης εμπλοκής στην πολιτική. Ήδη ο παλαίμαχος αθλητής μετρά την «απώλεια» του χρίσματος της Κουμουνδούρου για τον Δήμο Αθηναίων, αλλά δεν πτοείται και περιμένει ανυπόμονα την ειδοποίηση από την ηγεσία του κόμματος για το αν θα είναι μεταξύ των εκλεκτών.

Ζήτημα αξιολόγησης

Εκ της πλατφόρμας isyriza θα συμπληρωθεί κι όλη η υπόλοιπη λίστα, αφού πρώτα μεσολαβήσει η αξιολόγηση των «βιογραφικών» και του προφίλ των υποψηφίων από την αρμόδια επιτροπή που έχει αναλάβει τη συγκρότηση του ψηφοδελτίου.

Ήδη διαρρέουν μέρα με τη μέρα ονόματα όπως της Διάνα Βουτυράκου, της Δώρας Τσαμπάζη (που βρέθηκε ως σύμβουλος της ΚΟ στις Σπέτσες) και προσώπων του προεδρικού περιβάλλοντος (Γ. Τσίπρας, Δ. Αυγέρη).

Είναι κι αυτή μια διαδικασία που θα καταδείξει την κατεύθυνση της Κουμουνδούρου στην ευρωπαϊκή οδό.