Θα περιμένω υπομονετικά και με ενδιαφέρον τις ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Ακόμη πιο υπομονετικά θα περιμένω τα αποτελέσματα του διαλόγου που θα ακολουθήσει. Ευτυχώς ζούμε στη χώρα όπου όλοι έχουν κάτι να πουν.
Και φυσικά όλα θα κριθούν στη Βουλή όπου θα καταλήξει κάποια στιγμή κάποιο σχέδιο νόμου.
Αν βρει πλειοψηφία και ψηφιστεί, έχει καλώς. Αν δεν βρει, καλή καρδιά.
Από όσο γνωρίζω, έτσι δουλεύουν οι δημοκρατίες. Με την πρόσθετη υπόμνηση πως σε ζητήματα ατομικής ή θρησκευτικής συνείδησης και ηθικής δεν χωρούν δεσμεύσεις, κομματικές πειθαρχίες ή καταναγκασμοί. Ούτε βουλευτών, ούτε υπουργών, ούτε της θείας Μελπομένης.
Ο καθένας ψηφίζει κατά τη συνείδησή του. Θεμελιώδες.
Το θεωρώ αυτονόητο όχι για το ειδικότερο αντικείμενο της συζήτησης. Αλλά επειδή μιλάμε για δημοκρατία.
Κάθε πρωθυπουργός και κάθε κυβέρνηση δικαιούνται να προτείνουν σχέδια νόμου, ακόμη και για τα πιο σύνθετα, ευαίσθητα και αμφιλεγόμενα ζητήματα.
Δικαιούνται να υποστηρίζουν και να πείθουν για τις απόψεις τους, όποιες αν είναι αυτές, ανεξάρτητα αν οι άλλοι συμφωνούν μαζί τους.
Είναι η ουσία της πολιτικής. Δεν συμφωνούμε όλοι σε όλα. Αλλά ζούμε όλοι μαζί.
Προφανώς ο Πρωθυπουργός αντιλαμβάνεται ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα έρχεται αντιμέτωπος με μια σοβαρή πλειονότητα του ελληνικού λαού. Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει. Το λένε όλες οι δημοσκοπήσεις.
Υποθέτω ότι θέλει να κάνει το σωστό.
Αλλά το σωστό δεν είναι απαραιτήτως πλειοψηφικό, ούτε είναι απαραιτήτως σωστό επειδή αυτό θεωρεί ο Πρωθυπουργός.
Συνεπώς χρειάζεται εξαντλητικό διάλογο, υπομονή κι επιχειρήματα για να πειστεί ο κόσμος ότι ο Πρωθυπουργός έχει δίκιο. Αν φυσικά πειστεί.
Θα μου πείτε ότι το ζήτημα είναι ανοιχτό, αφορά συμπολίτες μας, η πολιτεία οφείλει να μεριμνήσει και γι’ αυτούς. Καμία αντίρρηση. Μόνο ανισόρροποι θα έλεγαν το αντίθετο.
Αλλά στην προκειμένη περίπτωση η διαδικασία έχει ανάλογη σημασία με την ουσία της υπόθεσης. Και πριν υποδείξουν τη λύση θα έπρεπε να περιγράψουν το πρόβλημα.
Διαφορετικά ακόμη κι η πιο αγαθή επιδίωξη μπορεί να εξελιχθεί σε εφιάλτη αν εκληφθεί ως επιβολή.
Διότι μια μεταρρύθμιση, όσο ελκυστική κι αν είναι, όσο χρήσιμη ή φιλοπρόοδος κι αν θεωρηθεί, μπορεί να αγκαλιαστεί από την κοινωνία μόνο ως έκφραση του «κοινού καλού» (που έλεγε ο Ακινάτης) ή της «γενικής βούλησης» (που συμπλήρωνε ο Ρουσό).
Διαφορετικά μπαίνουμε στα επικίνδυνα μονοπάτια της πεφωτισμένης δεσποτείας, ακόμη και της πιο καλόκαρδης, καλόγνωμης ή καλοκάγαθης.
Κι ευτυχώς αυτά οι δημοκρατίες μας τα έχουν αφήσει πίσω τους εδώ και κάποιους αιώνες.