Η συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης έχει μια σταθερή λογική.

Η κυβέρνηση παρουσιάζει ένα σχέδιο για την εφαρμογή του οποίου ζητάει την εμπιστοσύνη της Βουλής.

Η συμπολίτευση εξηγεί γιατί της αρέσει και θα ψηφίσει υπέρ της κυβέρνησης.

Η αντιπολίτευση ασκεί κριτική στο σχέδιο και εξηγεί γιατί αρνείται να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης.

Η Βουλή ψηφίζει. Μετράμε. Τελειώσαμε.

Τόσο απλό.

Σίγουρα η κοινοβουλευτική συζήτηση δεν είναι το δεύτερο ημίχρονο των εκλογών – το τρίτο στην προκειμένη περίπτωση διότι είχαμε δύο εκλογές.

Σίγουρα η αντιπολίτευση δεν παρουσιάζει, ούτε επαινεί το δικό της πρόγραμμα διότι αυτό έχει ήδη απορριφθεί από το εκλογικό σώμα και δεν ενδιαφέρει τη διαδικασία.

Σίγουρα αποκλείεται από τη Βουλή να προκύψουν δύο κυβερνήσεις. Μία κυβέρνηση θα έχουμε και διάφορους στην αντιπολίτευση.

Δεν έχω κανένα πρόβλημα δηλαδή να δεχτώ ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, ενδεχομένως και τα μικρότερα κόμματα, έχουν εξαιρετικά προγράμματα, σωστές ιδέες και πολλά δίκια με το μέρος τους.

Αλλά τι να κάνουμε; Αλλους έβγαλε η κάλπη. Και η δημοκρατία έχει επινοήσει τις εκλογές για να ρυθμίζει τις διαφορές της.

Τα σημείωσα όλα αυτά επειδή έχω ευχάριστα και δυσάρεστα νέα.

Τα ευχάριστα είναι ότι σε γενικές γραμμές και στους βασικούς άξονες τουλάχιστον τα τρία μεγαλύτερα κόμματα συμπίπτουν.

Κανείς δεν διαφήμισε άλλη οικονομική λογική, ούτε άλλο εξωτερικό προσανατολισμό, ούτε άλλη κοινωνική αντίληψη. Τα ίδια είπαν πάνω-κάτω κι ας διαφωνούν στις λεπτομέρειες.

Τα δυσάρεστα προκύπτουν από τα ευχάριστα. Δεν διατυπώθηκε καμία ουσιαστική κριτική στο σχέδιο που ξεδίπλωσε ο Πρωθυπουργός και οι υπουργοί του.

Και προφανώς δεν θεωρώ θεμελιώδη συζήτηση πόσοι θα προσληφθούν στο ΕΚΑΒ, τι θα γίνει με τα Πανεπιστήμια ή αν απειλείται το δικαίωμα στην άμβλωση που καταφανώς δεν απειλείται.

Καλώς ή κακώς δηλαδή αυτό που καταγράφηκε στην κοινοβουλευτική συζήτηση (πλην ΚΚΕ) είναι ένας μονόδρομος, τον οποίο ο καθένας υπόσχεται να περπατήσει με πιο επιδέξιους χειρισμούς.

Μην παρεξηγηθώ. Καθόλου δεν με στενοχωρεί ο μονόδρομος.

Πάντα αντιμετωπίζω με συμπόνια διάφορους αριστερούς ή δεξιούς, δημοσιογράφους ή μη, που αγωνίζονται να επινοήσουν όρους και πεδία διαφωνίας για να βρουν δουλειά.

Διαλαλούν (σοβαρά) ότι η Αχτσιόγλου «αποδόμησε» τον Μητσοτάκη ή ότι η Ζωή υπέστη bullying ή ότι η «Νίκη» δοξάζει τον Οσιο Παχώμιο.

Εχει πλάκα. Αλλά υπό μια προϋπόθεση: ότι κάποιοι εκτός από την κουβέντα θα στρωθούν στη δουλειά για να περπατήσουμε τον μονόδρομο.

Διαφορετικά, πιστέψτε με, δεν έχει καθόλου πλάκα.