Θυμήθηκα μια παλιά γαλλική ταινία που είναι από τις αγαπημένες μου. Λέγεται «Les Tontons Flingueurs» (1963), στα ελληνικά αποδόθηκε με τον βλακώδη τίτλο «Ο Γορίλλας εκδικείται», οι διάλογοι είναι του κορυφαίου Μισέλ Οντιάρ.

Κάποια στιγμή η ομάδα κακοποιών που πρωταγωνιστεί αναρωτιέται αν θα τολμήσει μια αντίπαλη ομάδα κακοποιών να τους την πέσει.

Ο Λίνο Βεντούρα βάζει τέλος στην κουβέντα με έναν σοφό αφορισμό.

– Οι μαλάκες τα τολμούν όλα. Αλλωστε από αυτό τους αναγνωρίζεις!

Ανέτρεξα στο «δόγμα Λίνο Βεντούρα» (ή Οντιάρ, αν προτιμάτε…) τώρα που ο φόβος αναδεικνύεται σε δημοφιλή ερμηνεία των εκλογικών εξελίξεων στη χώρα μας.

Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, ο ελληνικός λαός ψήφισε τη ΝΔ επειδή υπέκυψε στον εκφοβισμό και φοβήθηκε τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τώρα θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ επειδή πρέπει να φοβηθεί την «παντοδυναμία» ή τη «θεσμική ανισορροπία» της ΝΔ.

«Ο πολιτικός μας αντίπαλος κατάφερε να επιβάλει την ατζέντα του φόβου από το πολύ μακρινό παρελθόν του 2015» εξήγησε ο Αλ. Τσίπρας στην πρώτη μετεκλογική του συνέντευξη (Star, 30/5).

Και όχι μόνο αυτό, αλλά η ΝΔ «εδραίωσε μια εικόνα πλασματικής σταθερότητας» που εξαπάτησε τον κόσμο, ο οποίος αποδείχτηκε ότι είναι κορόιδο και πιάστηκε στη φάκα (Λούκα Κατσέλη, «Η παγίδα του φόβου», «Εφ. Συν.», 6/6).

Ο λαός δηλαδή γενικώς φοβάται. Ενώ αν ήταν μαλάκας θα τα τολμούσε αψήφιστα όλα. Συμβαίνει κι αυτό. Ο Τσίπρας το δοκίμασε ανεπιτυχώς το 2015 και η Κατσέλη είχε προηγηθεί εξίσου ανεπιτυχώς το 2010.

Σε ό,τι αφορά την «παντοδυναμία» της ΝΔ δεν ξέρω σε τι ακριβώς συνίσταται η φοβέρα. Πώς θα αλλάξει η «θεσμική ισορροπία» αν ο Μητσοτάκης πάρει 42% – 43%;

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κώστας Σημίτης, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Κώστας Καραμανλής πήραν ακόμη μεγαλύτερες πλειοψηφίες στην κάλπη και καμία ισορροπία δεν διαταράχθηκε.

Τι θα συμβεί τώρα; Θα κατέβουν τα τανκς; Θα ανοίξουν ξανά τα ξερονήσια; Θα καταλάβουν οι Τούρκοι τους Παξούς;

Σε ό,τι αφορά το άλλο σκέλος, τον «φόβο του ΣΥΡΙΖΑ», δεν καταλαβαίνω πάλι γιατί να μη φοβάται τον ΣΥΡΙΖΑ κάποιος που βίωσε τραυματικά το προηγούμενο της «πρώτης φοράς Αριστερά» και γιατί να μη θέλει με κάθε τρόπο να αποφύγει τη δεύτερη. Είτε έχει δίκιο είτε έχει άδικο, αδιάφορο.

Τι από όλα αυτά λοιπόν είναι παράλογο ή αφύσικο;

Μιας και μιλάμε για παράλογο, να σας πω. Η κυρία Δανάη Κολτσίδα, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, ομολόγησε ότι μπερδεύτηκε.

Με τα πολλά κατάλαβε ότι η βουβαμάρα των εκλογών δεν ήταν (όπως η ίδια πίστευε) «ένα σιωπηλό κύμα αγανάκτησης σε βάρος της χειρότερης κυβέρνησης της Μεταπολίτευσης όπως δικαίως χαρακτηρίστηκε».

Μεταξύ μας δεν ξέρω ποιος άνθρωπος με σώα τα λογικά του πίστευε κάτι τέτοιο.

Η κυρία πάντως παραθέτει σειρά καταγγελιών της Πολιτικής Γραμματείας ή του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ ή των εφημερίδων του ΣΥΡΙΖΑ που κατά τη γνώμη της δικαιολογούν τον «δίκαιο» χαρακτηρισμό της «χειρότερης κυβέρνησης», αλλά δυστυχώς «τίποτα δεν στάθηκε ικανό να την κλονίσει» – τη χειρότερη κυβέρνηση…

Επειδή όμως η ίδια κυρία παραδέχεται πως είχε πιστέψει και παλαιότερα ότι η πανδημία «μπορεί να αποτελέσει έναν καταλύτη αριστερού μετασχηματισμού της κοινωνίας μας», μάλλον δεν πρέπει να ανησυχούν οι φίλοι και οικείοι. Της συμβαίνει συχνά (ieidiseis, 6/6).

Δεν ξέρω φυσικά αν το «παιχνίδι του φόβου» θα ολοκληρωθεί στις 25 Ιουνίου.

Ο Ευ. Βενιζέλος σφύριξε εγκαίρως λήξη εξηγώντας ότι «η ΝΔ δεν χρειάζεται να διεξαγάγει τώρα μια δεύτερη προεκλογική / συμπληρωματική εκστρατεία υπονομεύοντας το μετεκλογικό πλαίσιο».

Ποιος κέρδισε το ματς που έληξε; Πώς θα φτιάξουμε κυβέρνηση; Ποιοι θα κυβερνήσουν μετεκλογικά; Μυστήριο.

Δεν χρειάζεται πάντως η ΝΔ να βάλει τα δυνατά της. Ετσι κι αλλιώς στη «μετεκλογική ατζέντα κράτους δικαίου εκ μεταφοράς», τα ζητήματα του κράτους δικαίου και των εγγυήσεών του «δεν κρίνονται εκλογικά και κατά πλειοψηφία (…) επειδή παρεμβάλλονται εκλογές και μάλιστα διπλές» («Η Καθημερινή», 4/6).

Τζάμπα κόπος δηλαδή του Μητσοτάκη να τρέχει σε πλατείες και καφενεία. Οι εκλογές δεν έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα, μόνο φασαρία. Τη συνέχεια θα τη βρούμε μεταξύ μας με εξώδικα στα δικαστήρια.

Λυπάμαι, αλλά τίποτα από αυτά δεν ερμηνεύει, ούτε εξηγεί, ούτε καν προδικάζει το εκλογικό αποτέλεσμα. Κι αυτό αποτελεί ίσως τη θεμελιώδη ερμηνεία του αποτελέσματος. Κανείς δεν προσπαθεί να καταλάβει γιατί συνέβη, ιδίως αν διέψευσε τους υπολογισμούς και τις βεβαιότητές του.

Κατανοητό. Αν έχεις βγάλει μεροκάματο με «τη χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης», δεν είναι εύκολο να καταλάβεις πως κάτι πήγε στραβά.

Διότι τέτοιοι συλλογισμοί έχουν ένα (και ίσως μοναδικό) κοινό στοιχείο: τον υφέρποντα φόβο ότι κάποιο κακό μάς περιμένει.

Κάτι θα κάνει η «χειρότερη κυβέρνηση» εναντίον μας. Κάτι θα πάθει το κράτος δικαίου στα χέρια της «χειρότερης κυβέρνησης». Κάτι απειλητικό κουβαλάει η «παντοδυναμία» της «χειρότερης κυβέρνησης».

Αναρωτιέμαι τελικά μήπως αυτό που φοβίζει δεν είναι η «χειρότερη κυβέρνηση», αλλά η ίδια η δημοκρατία. Διότι στη δημοκρατία κάνουμε εκλογές, ο κόσμος ψηφίζει ελεύθερα ό,τι γουστάρει, κάποιος κερδίζει, κάποιος χάνει και πάμε παρακάτω.

Καλώς ή κακώς, νικητής υπό προϋποθέσεις δεν υπάρχει, ούτε αμέτοχος ηττημένος.

Και σε τελευταία ανάλυση, καμία ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τον εαυτό της σε κάθε εκλογική διαδικασία.

Ξέρει πολύ καλά πως τη δημοκρατία την αμφισβητούν ή τη φοβούνται μόνο οι εχθροί της.