Το πρώτο ντιμπέιτ αποδείχτηκε άχρηστο. Ούτε προσέφερε, ούτε αφαίρεσε τίποτα, στην προεκλογική κουβέντα. Κι ασφαλώς δεν έπαιξε κανέναν ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα.

Το δεύτερο θέτει σοβαρή υποψηφιότητα να αποδειχτεί και γραφικό.

Στο ενδιάμεσο ο Τσίπρας ζητούσε (για ανεξιχνίαστους λόγους) ένα ντιμπέιτ μόνο με τον Μητσοτάκη. Τουλάχιστον το αποφύγαμε. Μάλλον επειδή (όπως διάβασα κάπου) με 21 μονάδες διαφορά δεν ζητάς ντιμπέιτ, ζητάς αυτόγραφο.

Φυσικά για το αποτέλεσμα δεν φταίνε οι μετέχοντες. Φταίει το προϊόν.

Μια βλαχομπαρόκ διαδικασία με κανόνες τηλεπαιχνιδιού, ερωταπαντήσεις ξεκούδουνες και φατσούλες. Ποτέ δεν έχω καταλάβει γιατί χρειάζονται δημοσιογράφοι και δεν το αναθέτουμε στη Μακρυπούλια ή την Μπεκατώρου.

Πιο πλάκα θα έχει και μάλλον ωραιότερα ντυσίματα.

Αλλά αφού τους αρέσει και το επαναλαμβάνουν, κανένα πρόβλημα. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα!

Υποψιάζομαι όμως ότι δεν είναι ζήτημα ορέξεως. Είναι η απόκρυφη υποψία ότι η τηλεόραση μπορεί να κρίνει τις εκλογές. Οτι δηλαδή διαθέτει κάποια δύναμη επιβολής.

Καμία σχέση. Με μερικές δεκαετίες πείρα μπορώ να διαβεβαιώσω το κοινό ότι η τηλεόραση δεν κρίνει τίποτα.

Ξέρετε γιατί; Επειδή ο μέσος τηλεθεατής της έχει πάρει τα μέτρα. Και ξέρει ότι όλα αυτά είναι μια φλυαρία ή μια φιγούρα που δεν έχει καμία επίπτωση ή αναφορά στην πραγματική ζωή του.

Αν η τηλεόραση μπορούσε να κρίνει εκλογές, θα μας κυβερνούσε εδώ και τετραετίες η Μενεγάκη. Ευτυχώς το έχουμε γλιτώσει.

Αντιθέτως μας κυβέρνησε για οκτώ χρόνια επιτυχώς ο Σημίτης που μόνο «τηλεοπτικό σταρ» δεν μπορείς να τον χαρακτηρίσεις.

Ολα αυτά όμως ξεκινούν από την ανόητη πεποίθηση ακόμη και κάποιων ανθρώπων της τηλεόρασης ότι η τηλεόραση είναι κάτι σαν μοχλός εξουσίας.

Πολλοί προσκείμενοι στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι οι εκλογές κρίθηκαν επειδή «τα κανάλια» δίνουν μια ψεύτικη εικόνα της Ελλάδας. Οτι δηλαδή έχει επιβληθεί στη χώρα (το διάβασα) μια «μιντιακή μονοκρατορία».

Ενώ κατ’ αυτούς η πραγματική εικόνα είναι εκείνη που διαμορφώνει ο κάθε μπαγλαμάς στο Τwitter.

Με άλλα λόγια θέλουν να αντιτάξουν μια παράκρουση υποθετική σε μια υποτιθέμενη παράκρουση.

Αλλά η πραγματική Ελλάδα δεν είναι μία κι ασφαλώς επικρατεί εκείνη που επιλέγουν οι περισσότεροι.

Τα μίντια ευλόγως θα συνταχθούν με την Ελλάδα που εκπροσωπεί το ευρύτερο κοινό αίσθημα αλλά και τη δική τους αντίληψη των πραγμάτων.

Σε αυτά άλλωστε το μυαλό μου πηγαίνει πάντα στον μεγάλο Λέοντα Καραπαναγιώτη. Οταν κάποιος δημοσιογράφος τού έκανε υποδείξεις για το περιεχόμενο των «ΝΕΩΝ», ο Λέων απαντούσε:

– Πολύ σοβαρά αυτά που λέτε, κύριε συνάδελφε. Να βγάλετε μια εφημερίδα να τα γράφετε και θα τη διαβάζουμε όλοι!