«Ούτε έναν κατάσκοπο της προκοπής δεν μπορούσαν να στείλουν οι Ρώσοι», ήταν τα πρώτα περιπαιχτικά σχόλια, διαφόρων πολιτικών της αντιπολίτευσης αλλά και διπλωματών μετά τον ανακάλυψη (και όχι σύλληψη) της 35χρονης Ρωσίδας κατασκόπου Ιρίνα Αλεξάντροβα Σμίρεβα, η γνωστή πλέον στο πανελλήνιο ως «Μαρία Τσάλλα».

Γιατί, λένε ότι τέτοιου είδους κατάσκοποι του περιβόητου προγράμματος «Illegals», οι Ρώσοι (και παλαιότερα οι Σοβιετικοί) τους έστελναν σε τριτοκοσμικές χώρες. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Τι σημαίνει άραγε «κατάσκοπος της προκοπής»; Τη στιγμή που η Irina, δρούσε για πέντε χρόνια στην Ελλάδα, χωρίς κανείς να αντιληφθεί τον ρόλο της ή την αποστολή της ακόμα και οι γειτόνισσές ή εάν θέλετε ούτε οι μυστικές υπηρεσίες; Άλλωστε, όσοι είδαν την μέτρια ψυχροπολεμική κατασκοπευτική ταινία «Το Κόκκινο Σπουργίτη» (Red Sparrow) με Ρωσίδες κατασκόπους, που εκπαιδεύονται στην αποπλάνηση και την παραπλάνηση του εχθρού προκειμένου να αποσπάσουν τα μυστικά του, σίγουρα διαπίστωσαν πως η κατασκοπεία δεν έχει ιδεολογία. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί κατάσκοποι

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι αναλυτές της ΕΥΠ, εκτίμησαν από την πρώτη στιγμή ότι Σμίρνεβα ήταν γρανάζι ενός δικτύου Ρώσων κατασκόπων που ξεκινούσε από την Πολωνία, περνούσε από τη Γερμανία, τη Σλοβενία, τη Βουλγαρία και κατέληγε στην χώρα μας. Ανατολικότερα όμως δηλαδή στην Κύπρο τι γίνεται; Εκεί υπάρχει ολόκληρη αποικία Ρώσων στη Λεμεσό και είναι τόσο μεγάλη που πλέον αποκαλούν την Λεμεσό «Λεμέσογκραντ» και μάλλον δεν έχει ανάγκη από κατασκόπους, αφού οι Ρώσοι στην κυπριακή αυτή μεγαλούπολη είναι σχεδόν παντού.

Η κατάσκοπος Ιρίνα αφού έμεινε για πέντε χρόνια στην Ελλάδα, ωσάν να είναι Ελληνίδα, επέτρεψε πάλι στο κρύο, στην πατρίδα της, στην παγωμένη Μόσχα, προτού όμως οι ελληνικές αρχές προλάβουν να την εντοπίσουν και να την συλλάβουν. Λέγεται μάλιστα, χωρίς όμως να επιβεβαιωθεί (και πώς αλήθεια να επιβεβαιωθεί όταν μπλέκει κανείς με μυστικούς πράκτορες) ότι οι Ρώσοι την ανακάλεσαν όταν ανακαλύφθηκε στην Σλοβενία ένας άλλος Illegals και για να μην ανακαλυφθεί η Illegal Σμίρεβα της Ελλάδας την ανακάλεσαν και ας δραστηριοποιείτο για πέντε χρόνια στην χώρα μας με το ελληνικό όνομα, με ελληνική ταυτότητα και με το ελληνικό διαβατήριο μιας νεκρής.

Εκείνο που ίσως έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι ότι η Ιρίνα Αλεξάντροβα Σμίρεβα έμενε στην οδό Αρριανού στο ύψος της Παυσανίου στο Παγκράτι, δηλαδή σε ευθεία γραμμή βρισκόταν κοντά στο Μέγαρο Μαξίμου, στο Προεδρικό Μέγαρο κι ακόμη πιο κοντά, το νεοκλασικό της οικογένειας Μητσοτάκη στην οδού Αραβαντινού. Στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο- διαγωνίως απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο δηλαδή – βρίσκεται και η πρεσβεία της Σουηδίας, όπως επίσης πλήθος διπλωματικών διευθύνσεων.

Από το σπίτι της λοιπόν η πρόσβαση σε όλα αυτά τα σημεία ήταν άμεση και… ανύποπτη, αφού ως «γειτόνισσα» μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα στην περιοχή χωρίς να απασχολεί τις «ομάδες επικάλυψης» των επισήμων, δηλαδή τους «αόρατους» της Αντιτρομοκρατικής και της ΕΥΠ που επιτηρούν τους χώρους και τις μετακινήσεις της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας.

Οι αρχές (και η ΕΥΠ) έκαναν και εξακολουθούν να κάνουν φύλλο και φτερό το διαμέρισμά της. Οι έρευνες όμως φαίνεται πως δεν περιορίζονται στο εσωτερικό του σπιτιού της (στο οποίο πλήρωνε πανάκριβο ενοίκιο) αλλά, όπως επιμένουν οι πληροφορίες, και σε μπαλκόνια και ταράτσες των γύρω πολυκατοικιών, ώστε να διαπιστωθεί εάν είχαν τοποθετηθεί κάποιος μηχανισμός, μικροκάμερες, συσκευές ή κεραίες «εισβολής» στα συστήματα ασφαλείας των όποιων και να ήταν «στόχων» της. Το πλέον όμως δύσκολο κομμάτι των ερευνών, ήταν η εξακρίβωση των μεθόδων που χρησιμοποιούσε για τη μεταφορά των πληροφοριών και των στοιχείων της προς τον τελικό παραλήπτη. Με δεδομένο ότι από καταβολής της Ρωσικής Αυτοκρατορίας με τη διαβόητη Οχράνα και ακολούθως τις Σοβιετικές Τσεκά και KGB έως τη σημερινή FSB, η γραφειοκρατία σε επιχειρησιακό επίπεδο διεξάγεται ανέκαθεν επιτόπια, δηλαδή χέρι – χέρι και για να διασφαλιστεί το απόρρητο αλλά και για να μην εντοπίζονται οι «κρίκοι» της «αλυσίδας», η άκρη του νήματος είναι πολύ δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο να βρεθεί.

Το επίσης δύσκολο ερώτημα που πρέπει κάποια στιγμή να απαντηθεί (και αυτό είναι δουλειά των μυστικών πρακτόρων της ΕΥΠ) είναι ποιοι ήταν άραγε οι παραλήπτες του υλικού που συγκέντρωνε η Irinas; Και βεβαίως τι είδους υλικό ήταν αυτό; Ανακύπτει όμως και ένα άλλο ερώτημα: Μήπως η παρουσία της στην Ελλάδα σχετιζόταν με κάποιο τρόπο με τις απελάσεις Ρώσων διπλωματών, που έγιναν στο παρελθόν; Γιατί, όπως θυμάστε τον περασμένο Απρίλιο του 2022, αποφασίστηκε η απέλαση 12 Ρώσων διπλωματών από Αθήνα και Θεσσαλονίκη μετά από έρευνα της ΕΥΠ σε συνεργασία με τις υπηρεσίες ασφαλείας των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας. Μάλιστα την κοινοποίηση της απόφασης στον Ρώσο πρέσβη Αντρέι Μάσλοβ είχε κάνει ο τότε γενικός γραμματέας του υπουργείο. Εξωτερικών, σημερινός διοικητής της ΕΥΠ, Θεμιστοκλής Δεμίρης.

Δεν ήταν λίγοι που με την αποκάλυψη της Ρωσίδας κατασκόπου στην Ελλάδα θυμήθηκαν στον ρόλο ενός ανώτερου αξιωματούχου της Μοσχοβίτικης διπλωματίας ο οποίος, όπως έλεγαν οι γνωρίζοντας, στρατολογούσε πράκτορες για την Ελλάδα (και όχι μόνον) με τη μέθοδο του «βαθέος καλύμματος», δηλαδή της έκδοσης ταυτότητας με τη χρήση στοιχείων αποβιωσάντων και θνησιγενών βρεφών. Ο ίδιος διπλωμάτης είχε, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, απασχολήσει ξανά τις υπηρεσίες το καλοκαίρι του 2018 αλλά δεν είχε συμπεριληφθεί στη λίστα των «εκδιωχθέντων» από τον υπουργό Εξωτερικών εκείνης της περιόδου Ν. Κοτζιά. Μεταξύ των «12» ήταν ο σύμβουλος επικεφαλής του Πολιτικού τμήματος της πρεσβείας και εκπρόσωπος τύπου Βασίλι Γκαβρίλοφ (Vasily Gavrilov), διπλωμάτης με πολυετή παρουσία στη Ρωσική πρεσβεία και «δεξί χέρι» του πρέσβη Αντρέι Μασλόφ. Επίσης και ο γενικός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Βλαντιμίρ Μαϊστρένκο για ο οποίος κατηγορήθηκε για ενέργειες «μη συνάδουσες με τη διπλωματική πρακτική».

Τον Ιούλιο του 2018 είχαν απελαθεί επίσης Ρώσοι διπλωμάτες με τον τότε υπουργό Εξωτερικών να τους κατηγορεί δημοσίως για «αλίευση και διακίνηση πληροφοριών» και «χρηματισμό κρατικών λειτουργών». Έλληνες αξιωματούχοι επιμένουν ότι η Irina δεν δρούσε μόνη της ούτε συνεργάζονταν μόνον με τον σύζυγό της αλλά συμμετείχε σε ομάδα 3-4 illegals, οι οποίοι επίσης κατάφεραν να διαφύγουν από Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Αλεξανδρούπολη.