Déjà vu. Όταν μας συμβαίνει, για κλάσματα του δευτερολέπτου μας κατακλύζει ένα κάπως απόκοσμο συναίσθημα. Μοιάζει με μια στιγμή φευγαλέας διορατικότητας, μια λαμπρή στιγμή απόλυτης εγκεφαλικής διαύγειας που, όμως, ευθύς αμέσως ακολουθείται από την απόλυτη σύγχυση. Ας δούμε ένα παράδειγμα: μπαίνεις κάπου για πρώτη φορά, ένα καφέ, το σπίτι μιας συναδέλφου, κάπου που, τέλος πάντων, δεν έχεις ξαναβρεθεί, αλλά ξαφνικά σε κατακλύζει μια αίσθηση οικειότητας – κάτι σαν ανάμνηση. Και παρόλο που εκείνη ακριβώς τη στιγμή ορκίζεται ότι αυτό που συμβαίνει το έχεις ξαναζήσει και το θυμάσαι καθαρότερα κι από το πρόσωπο της μάνας σου, σου είναι απολύτως αδύνατο να φέρεις οποιαδήποτε άλλη πληροφορία επ’ αυτού στον συνειδητό σου.

Λοιπόν, οι περισσότεροι από εμάς το έχουμε πάθει έστω και μια φορά, έχουμε βιώσει αυτή την αίσθηση, γνωστή ως déjà vu, κάποια στιγμή στη ζωή μας. Αυτή η αίσθηση, όμως, αν και έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον πολλών μελετητών κατά καιρούς, είναι πολύ δύσκολο να διερευνηθεί, λένε οι επιστήμονες. Η κατ’ εντολή αναδημιουργία του σε ένα εργαστήριο είναι δύσκολη υπόθεση.

Παρ’ όλα αυτά, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι το déjà vu προσφέρει στην πραγματικότητα μια ματιά στο πώς λειτουργεί η μνήμη όταν αυτή παρεκκλίνει λίγο. Το déjà vu μπορεί να προκύψει όταν τμήματα του εγκεφάλου μας που δουλειά τους είναι να αναγνωρίζουν οικείες καταστάσεις ενεργοποιούνται απρόσμενα, σύμφωνα με τον Ακίρα Ρόμπερτ Ο’Κόνορ, γνωστικό ψυχολόγο στο Πανεπιστήμιο του Σεντ Άντριους στη Σκωτία, ο οποίος ερευνά το déjà vu. Όταν συμβαίνει αυτό, μια άλλη περιοχή του εγκεφάλου ελέγχει αυτό το αίσθημα οικειότητας ανακαλώντας προηγούμενες εμπειρίες. Όταν δεν βρεθούν πραγματικές αντιστοιχίες, το αποτέλεσμα είναι μια αλλόκοτη αίσθηση ότι κάτι το έχουμε ξαναδει ή ξαναζήσει και, την ίδια στιγμή, ένα αίσθημα ατσάλινης σιγουριά πως τίποτα από όλα αυτά δεν έχει συμβεί στην πραγματικότητα. Αυτό δίνει στον εγκέφαλό μας να καταλάβει πως αυτή η αίσθηση έχει προκύψει από λάθος.

Για κάποιους ασθενείς με άνοια, όμως, αυτό το αίσθημα εμφανίζεται χωρίς την αναγνώριση του λάθους, που το συνοδεύει στους υπόλοιπους ανθρώπους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, αρκετοί άνθρωποι μπορεί να αρχίσουν να παραπονιούνται, για παράδειγμα, ότι η τηλεόραση παίζει μόνο επαναλήψεις ή να αρχίσουν να αρνιούνται να πάνε στον γιατρό επειδή είναι σίγουροι ότι το έχουν ήδη κάνει.

Ο όρος déjà vu πιθανώς επινοήθηκε από τον Γάλλο φιλόσοφο Émile Boirac σε μια επιστολή προς τον εκδότη της Revue Philosophique de la France et de l’Étranger το 1876. Ο Boirac υπέθεσε ότι ίσως υπολείμματα από προ πολλού ξεχασμένες αντιλήψεις προκαλούσαν αυτή την παράξενη αίσθηση. Υπάρχουν τώρα κάποιες εργαστηριακές αποδείξεις ότι οι αόριστες ομοιότητες μεταξύ μιας σκηνής και μιας άλλης μπορούν πράγματι να οδηγήσουν σε déjà vu. Η γνωσιακή ψυχολόγος Anne Cleary του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Κολοράντο και οι συνεργάτες της ανέπτυξαν έναν τρόπο να το προκαλέσουν στο εργαστήριο, προβάλοντας στους συμμετέχοντες σκηνές που έχουν κάποιες ανεπαίσθητες ομοιότητες μεταξύ τους. Σε μια μελέτη του 2009, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η προβολή αυτών των ύπουλα όμοιων σκηνών ήταν πιο πιθανό να προκαλέσει déjà vu από ό,τι η προβολή ανόμοιων σκηνών – υποδηλώνοντας ότι ίσως υπάρχει κάποιο ερέθισμα το οποίο σχετίζεται με το περιβάλλον και το οποίο προκαλεί στον εγκέφαλο αυτή την ψευδαίσθηση ότι μια σκηνή είναι γνώριμη, ακόμη και όταν δεν την έχει ξαναδεί.

Ενώ η έρευνα της Cleary δείχνει ότι μια μικρή εξοικείωση μπορεί να οδηγήσει σε déjà vu, δεν είναι σαφές ότι η πραγματική εξοικείωση είναι απαραίτητη για να πυροδοτηθεί αυτή η αίσθηση.
Στις αυθόρμητες περιπτώσεις déjà vu, λέει η Cleary, είναι πολύ πιθανό το αίσθημα της οικειότητας να προκαλείται τυχαία. Κατά καιρούς, το τμήμα του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για την ανίχνευση της οικειότητας – ο μέσος κροταφικός λοβός, ο οποίος βρίσκεται ακριβώς πίσω από τους κροτάφους μας και παίζει μεγάλο ρόλο στην κωδικοποίηση και ανάκληση αναμνήσεων – μπορεί να πυροδοτείται με υπερβολικό ενθουσιασμό χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Την υπόθεση αυτή των τυχαίων λανθασμένων πυροδοτήσεων ενισχύει περαιτέρω και το γεγονός ότι οι νέοι άνθρωποι βιώνουν στην πραγματικότητα περισσότερα déjà vu από ό,τι οι ηλικιωμένοι. Οι νεότεροι εγκέφαλοι είναι λίγο πιο ευερέθιστοι, επιρρεπείς στο να πυροδοτούνται πιο γρήγορα.

Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι μπορεί επίσης να είναι λιγότερο επιδέξιοι στον έλεγχο των γεγονότων όταν δημιουργούνται ψευδή αισθήματα οικειότητας, λέει ο Chris Moulin, γνωστικός νευροψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Grenoble Alpes της Γαλλίας, ο οποίος μελετά το déjà vu. Στους ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας, ο μετωπιαίος φλοιός, η περιοχή αυτή του εγκεφάλου που βρίσκεται πίσω από το μέτωπο και ελέγχει τα γεγονότα, μπορεί να είναι λιγότερο πιθανό να βάλει φρένο σε μια ψευδή αίσθηση οικειότητας.

Οι ηλικιωμένοι ενήλικες εξακολουθούν να αναγνωρίζουν μια τέτοια ψευδή εξοικείωση. Απλώς δεν μπορούν να έχουν, πλέον, τη βεβαιότητα ότι αυτό που βιώνουν είναι ψευδές.
Αυτό είναι ένα φυσιολογικό μέρος της γήρανσης, σε αντίθεση με τη σύγχυση του déjà vu με την πραγματικότητα που μπορεί να βιώνουν τα άτομα με άνοια. Γι’ αυτό απολαύστε τα déjà vu όσο προκύπτουν γιατί είναι δείγμα ότι ακόμα ο εγκέφαλός σας βρίσκεται πάνω στο άνθος της νιότη του!

Με πληροφορίες από το Scientific American.