«… Ο χρόνος έγινε για να κυλάει,
οι έρωτες για να τελειώνουν…»

 Τάσος Λειβαδίτης

Χαρούμενοι στο πένθος μας. Ένας πιθανός ορισμός της τέχνης. Επειδή είναι το σκοτάδι που κυοφορεί το φως κι όχι το αντίθετο. Και επειδή όσο επιμένουμε να αφηγούμαστε τον κόσμο τόσο ο σκοτεινός a priori  κόσμος γίνεται λιγότερο σκοτεινός. Παύει να είναι ακατανόητος. Και επειδή είναι η οδύνη που καταξιώνει τη μεγάλη δημιουργία κι όχι η ευκολία ή ο αισθητικός συμβιβασμός. Αυτό δηλαδή που είναι το μεγάλο μάθημα της ζωγραφικής του Κυριάκου Κατζουράκη ο οποίος έφυγε τόσο αδόκητα και (μας) λείπει τόσο. Επειδή, πρωτίστως, το θέμα είναι πως ο κόσμος – ή, πόσος κόσμος – μπορεί να χωρέσει σ’ έναν πίνακα. Κι αυτό είναι ζήτημα βαθιά πολιτικό. (Όσο κι αν κάποιοι εξοβελίζουν υπόγεια όσο και πονηρά την πολιτική από την καλλιτεχνική δημιουργία).

Τέχνη πάλι αποκαλείται εκείνο το σκοτεινό ορυχείο της  παγκόσμιας μελαγχολίας. Καμία εύκολη παρηγοριά σ’ αυτό. Ο Ernst Kassirer έλεγε πως κουλτούρα είναι η έκφραση μέσω συμβόλων. Πολύ ορθά. Η έκφραση είναι το αποτύπωμα της κάθε συγκίνησης και η συγκίνηση σχετίζεται άμεσα με την ανάμνηση και την εσωτερική επεξεργασία του βιώματος. Ανάμεσα στις τόσες σκόρπιες ιστορίες των ανθρώπων ας πάρουμε ένα πρόχειρο παράδειγμα: Ένα μικρό παιδί παίζει το φλάουτο του, ο Manet το ζωγραφίζει με κατακόκκινο παντελόνι κι ο Κατζουράκης εμπνέεται από αυτό για να πάει την ιστορία λίγο πιο πέρα. Το ίδιο επίσης συνέβη με την αρχική, γκριζογάλαζη Γκουέρνικα. Ο Κατζουράκης οικειοποιούμενος το μήνυμα της την αναπτύσει σε έντονα χρωματισμένα επίπεδα. Η συγκίνηση τώρα πια έχει χρώμα βαθύ κόκκινο. Και ο Χριστός όταν μετέτρεψε το νερό σε κρασί, περισσότερο από θαύμα έκανε μία πράξη ζωγραφικής. Επειδή αναζητούσε το ιδανικό κόκκινο (Συμφωνείς Κυριάκο); Υπάρχουν καλλιτέχνες που διακοσμούν την ιστορία. Υπάρχουν όμως κι άλλοι που την αλλάζουν…Η τέχνη πάλι που δημιουργείται σήμερα, που δημιουργούσε συνειδητά ο Κατζουράκης ως την τελευταία στιγμή της ασυμβίβαστης, ποιητικής ζωής του, σηματοδοτεί την ασυμβίβαστα αισιόδοξη, την αντιστεκόμενη πλευρά της δυσοίωνης περιόδου που ζήσαμε όλοι μας και εξακολουθούμε να ζούμε ακόμη. (Είπαμε: Χαρούμενοι στο πένθος μας). Όσοι τουλάχιστον δεν εθελοτυφλούμε εμπρός στο πραγματικό και το συμβολικό σκοτάδι που κυκλοφορεί απειλητικό και στη χώρα μας και τον κόσμο με την απειλή, τις αρρώστιες ή και τον θανάτο να κρύβεται ακόμη στις πιο αθώες και πιο ανθρώπινες χειρονομίες. Σ’ ένα χάδι δηλαδή ή ένα φιλί, μία χειραψία ή μία αγκαλιά…(Σημείωση: Ο έρωτας έχει πάντα χίλια πρόσωπα, η μοναξιά αποκλειστικά ένα. Ο έρωτας πάλι φοράει συνεχώς μάσκες, ενώ η μοναξιά φοράει απλά… το πρόσωπό της μοναξιάς της). Παράλληλα να υπενθυμίζουμε ότι αργά ή γρήγορα το φως ακολουθεί και ότι το σκοτάδι εκτός από απελπισία ή ζόφο – αυτά δηλαδή που δημιούργησε ο εγκλεισμός, ο φόβος και η απομόνωση – μπορεί να λειτουργήσει και ως εκκολαπτήριο, ως πυροκροτητής δημιουργίας. Αφού είναι πάντα απαραίτητη η δυσκολία ακόμα και η οδύνη για να κυοφορήσει το καινούργιο τον εαυτό του και να (ανα)γεννηθεί η τέχνη.
Λέω συχνά πως η πλειονότητα των καλλιτεχνών – ιδιαίτερα οι εικαστικοί καλλιτέχνες και οι συγγραφείς – έζησαν κατά την περίοδο της αναγκαστικής απομόνωσης μία εξαιρετικά, οικεία συνθήκη. Μια και οι ίδιοι έτσι ζουν ανέκαθεν, απομονωμένοι στα εργαστήρια ή τα γραφεία τους, μόνοι, κατάμονοι με τον εαυτό τους, με τα φαντάσματα ή τα οράματα τους, με τις δυσκολίες αλλά και τις υπερβάσεις των δυσκολιών. Με τα τεχνικά, τα αισθητικά ή τα ιδεολογικά ζητήματα που τους προκαλεί η δουλειά τους ίδια. Γιατί αυτό σημαίνει τέχνη. Τον τρόπο μας να ψιθυρίσουμε την απόλυτα προσωπική μας ιστορία στο αυτί της αιωνιότητας. Κι αν ακούσει!
Η τέχνη δεν είναι δημοσιοϋπαλληλία ούτε κι η ζωγραφική είναι απλή διακόσμηση με δεδομένους, τους κανόνες. Ο όποιος κανόνας στην αληθινή δημιουργία προκύπτει με την ολοκλήρωση του έργου. Ποτέ πριν. Όπως ολόκληρο το έργο του Κυριάκου Κατζουράκη αποδεικνύει. Μία ζωγραφική που εξελίσσεται πολυδιάστατα επί μισόν αιώνα, κινούμενη από τον κριτικό ρεαλισμό, τον σουρεαλισμό, την εξπρεσιονιστική παραφορά, τη λυρική αφαίρεση και αφομοιώνοντας χωρίς συμπλέγματα μεγάλες στιγμές τόσο της εγχώριας όσο και της μοντερνιστικής, δυτικοευρωπαϊκής παράδοσης.  Μεταμορφώνοντας τις σε προσωπική, ονειρικά αναρχική πρόταση. Με γνώση, με μικρές ή μεγάλες ανατροπές στην ήδη κατακτημένη γλώσσα δημιουργών όπως ο Εντουάρ Μανέ, ο Μαξ Μπέκμαν, ο Φράνσις Μπέικον ή, γιατί όχι, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Γιάννης Μόραλης. Γράφει ο Φλομπέρ:
«Δυο άντρες περπατάνε κατά μήκος του ποταμού, ο ένας πλούσιος, ο άλλος φτωχός. Ο πλούσιος λέει: »Τι όμορφο πλοίο εκεί πέρα στο νερό. Κοιτάξτε, τον κρίνο που ανθίζει στην όχθη.» Ο φτωχός μουρμουρίζει: »Πεινάω. Δε βλέπω τίποτα.» Την ημέρα που θα εξαφανιστεί η πείνα, θα γίνει η τεράστια πνευματική ανατίναξη που δεν έχει ζήσει ποτέ η ανθρωπότητα.» Καταλαβαίνετε πως καταλαβαίνει τον κόσμο ο Κατζουράκης είτε κάνει ζωγραφική, είτε κάνει θέατρο είτε κάνει – κυρίως αυτό – κινηματογράφο;
Κατά βάθος όλη η ιστορία της ζωγραφικής είναι μία επανεγγραφή. Οι νεότεροι ζωγράφοι είτε ως άσκηση και μαθητεία είτε ως απάντηση στην πρόκληση της αυθεντίας των μεγάλων δασκάλων, δημιουργούν τις συνθέσεις των σχολιάζοντας έμμεσα ή άμεσα τα έργα των παλαιότερων. Βρίσκοντας έτσι, μέσα από την άσκηση και την υποταγή, τον εαυτό τους. Μέσα από τον διάλογο αλλά και τη ζήλεια. Την ταύτιση αλλά και την εναντίωση. Τον θαυμασμό αλλά και την διαφορά. Ούτε και αυτός ο ιδιοφυής και ανατρεπτικός Πικάσο δεν θέλησε να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα. Απεναντίας.Τον νομιμοποίησε ακόμα περισσότερο. Έτσι, σχεδόν σαν φυσική συνέπεια, στους πίνακες των νεότερων ζωγράφων ζουν, υπάρχουν και αναπνέουν οι επιδράσεις, τα θέματα ή τα ίχνη των παλαιότερων σε τρόπον ώστε ο οξυδερκής θεατής να διαβάζει ανάγλυφα το παρελθόν βλέποντας τις εικόνες του τρέχοντος καιρού. Τα πράγματα του παρόντος.
Συνοπτικά ας πούμε εδώ ότι μεταπολεμικά η ζωγραφική μας αρδεύεται από δύο σχολές: εκείνη του Μπουζιάνη που θρηνεί το σώμα και το δράμα του σώματος και την άλλη του Τσαρούχη που το αποθεώνει χωρίς να φοβάται το πένθος για τον μαρασμό και την απώλεια του. Κάπου στη μέση ο Διαμαντόπουλος κι ο Σπυρόπουλος. Κάπου στη μέση κι ο Κυριάκος Κατζουράκης. Και κάπου μακριά ο Παπαλουκάς, συνεχιστής της έρευνας του Παρθένη, του Μαλέα, του Νικολάου Λύτρα και του Οικονόμου.
Στην μπουζιανική παράδοση πιστώνω τον  Τριανταφυλλίδη, τον Μίμη Βιτσώρη, την Μαραγκοπούλου, την Λαγάνα αλλά και τον νεανικό Φασιανό, τον Μάιπα, τον Σταύρο Ιωάννου, τον Μυταρά, τον Πατρασκίδη, τον Θεοφυλακτόπουλο, τον Πολυμέρη, τον Μορταράκο, τον Ξένο, τον Αντωναρόπουλο, τον Σακαγιάν, τον Μαντζαβίνο κλπ. Στην τσαρουχική πάλι ουκ έστιν αριθμός. Από τον Κυριάκο Κατζουράκη και τον Χρίστο Καρά ως τον Παύλο Σάμιο, τον Χρήστο Μποκόρο, τον Ρόρρη ή τον Δασκαλάκη. Με τον Κατζουράκη πάντως σταθερά στο μεταίχμιο της αφήγησης περί το  σώμα αλλά και της αποδόμησης του προσώπου και της ιστορίας του. Χωρίς να παραβλέπω την προσωπική γλώσσα ή τα επιτεύγματα του καθενός ( όπου υπάρχουν ).
Οφείλω να επισημάνω ότι τα μουσεία της σύγχρονης τέχνης ξεχωρίζουν για την προβληματική σχέση τους με τον εξπρεσιονισμό. Υπενθυμίζω ότι έχουν αγνοήσει συστηματικά ζωγράφους του μέγεθος ενός Στάμου, ενός Ζαν Ξέρον, ενός Τζον Χριστοφόρου, ενός Nonda, ενός Prassinos, του αγνώστου Γιάννη Μαλτέζου, του πληθωρικού Μηνά αλλά επίσης και την εξπρεσιονιστική περίοδο του Κανιάρη, του Κεσσανλή, του Δεκουλάκου, του Σαχίνη κλπ. Και βέβαια είναι ντροπή ότι αγνοείται το έργο του Κατζουράκη. Εκεί δηλαδή που η εξπρεσιονιστική φόρμα συναντούσε την αφηρημένη γραφή και η χειρονομία τον ψυχισμό. Πού καταλήγουμε; Ότι ιστορία είναι εκείνο το κείμενο που σταθερά πρέπει να ξαναγράφεται. Λέγαμε συχνά με τον Κάκο:
Ένα αγράμματο περιβάλλον, συλλέκτες, δημοσιογράφοι, παράγοντες κ.λπ μπορούν εύκολα να εκμαυλίσουν αγράμματους καλλιτέχνες. Για αυτό χρειάζεται συνεχής αντίσταση στην δικτατορία των μετρίων.
Και εδώ υποστηρίζω την εδραία μου πεποίθηση: Ότι δηλαδή η τρομερή προμάμη που λέγεται ζωγραφική – κάτι σαν την φοβερή γιαγιά της ωραίας, μικρής Ερέντιρα του Γκαμπριέλ Μάρκες – η αρχέγονη μήτρα δηλαδή που εκκόλαψε κάθε νεότερη μορφή εικόνας από τη φωτογραφία ως τη video art, παραμένει η κυρίαρχη, εικαστική έκφραση στη χώρα μας. Όσους  εννοιολογισμούς κι αν υποστηρίξουν θεωρητικοί ή δημιουργοί που μπερδεύουν την πραγματικότητα με την ιδεοληψία. Έτσι λοιπόν η έμφαση μας δίνεται στην ζωγραφική, είτε αυτή είναι αφηγηματική, είτε κινείται στα όρια της αφαίρεσης, της ποιητικής υποβολής και των κρυμμένων, συμβολικών μηνυμάτων. Της ψυχολογικής αναπαράστασης μιας πραγματικότητας που a priori δεν αναπαριστάται, που «κρύπτεσθαι φιλεί». Επειδή πάντα ακόμα και στην πιο αφελή, εξωτερικά, εικόνα κρύβεται ένα αίνιγμα το οποίο αποκαλύπτεται μόνο στους μυημένους. Σ’ εκείνους δηλαδή που είναι διατεθειμένοι να αφιερώσουν χρόνο εμπρός στο έργο τέχνης και να του αφιερωθούν συναισθηματικά. Και τότε αυτό θα ανταποκριθεί. Το κέρδος από αυτήν την κοινωνία – επικοινωνία είναι τεράστιο για τον θεατή αλλά και για το ίδιο το δημιούργημα. Το οποίο ζει μία καινούργια ζωή και αποκτά καινούργιο περιεχόμενο ανάλογα με τα μάτια που το κοιτάζουν. Ανάλογα με τα ήθη και τους τρόπους. Και μην ξεχνάτε: Τέχνη είναι εκείνος ο δρόμος που οδηγεί από το ανοργάνωτο χάος στο οργανωμένο. Μας οδηγεί χαρούμενους στο πένθος (που είναι βαθύτερα και η μοίρα μας).

ΥΓ1. Την Κυριακή 23 Οκτωβρίου, στις 12 το μεσημέρι , θα γίνει ξενάγηση στην έκθεση με έργα του Κυριάκου Κατζουράκη στη Δημοτική Πινακοθήκη Αλίμου, Λεωφόρος Ιωνίας 96.

 

ΥΓ2 Φοβού εκείνη την ζωγραφική που ακυρώνει το βλέμμα. Συχνά επίσης, οι καλλιτέχνες οι ίδιοι, από ανασφάλεια ή υπεροψία, ακυρώνουν με τα καυστικά τους σχόλια το έργο των συναδέλφων τους. Ανθρώπινο πολύ ανθρώπινο που θα έλεγε και ο Νίτσε, ίσως όμως και αναγκαίο. Χωρίς συγκρούσεις δεν υπάρχει προχώρημα. Σκέφτομαι, τέλος, πως η τέχνη μοιάζει με ένα τεράστιο, πήλινο γλυπτό που για να κατασκευαστεί χρειάζεται τόσο τη φωτιά όσο και τη λάσπη. Κυριάκο, είσαι πάντα εδώ!

Σημείωση. Για περισσότερα, στα εξής βιβλία μου:  Κυριάκος Κατζουράκης, έργα 1963 – 2013, ζωγραφική, θέατρο, κινηματογράφο,ς εκδόσεις Μίλητος, Μουσείο Μπενάκη,  Πινακοθήκη Γρηγοριάδη, 2013.
Ελληνομουσείον , 7 Αιώνες Ελληνική Ζωγραφική, δεύτερη έκδοση συμπληρωμένη, εκδ. Ε.Τ, 2010, 10 τόμοι, τόμοι 7ος & 8ος.
Κυριάκος Κατζουράκης, Αναφορά στην Γκουέρνικα, Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας –  Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2018-2019.