Τον Ταχτσή τον γνωρίζω και τον θαυμάζω από χρόνια, ως συγγραφέα αλλά και ως άνθρωπο. «Το τρίτο στεφάνι» είναι το καλύτερο ως τώρα μυθιστόρημα που γράφτηκε από άνθρωπο της γενιάς μας, είναι μια δυνατή σύνθεση της σημερινής, νεοελληνικής ζωής. Ο κόσμος του, ο κόσμος των λέξεών του, είναι ένας κόσμος σοφά καθημερινός, έτσι ώστε και τη ζωή χωρίς περιττολογίες να αποδίδει, αλλά και μια νέα καλαισθησία να δημιουργεί. Ο Ταχτσής με το έργο του είναι ένας από τους συντελεστές του νέου τόνου που έχει λάβει η λογοτεχνία μας – και όχι μόνο με «Το τρίτο στεφάνι», αλλά και με «Τα ρέστα» και τη «Γιαγιά μου την Αθήνα». Αυτό που ονομάζω «νέο τόνο» μπορεί να φαίνεται αόριστο, αν όμως πάρει κανείς ως δείγμα τα καλύτερα βιβλία των προηγούμενών μας επιφανών λογοτεχνών και τα συγκρίνει ως προς τη γλώσσα και τον κόσμο τους με τα σημερινά βιβλία, θα δει πόσο έχει αλλάξει η λογοτεχνία. Μέσα στην ομάδα των συγγραφέων αυτών δεν κρύβω ότι συγκαταλέγω και τον εαυτό μου. Δεν ξέρω πόσο σημαντικά έχω συντελέσει σ’ αυτό, δεν ξέρω πόσοι και ποιοι ακριβώς είμαστε, πάντως έχουμε κατορθώσει, γράφοντας με θυσίες, με προσοχή και με περιφρόνηση των πρόσκαιρων κερδών, να επιβάλουμε ένα νέο τόνο, χωρίς φυσικά να έχουμε κοινό ύφος. Ο καθένας μας έχει τον προσωπικό του τρόπο και το ύφος του, αλλά έχουμε έναν κοινό παρονομαστή, που αφορά στη γλώσσα και κυρίως στο νέο περιεχόμενο. Ήμασταν όλοι φορτισμένοι από ένα νέο περιεχόμενο, που είναι βέβαια αποτέλεσμα της προσωπικής μας μοίρας αλλά και, προπαντός, των κοινών, πολύ έντονων γεγονότων που ζήσαμε στην ηλικία όπου σφραγίζεται κανείς αποφασιστικά: τον πόλεμο, την Κατοχή, τις ελλείψεις, την καταπίεση, αλλά και τη μεγάλη χαρά που έδιναν τα λιγοστά ωραία πράγματα που μπορούσαμε να προσεγγίσουμε.

Βέβαια, δεν πέσαμε κι εμείς από τον ουρανό. Έχουμε οπωσδήποτε τους πνευματικούς προγόνους, όπως είναι λόγου χάρη ο Δημήτρης Χατζής, ο οποίος έχει έναν παρόμοιο τόνο, χωρίς όμως να περιέχει στα βιβλία του αυτόν ακριβώς τον κόσμο τον περιφρονημένο, τον τσαλαπατημένο, που με πολλή διακριτικότητα φέραμε και προβάλαμε εμείς. Δε θέλω να πω ότι το έργο μας αναφέρεται αποκλειστικά σ’ αυτές τις καταστάσεις, ωστόσο τις καταξιώνει και αυτές, μέσα σε μια γενικότερη σύνθεση της ζωής. Γι’ αυτό λέω ότι το εξαίσιο μυθιστόρημα του Ταχτσή, «Το τρίτο στεφάνι», είναι μια γερή και καθολική σύνθεση της νεοελληνικής ζωής, καμωμένη από έναν άνθρωπο των ημερών μας.

Με τον Ταχτσή είχαμε πολλά κοινά σημεία προτού ακόμα γνωριστούμε. Πρώτα-πρώτα είμαστε και οι δύο γεννημένοι στη Θεσσαλονίκη. Έπειτα, είμαστε γεννημένοι τον ίδιο χρόνο, το 1927. Αυτό μου το έχει πει ο ίδιος, αλλά μπόρεσα να το εξακριβώσω και εγώ από ένα περιστατικό που συνέβη προ ετών. Μου έστειλε δηλαδή ο Ταχτσής ένα γράμμα στη Θεσσαλονίκη όπου ζούσα και με παρακαλούσε να του βγάλω ένα πιστοποιητικό γεννήσεως από το ληξιαρχείο. Έτρεξα εγώ αμέσως, έβγαλα το πιστοποιητικό και όταν είδα αυτή τη σύμπτωση των ηλικιών μας μού έκανε μεγάλη εντύπωση και σημείωσα την ημερομηνία σ’ ένα τετράδιο όπου έγραφα διευθύνσεις και τηλέφωνα. Δίπλα λοιπόν στη διεύθυνσή του (τότε καθόταν στην οδό Αυτομέδοντος 3) και στο τηλέφωνό του έγραψα την ημερομηνία της γέννησής του: 8.10.1927. Εγώ γεννήθηκα λίγο αργότερα, στις 20.11.1927, άρα ζήσαμε τις ίδιες εποχές και, για κάποιο διάστημα, στα ίδια μέρη. Από κάποιες μάλιστα διηγήσεις του Ταχτσή για τη γειτονιά όπου κατοικούσε, υποθέτω ότι μπορεί και να παίζαμε μαζί. Μου ’λεγε ότι η γιαγιά του τον πήγαινε σ’ ένα πάρκο που με πήγαινε κι εμένα η γιαγιά μου, δεν αποκλείεται λοιπόν να ήταν ένα από τα παιδιά που με είχανε δείρει.

Η γνωριμία μας έγινε στην Αθήνα, το 1954 ή ’55. Ο Ταχτσής καθόταν τότε στην αρχή της οδού Καραγεώργη της Σερβίας, στο Σύνταγμα, σ’ ένα σπίτι με φολιδωτές στέγες, σαν αυτά που βλέπουμε στο Παρίσι. Ήταν ένα ωραίο, μεγάλο σπίτι, που δεν υπάρχει πια, δίπλα στο παλιό βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη, που ούτε αυτό υπάρχει σήμερα. Με πήγε εκεί ο ποιητής Νίκος Καρούζος, για να γνωρίσω ένα σημαντικό ποιητή της ηλικίας μου. Πραγματικά, ο Ταχτσής μού έκανε μεγάλη εντύπωση ως προσωπικότητα, για την ευφυΐα του, την ετοιμότητά του και την παρρησία του. Εκείνη την εποχή είχε κυκλοφορήσει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο, τη «Συμφωνία του Μπραζίλιαν». Εγώ δεν ήξερα καν τι ήταν το «Μπραζίλιαν» και δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε τον τίτλο. Σε λίγο καιρό μού έστειλε στη Θεσσαλονίκη και το άλλο ποιητικό του βιβλίο, «Καφενείο το Βυζάντιο», με εξώφυλλο καμωμένο από τον Γιάννη Τσαρούχη. Η ποίησή του μού άρεσε τότε και νομίζω ότι θα έπρεπε να συνεχίσει να την καλλιεργεί. Από την ποίηση ξεκίνησα κι εγώ, για να καταλήξω στην πεζογραφία, μπορώ μάλιστα να πω ότι μας αντιμετωπίζουν και τους δύο με τον ίδιο τρόπο. Επειδή δηλαδή γίναμε γνωστοί ως πεζογράφοι δε μας αναφέρουν καθόλου ως ποιητές, σάμπως να μας πέφτει πολύ. Είτε το θέλουμε είτε όχι (και, βέβαια, το θέλουμε), το έργο του Ταχτσή και το δικό μου είναι συνδεδεμένα σε πολλά σημεία, όπως άλλωστε πολλές είναι και οι συμπτώσεις της ζωής μας.

*Κείμενο του λογοτέχνη Γιώργου Ιωάννου για τον Κώστα Ταχτσή με τίτλο «Τι με συνδέει με τον Ταχτσή και με το έργο του». Πρόκειται στην πραγματικότητα για ανέκδοτο αρχικά κείμενο ραδιοφωνικής εκπομπής του 1981, που είχε δημοσιευτεί πολύ αργότερα στο περιοδικό «Η λέξη» (τεύχος 84, σελ. 358-359).

Ο Κώστας Ταχτσής, πεζογράφος, ποιητής και μεταφραστής, έφυγε από τη ζωή στις 25 Αυγούστου 1988, σε ηλικία 61 ετών.