Βαθμολογία

5: εξαιρετική

4: πολύ καλή

3: καλή

2: ενδιαφέρουσα

1: μέτρια

0: απαράδεκτη

«Bullet train» (ΗΠΑ/Ιαπωνία, 2022)

Χωρίς να γίνεται ποτέ κάτι το αξέχαστο και ακολουθώντας όχι ακριβώς κατά γράμμα την ιστορία, σίγουρα πάντως την «λογική» του ομότιτλου μυθιστορήματος του Κοτάρο Ισάκα στο οποίο στηρίζεται, αυτή η ανάλαφρη περιπέτεια του Ντέιβιντ Λιτς έχει τα φόντα της απόλυτα «καλοκαιρινής» ταινίας, ικανής για χαλάρωση, γέλιο και ξεγνοιασιά – ότι δηλαδή, κακά τα ψέματα, ο περισσότερος κόσμος τον τελευταίο καιρό έχει ανάγκη.

Η ιστορία της λαμβάνει χώρα σχεδόν εξ’ ολοκλήρου μέσα σε ένα τρένο που με αφετηρία το Τόκιο και προορισμό το Κιότο, θα γίνει η αρένα μιας ασταματητης μονομαχίας πληρωμένων δολοφόνων (Μπραντ Πιτ, Ααρον Τέιλορ Τζόνσον, Μπράιαν Ταϊρί Χένρι, Μπαντ Μπάνι), ιαπώνων μαφιόζων (Μάικλ Σάνον), ενός πατέρα που ζητεί εκδίκηση (Αντριου Κότζι), του δικού του πατέρα που θα εμφανιστεί ως από μηχανής θεός (Χιοργιούκι Σανάντα) και μιας διεστραμμένης κοπέλας (Τζόι Κινγκ) που κρατά στα χέρια της την ζωή ενός μικρού παιδιού. Η πλοκή της ταινίας στην οποία ρόλο παίζει και μια βαλίτσα με λεφτά, είναι τόσο μπερδεμένη που μια απόπειρα να περιγράψεις τι ακριβώς γίνεται, μοιάζει αδύνατη.

Ο Λιτς ωστόσο, αν και δεν έχει το «μαγικό άγγιγμα» ενός Κουέντιν Ταραντίνο ή ενός Γκάι Ρίτσι, δεν ενδιαφέρεται και τόσο για την πλοκή, η καλύτερα την χρησιμοποιεί ως εργαλείο για να πλάσει ζουμερούς ήρωες που κινούν την περιέργεια, είτε λόγω του εκκεντρικού χαρακτήρα τους, είτε των πράξεών τους. Σε αυτούς τον πρώτο λόγο σαφώς έχει ο Πιτ με τα μεγάλα ,κοκάλινου σκελετού μυωπικά γυαλιά και το εντελώς γελοίο καπελάκι του ψαρά με το οποίο κυκλοφορεί προσπαθώντας να γλιτώσει από το γεγονός ότι είναι ο πιο άτυχος άνθρωπος του κόσμου (όπως ο ίδιος λέει «η γκαντεμιά μου έχει πάρει “ληγμένα”»).

Ακόμα και τα ονόματα των ηρώων / δολοφόνων έχουν πλάκα – Lady Bug (Πασχαλίτσα), Λεμόνι, Μανταρίνι, Σφήκα, Λύκος – την ώρα που η μουσική του Ντόμινικ Λούις συμβάλλει έξοχα στην pop αισθητική της ταινίας, της οποίας οι χορογραφίες των σώμα – με – σώμα μαχών είναι άρτια κινηματογραφημένες (όπως είχαμε δει και σε μια προηγούμενη, παρόμοια ταινίας του Λιτς, την «Atomic blonde» με την Σαρλίζ Θερόν). Εν ολίγοις ένα fun movie για να περάσει καλά η ώρα.

Βαθμολογία: 2 ½

(προβάλλεται σε περισσότερες από 105 αίθουσες όλης της χώρας)


«Επίσημο διαγωνιστικό» («Competencia oficial», Αργεντινή/ Ισπανία, 2021)

Το χιούμορ όμως βρίσκεται στα θεμέλια και της ισπανο αργεντίνικης συμπαραγωγής «Επίσημο διαγωνιστικό» που είναι μια «αποκαθηλωτική» ματιά πάνω στο ίδιο το σινεμά αλλά και την Τέχνη γενικότερα. Σκηνοθετημένη από ένα ντουέτο, τους Αργεντίνους Μαριάνο Κον και Γκαστόν Ντουπράτ, η ταινία μας μεταφέρει στα εσώτερα του ιδίου του κινηματογράφου και των πολλών ευτραπελων που συχνά συνοδεύουν αυτή την Τέχνη: αναζητώντας το κύρος και την αναγνώριση πέρα από τα χρήματά του, ένας δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας επιθυμεί να αφήσει το στίγμα του σε μια ταινία.

Οπότε προσλαμβάνει τους καλύτερους του χώρου, μια διάσημη, εκκεντρική σκηνοθέτρια (Πενέλοπε Κρους) και δύο επίσης διάσημους ηθοποιούς, των οποίων το ταλέντο συναγωνίζεται με τον εγωισμό τους: από την μια ένας «άδειος» αλλά ταλαντούχος σταρ του Χόλιγουντ με το χαμόγελο διαρκώς στο στόμα (Αντόνιο Μπαντέρας) και από την άλλη ένας θρύλος του θεάτρου (Οσκαρ Μαρτίνεζ) που σου δίνει την εντύπωση ότι δεν γελά ποτέ.

Το «παιχνίδι» που θα αναπτυχθεί ανάμεσα σε αυτούς τους τρεις ανθρώπους καταλήγει σε ένα από την μια πλευρά ευχάριστο και από την άλλη γλυκόπικρο σύνολο (ως και μακάβριο μπορείς να πεις) – μια πραγματικά έξυπνη κομεντί η οποία με ζωηρά χρώματα και χωρίς σάχλες μιλά για τη ματαιοδοξία των αστέρων, για την συχνά δημιουργική ασυμφωνία χαρακτήρων στην παραγωγή ενός έργου Τέχνης και για την τρέλα των προβων που πραγματοποιούνται πριν αρχίσουν τα γυρίσματα μιας ταινίας.

Βαθμολογια: 3

ΑΘΗΝΑ: ΦΙΛΟΘΕΗ – ΑΚΤΗ – ΑΛΟΜΑ – ΦΙΛΙΠ – ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ – ΜΑΙΑΜΙ κ.α.

—————————————————————-

«Διακοπές με οικογένεια» («Easter Sunday», ΗΠΑ, 2022)

Χιούμορ θα βρούμε και στις «Διακοπές με οικογένεια» του Τζέι Χαντρασεκάρ που επίσης έχει να κάνει (εν μέρει) με τον κόσμο της σόου μπιζ. Kάτι σαν προσωπικό κινηματογραφικό «όχημα» του Τζο Κόι, δημοφιλέστατου stand – up κωμικού των ΗΠΑ, με καριέρα και στην τηλεόραση, όχι όμως ιδιαίτερα γνωστού στην Ελλάδα. Η ταινία αντλεί το χιούμορ της από τα ήθη και τα έθιμα των Φιλιππινέζων στην Αμερική, ένα από τα οποία είναι η πασχαλινή γιορτή τους. Ο Κόι που στην ταινία υποτίθεται ότι είναι ένας αρκετά γνωστός stand up κωμικός με πολλά προσωπικά προβλήματα, έχει ενέργεια και είναι αρκετά χαριτωμένος σε ότι κάνει – συνήθως με βλέμμα έκπληκτο και προβληματισμένο. Όμως η ταινία δεν έχει το εκτόπισμα που θα την έκανε πραγματικά αστεία – τουλάχιστον για το ελληνικό κοινό.

Βαθμολογία: 1 ½

ΑΘΗΝΑ: ODEON ESCAPE – ΜΠΟΜΠΟΝΙΕΡΑ – ΑΘΗΝΑ ΧΑΛΑΝΡΙ – ΑΕΛΛΩ κ.α. ΘΕΣ/ΚΗ: ΑΛΕΞ – ODEON ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Επανεκδόσεις

«Atlantic city» (ΗΠΑ, 1980). Στην Ατλάντικ Σίτυ, χαρακτηριστική πόλη τζόγου της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ, ο Λου (Μπαρτ Λάνκαστερ), ένας παλαίμαχος αλλά ασήμαντος μπουκμέικερ της Μαφίας, ερωτεύεται την Σάλι (Σούζαν Σαράντον), μια ανήσυχη προσφυγοπούλα η οποία εκπαιδεύεται croupier σε καζίνο και ζητά τις συμβουλές του. Το ενδιαφέρον στην «Αtlantic City» – αποτέλεσμα μιας ακόμα καρπερής συνεργασίας του Γάλλου σκηνοθέτη Λουί Μαλ με τον θεατρικό συγγραφέα Τζον Γκουέρ – είναι ότι η ταινία τους δεν γίνεται ποτέ χυδαία. Αντιθέτως, με δάνεια από στοιχεία γκανγκστερικών ταινιών, μελοδραμάτων ακόμα και κωμωδιών, το «Αtlantic City» προσφεύγει στις σχεδόν σουρεαλιστικές παραδοξότητες της πόλης στην οποία τοποθετείται και μετατρέπεται σε ένα εκκεντρικό μα συγχρόνως γλυκόπικρο μήνυμα αγάπης, σε μια χώρα που στην εποχή της ταινίας, πίστευε ακόμα στις ευκαιρίες. Είναι ένα είδος φαντασμαγορικού τσίρκου όπου αλλόκοτα ανόμοιοι κόσμοι πέφτουν διαρκώς ο ένας πάνω στον άλλο, συγκρούονται και με έναν παράλογο τρόπο συγχωνεύονται. Η Σαράντον είναι διασκεδαστική και σέξι στον ρόλο της όμως η ελεγειακή καρδιά της ταινίας, ο σταθερός παλμός της, το «είναι» της είναι ο Λάνκαστερ. Υποδύεται με ευγένεια και αγάπη τον Λου, την ώρα που κάθε τι που σχετίζεται μαζί με τον ηθοποιό – το σκληρό χαμόγελο, η ρωμαλαιότητα – είναι κρατημένο σε απόσταση, κρυμμένο σε μια νοσταλγική υποταγή.

Βαθμολογία: 4

(δεν υπήρξε ενημέρωση για τις αίθουσες από την εταιρία διανομής)


«Το μαγαζάκι της κεντρικής οδού» («Obchod na korze», Τσεχοσλοβακία,1964-120’). Σε ένα χωριό της κατεχόμενης Τσεχοσλοβακίας, στην εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας ασήμαντος ξυλουργός (Γιόζεφ Κρόνερ) αναλαμβάνει τη διαχείριση του καταστήματος κουμπιών που ανήκει σε μια γριά εβραία (Ιντα Καμίνσκα) που εκτός από το ότι είναι κουφή έχει άγνοια για το τι συμβαίνει γύρω της. Η σχέση τους θα στηριχθεί σε μια βαθύτατη αγάπη, όμως στη πορεία δεν θα αποφευχθεί η τραγωδία… Γυρισμένη κατά την διάρκεια μιας μεταβατικής εποχής για την Τσεχοσλοβακία αυτή η τρομερά συγκινητική ταινία αποτυπώνει το κλίμα της εποχής του πολέμου με πλήρη διαύγεια και σκηνοθετική ακρίβεια (την σκηνοθεσία συνυπογράφει ο Γιαν Καντάρ με τον Ελμαρ Κλος). Τιμήθηκε με το Οσκαρ διεθνούς ταινίες (ξενόγλωσσης λεγόταν τότε) ενώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Καμίνσκα που είναι πραγματικά απίστευτη στον ρόλο της γριούλας ήταν επίσης υποψήφια για Οσκαρ Α γυναικείου ρόλου. Αξεπέραστη στο χρόνο, η ταινία έχει σταθεί σημείο αναφοράς σε πολλούς κατοπινούς δημιουργούς

Βαθμολογία: 3

ΑΘΗΝΑ: ΟΑΣΙΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΧΑΛΑΝΔΡΙ κ.α.